• Σχόλιο του χρήστη 'ΣΤΑΘΗΣ ΒΕΡΓΩΝΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ' | 19 Δεκεμβρίου 2011, 21:55

    Το δεύτερο μισό του τίτλου του συνολικού νομοσχεδίου ‘’αντιμετώπιση των φαινομένων αρνησιδικίας’’ σε συνδυασμό με την προτεινόμενη τροποποίηση της § 3 του άρθρου 349 ΚΠΔ, καταδεικνύουν την αποδοχή μιας άποψης, κατά την οποία η καθυστέρηση απονομής στης δικαιοσύνης οφείλεται κατά κύριο λόγο, αν όχι αποκλειστικά, στην απροθυμία των δικαστών και των εισαγγελέων, για διάφορους, μη κατονομαζόμενους, λόγους, να προχωρήσουν στην ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων, αποφεύγοντας έτσι τον κόπο να δικάζουν τις υποθέσεις κάθε δικασίμου, ώστε να ‘’απαλλαγούν’’ από αυτές, η καθυστέρηση δηλαδή έχει ως κύριο λόγο την δικαστική οκνηρία και φυγοπονία, η οποία θα καταπολεμηθεί από τον νομοθέτη με τον ορισμό ως ‘’φυσικού δικαστή’’ μιας υπόθεσης, αυτού που ορίσθηκε το πρώτον να προεδρεύσει του δικαστηρίου που θα την δικάσει, αφού και αν την αναβάλει και πάλι αυτός θα την δικάσει. Κρίμα όμως που έτσι την πληρώνει μόνο ο προεδρεύων, ενώ οι ‘’οκνηροί’’ και ‘’φυγόπονοι’’ αρνησιδικούντες σύνεδροι και εισαγγελείς, την γλυτώνουν οι πονηροί. Ακόμη δε και αν μειοψηφήσει ο πρόεδρος και πάλι ο ίδιος θα δικάσει ως ‘’φυσικός δικαστής’’, των άλλων καθιστάμενων ‘’αφύσικων’’. Ας σοβαρευτούμε όμως και μάλιστα όλοι. Η άποψη αυτή που αναφέρθηκε πιο πάνω και είναι η μοναδική δογματική στήριξη της προτεινόμενης αλλαγής θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνο αν στηρίζονταν σε σοβαρά στατιστικά στοιχεία που θα αναφέρονταν βεβαίως και στην εισηγητική έκθεση, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει σε ένα ευνομούμενο κράτος δικαίου, ευρωπαϊκού τύπου. Από όσα γνωρίζω, το μοναδικό περιστατικό, που κατηγορούσε τους δικαστές για τέτοια φυγοπονία, εκφραζόμενη δια της αναβολής κατ’ άρθρο 349, αναφέρθηκε από ανώτατο δικαστή, προ δεκαπενταετίας περίπου, και αφορούσε σε μια δικάσιμο συγκεκριμένου δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ενώ ποτέ δεν θεμελιώθηκε με στατιστικά στοιχεία. Μια και η πολιτεία μας εξακολουθεί να αγνοεί την στατιστική, προκειμένου να νομοθετήσει, εφευρίσκοντας φαντάσματα, ας χρησιμοποιήσει ο καθένας την προσωπική του εμπειρία. Λοιπόν στα δικαστήρια που έχω υπηρετήσει μέχρι τώρα το συντριπτικό ποσοστό, άνω του 95%, των χορηγούμενων αναβολών οφείλεται σε δύο λόγους, πρώτον στο ωράριο, που κατ’ ερμηνεία μόνο υπάγεται στην ανωτέρα βία της § 1 του άρθρου 349 ΚΠΔ, και δεύτερον στην αποχή των δικηγόρων της § 7. Το ‘’υπέρτατο έννομο αγαθό’’ του ωραρίου, είναι μάλλον από τους λίγους θεσμούς του ‘’common law’’ στο δικαιϊκό μας σύστημα, μια και δεν αναφέρεται σε κανένα γραπτό κανόνα δικαίου, από τα λίγα που γνωρίζω, αλλά μόνο σε αποφάσεις συνδικαλιστικών οργάνων και εφαρμόζεται απαρεγκλίτως. Πρώτη πρότασή μου επομένως είναι η θεσμοθέτηση του ωραρίου των γραμματέων ως λόγου αναβολής σε συνδυασμό με τον νομοθετικό καθορισμό του ωραρίου αυτού. Εκφράζω βέβαια εδώ την απορία μου γιατί κανένας παράγων του δημοσίου προνομοθετικού διαλόγου δεν έχει θέσει ποτέ θέμα νομοθέτησης του ωραρίου και, άπαγε της βλασφημίας, υποψιάζομαι ότι έτσι βολεύονται όλοι και μπορούν να ‘’πυροβολούν’’ τους οκνηρούς και φυγόπονους δικαστές και εισαγγελείς, όπως και τους αξίζει, αφού αρνησιδικούν. Δεύτερη πρότασή μου η νομοθετική οριοθέτηση της δικηγορικής αποχής και των επιπτώσεών της. Ευστάθιος Κων. Βεργώνης Εισαγγελεύς Πρωτοδικών