• Σχόλιο του χρήστη 'Γ. Κατσένης' | 4 Μαΐου 2022, 11:45

    Συμπληρωματικά σε όσα έχουν ορθώς εντοπιστεί από τις δικαστικές ενώσεις και άλλους σχολιαστές: 1. Στα άρθρα 93 παρ. 7 και 97 παρ. 6 η θητεία των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών να παραμείνει ετήσια, προκειμένου να υπάρχουν εκθέσεις επιθεώρησης (και επομένως κρίσεις) από περισσότερους επιθεωρητές στην υπηρεσιακή διαδρομή του δικαστικού λειτουργού. 2. Στο άρθρο 101 παρ. 5 θα ήταν σκόπιμο να απαλειφθεί η πρόβλεψη για ηλεκτρονική επίδοση της έκθεσης επιθεώρησης, δεδομένου ότι, όπως είναι διατυπωμένη η διάταξη, δημιουργείται ανασφάλεια ως προς το χρονικό σημείο επίδοσης και, επομένως, έναρξης της κατ’ άρθρο 105 προθεσμίας για την προσβολή της έκθεσης επιθεώρησης από τον δικαστικό λειτουργό. 3. Στο άρθρο 102 παρ. 3 περ. ε΄ αξιολογείται από τον επιθεωρητή ο τρόπος αξιολόγησης των υποθέσεων ως προς τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους κατά τα οριζόμενα στην περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 19 (σημειωτέον ότι περ. β΄ δεν υπάρχει στο οικείο άρθρο, όπως είναι αναρτημένο, αν και είναι προφανές ότι γίνεται παραπομπή στις διατάξεις που ορίζουν την κατάταξη των υποθέσεων κατά βαθμό δυσκολίας από 1 έως 5 και την ισομερή κατανομή τους από τους προέδρους). Πέραν του ότι το σύστημα αξιολόγησης των υποθέσεων πάσχει σοβαρά, όπως έχουν ήδη εκθέσει οι δικαστικές ενώσεις και σχολιαστές της δημόσιας διαβούλευσης, δεν αποκλείεται ο επιθεωρητής να δέχεται παράπονα από τους δικαστικούς λειτουργούς για εσφαλμένη εκτίμηση του βαθμού δυσκολίας από τον πρόεδρο που διενήργησε τη χρέωση, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό και με την προβληματική πρόβλεψη σύνταξης γραπτής γνώμης από τον πρόεδρο του τμήματος (άρθρο 100 παρ. 6), θα διαταράξει την εύρυθμη λειτουργία του οικείου τμήματος ή δικαστηρίου και της δικαιοσύνης γενικότερα. 4. Η διάταξη του άρθρου 60 παρ. 4, σύμφωνα με την οποία είναι υποχρεωτική η μετάθεση δικαστικού λειτουργού που εμφανίζει αδικαιολόγητη και σοβαρή καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του (ομοίου περιεχομένου η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 50 παρ. 4 του ν. 1756/1988), είναι ορθή, δεδομένου ότι συντελεί στην αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας του οικείου δικαστηρίου και στην ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης. Θα ήταν όμως σκόπιμο να προβλεφθεί ρητά ότι η καθυστέρηση αυτή δεν αποτελεί λόγο απόρριψης αίτησης μετάθεσης, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διάταξη δεν θα τύχει αντίθετης ερμηνείας (να κωλύει δηλαδή η ύπαρξη σοβαρής καθυστέρησης τη μετάθεση), με αποτέλεσμα να μην αποκαθίσταται η εύρυθμη λειτουργία δικαστηρίου στο οποίο παρατηρείται καθυστέρηση από δικαστικό λειτουργό. 5. Τέλος, σχετικά με την πρόβλεψη του άρθρου 60 παρ. 2, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται μετάθεση δικαστικού λειτουργού πριν από τη συμπλήρωση υπηρεσίας ενός δικαστικού έτους στον τόπο όπου τοποθετήθηκε, επισημαίνεται ότι η ομοίου περιεχομένου διάταξη του ισχύοντος άρθρου 50 παρ. 2 του ν. 1756/1988 έχει κριθεί αντισυνταγματική με πρακτικά του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης και της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Συμβούλιο, με τα οποία έχει θεωρηθεί ως ελάχιστος χρόνος η διετής υπηρεσία στον τόπο όπου έχει γίνει η τοποθέτηση.