• Σχόλιο του χρήστη 'Τάσος Σταυρουλάκης' | 13 Νοεμβρίου 2022, 22:40

    Θα πρέπει να γίνουν στο ν/σ αλλαγές που θα καθιστούν τους όρους επιλογής υποψηφίων και λειτουργίας της Σχολής λιγότερο ευνοϊκούς για τη συνεχιζόμενη υποστελέχωση περιφερειακών και δη κατώτερων δικαστηρίων. Οι αλλαγές που προτείνονται συνίστανται στα εξής: 1.Η επιλογή των υποψηφίων θα πρέπει να γίνεται για συγκεκριμένο δικαστήριο. 2.Η εκπαίδευση θα πρέπει να γίνεται εξ αποστάσεως. 3.Η πρακτική άσκηση θα πρέπει να γίνεται στο δικαστήριο για το οποίο έχει εξαρχής επιλεγεί για να υπηρετήσει ο/η υποψήφιος/α. 4.Η πρακτική άσκηση θα πρέπει να γίνεται παράλληλα (και όχι διαδοχικά) με τη θεωρητική κατάρτιση. Αν η επιλογή των εκπαιδευομένων δεν γίνει από την αρχή για συγκεκριμένη θέση, μπορεί μεταξύ όσων επελέγησαν να μην βρίσκονται ενδιαφερόμενοι/ες για περιφερειακά και δη κατώτερα δικαστήρια. Αν στο τέλος διοριστούν σε αυτά, θα κάνουν υπομονή δύο χρόνια και στη συνέχεια θα πάρουν μετάθεση. Θα πρέπει η διάρκεια της υποχρεωτικής υπηρέτησης στην υπηρεσία διορισμού να αυξηθεί από δύο (2) σε επτά (7) έτη, με δυνατότητα μόνο αμοιβαίας μετάθεσης μετά τα δύο έτη και μόνο με υπάλληλο με υπηρεσιακή ηλικία μικρότερη των δεκαπέντε (15) ετών. Εξάλλου, τα προγράμματα σπουδών θα είναι εξειδικευμένα ανάλογα με τη θέση που πρόκειται να πληρώσει ο/η υπάλληλος. Δεν υπάρχει λόγος να καταρτίζονται σε θέματα ποινικής δικονομίας όσοι/ες επελέγησαν να υπηρετήσουν σε Ειρηνοδικεία, που είναι πολιτικά δικαστήρια. Προκειμένου να μην αποθαρρύνονται στο να θέσουν υποψηφιότητα ενδιαφερόμενοι/ες από την περιφέρεια, μπορεί η εκπαίδευση να γίνεται εξ αποστάσεως. H πολύτιμη εμπειρία του ΕΑΠ και, στη διάρκεια της πανδημίας, όλων των άλλων ανωτάτων ιδρυμάτων, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Η φυσική παρουσία μπορεί να απαιτείται (όπως στις σπουδές στο ΕΑΠ) σε ομαδικές συμβουλευτικές συναντήσεις και στις τελικές εξετάσεις. Όταν σήμερα προετοιμάζεται η διεξαγωγή ηλεκτρονικών δικών, μοιάζει εξωπραγματικό να απαιτείται φυσική παρουσία συνολικά για τη φοίτηση στα προγράμματα κατάρτισης υποψηφίων δικαστικών υπαλλήλων. Η πρακτική άσκηση θα πρέπει γίνεται στην υπηρεσία για την οποία έχει εξαρχής επιλεγεί ο/η καταρτιζόμενος/η και να γίνεται παράλληλα με τη θεωρητική κατάρτιση. Έτσι, η θεωρητική κατάρτιση και η πρακτική άσκηση δεν θα είναι αποκομμένες, κάτι το οποίο θα επιτρέπει ανατροφοδοτήσεις μεταξύ των δύο (παράλληλων) σταδίων, ενώ θα επιτυγχάνεται ομαλή ένταξη των εκπαιδευομένων στις θέσεις για τις οποίες προορίζονται.