• Σχόλιο του χρήστη 'ΝΑΤΑΛΙΑ ΧΡ. ΓΡΕΒΙΑ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΑΡΤΑΣ' | 20 Δεκεμβρίου 2011, 13:54

    Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται από τον νομοθέτη συχνές παρεμβάσεις, αποσπασματικές και περιστασιακές ρυθμίσεις με μοναδικό στόχο να δώσουν λύση στην υπερβολική καθυστέρηση της απονομής της δικαιοσύνης. Κύρια αφορμή, μπορεί να πει κανείς και αιτία, είναι οι συχνές καταδίκες της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Τα νομοσχέδια που έγιναν νόμοι του κράτους είχαν και όχι πάντα κατ’ ευφημισμό, συνήθως τον τίτλο της επιτάχυνσης ή του εξορθολογισμού. Άλλωστε ο στόχος ήταν και είναι η επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης και ο τίτλος ταίριαζε. Τον τελευταίο μήνα περιμέναμε το νέο πολυνομοσχέδιο με τον ίδιο στόχο. Αντ΄ αυτού είδαμε να τιτλοφορείται ως σχέδιο νόμου «για τη δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας». Έτσι θα πίστευε κανείς ότι το πλαίσιο των διατάξεων θα κατευθύνεται σε αποτελεσματική δικαστική προστασία που θα προασπίζει τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα. Με απλή ανάγνωση των 114 άρθρων του νομοσχεδίου διαπιστώνουμε και πάλι αποσπασματικές ρυθμίσεις που φιλοδοξούν να συμβάλουν στην επιτάχυνση, ταυτόχρονα όμως φαίνεται να υποβαθμίζεται η ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων. Η δίκη γίνεται δίκαια όταν διεξάγεται με όλες τις δικονομικές εγγυήσεις, οι οποίες εγγυώνται τόσο τη προάσπιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου όσο και τη προστασία της κοινωνίας. Την καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων την προσδιορίζει ο χαρακτήρας της πράξης από τον Ποινικό Κώδικα σε κακούργημα, πλημμέλημα και πταίσμα. Έτσι μέχρι σήμερα τα πταίσματα δικάζονται από έναν πταισματοδίκη, τα πλημμελήματα ανάλογα με τη σοβαρότητα από μονομελή ή τριμελή σύνθεση, ενώ τα κακουργήματα πάντα από πολυμελή σύνθεση. Προβληματισμός υπήρξε ήδη με τον ν. 3160/2003 και τη διεύρυνση της υλικής αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημ/κείου διότι η δικαστική κρίση που παρέχει τα εχέγγυα ορθής και δίκαιης κρίσης είναι αυτή του πολυπρόσωπου δικαστηρίου. Με την ως άνω τροποποίηση αναπτύχθηκε γόνιμος διάλογος που αφορά δύο ακόμα λόγους, την παράκαμψη της διενέργειας προανάκρισης ή προκαταρτικής εξέτασης και τη μη δυνατότητα του κατηγορουμένου να ασκήσει προσφυγή κατά του κλητηρίου θεσπίσματος. Μεγαλύτερη διεύρυνση θεματικής του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου υπήρξε στη συνέχεια με τον ν. 3346/2005 και τότε διατυπώθηκαν λιγότερες αντιρρήσεις, ενώ τέλος με την διεύρυνση του ν. 3904/2010 δεν διατυπώθηκαν αντιρρήσεις προς τη μη ορθότητά του, αντίθετα υπήρξαν αντιρρήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση, ζητήθηκε μεγαλύτερη διεύρυνση ώστε σε δεύτερο βαθμό να μεταβιβάζονται οι υποθέσεις στο Τριμελές Πλημ/κείο και όχι στο Εφετείο με στόχο την αποσυμφόρηση των ποινικών Εφετείων. Τόσο το έτος 2003, όσο και το 2005 ακόμα και πρόσφατα το έτος 2010, που εμπεδώθηκε στη νομική σκέψη, ότι η εκδίκαση ακόμα και σοβαρών πλημμελημάτων μπορεί να γίνει από μονομελή σύνθεση, δε μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι ο νομοθέτης θα κατέληγε στην αμφιλεγόμενη και οριακά ανασφαλή καθιέρωση του .... Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων!!! Η «δίκαιη δίκη» προϋποθέτει και απαιτεί την ύπαρξη ρυθμίσεων που να διασφαλίζουν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, απαιτεί επίσης από τα όργανα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης να παρέχουν τα εχέγγυα ασφαλούς και δίκαιης κρίσης. Ασφαλή και δίκαιη κρίση υπάρχει όταν σε μία ποινική δίκη με τη συμμετοχή των λειτουργών της δικαιοσύνης παρουσιάζεται ολόκληρο το πραγματικό μέρος της υπόθεσης, ελέγχεται κάθε πτυχή του πραγματικού και του νομικού μέρους, εντοπίζονται οι αντιφάσεις στα αποδεικτικά στοιχεία, ακούγεται η γνώμη του εισαγγελέα και των συνηγόρων και στη συνέχεια πραγματοποιείται ουσιαστική διάσκεψη και τέλος εκδίδεται η απόφαση. Με την ίδρυση Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε: Α) στην ανάληψη ευθύνης από έναν μόνο δικαστή που πρέπει να κρίνει περί ενοχής και επί ποινής σε αδίκημα που επισύρει ποινές καθείρξεως. Η αιτιολογική έκθεση αναφέρει, ως δικαιολογητικό λόγο, την τόνωση ευθύνης του δικαστή, παραγνωρίζει όμως ότι όσο ψύχραιμος και αν είναι ο δικαστής, όσο έμπειρος και αν είναι, μπορεί να σφάλει, μπορεί αφενός μεν να μην εγκολπωθεί το ειδικό βάρος της στιγμής και ενώ πρέπει να αχθεί σε καταδικαστική απόφαση να «απαλλάξει», ενώ από την άλλη από υπέρμετρο φόβο ευθύνης να αχθεί σε καταδικαστική απόφαση ενώ πρέπει να «απαλλάξει». Σε άλλες εποχές οδηγεί η άποψη της αιτιολογικής ότι η προτεινόμενη ρύθμιση δεν αγγίζει τις όποιες επιφυλάξεις διατυπώθηκαν κατά καιρούς για τις μονομελείς συνθέσεις, καθώς το κακούργημα θα δικαστεί από έμπειρο δικαστή με πολύχρονη πείρα. Όση πείρα και αν έχει ένας δικαστής παραμένει «ένας». Απαιτούμε από το δικαστή, να είναι ψύχραιμος, δίκαιος, νομικά καταρτισμένος, γιατί να στερήσουμε και στο δικαστή το δικαίωμα της «διάσκεψης», να ακούσει, να συσκεφθεί, να εντοπίσει και να συναποφασίσει με άλλους δύο επίσης έμπειρους δικαστές με επίσης πολύχρονη πείρα. Β) στο επικίνδυνο και εξωθεσμικό φαινόμενο της άτυπης διάσκεψης και έκδοσης απόφασης μεταξύ Εισαγγελέα και Δικαστή, όπως συμβαίνει στο Μονομελές Πλημ/κείο, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας μεταξύ Εισαγγελέα και διαδίκων, φαινόμενο που δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει καταπολεμηθεί. Γ) στην αναιτιολόγητη έκδοση απόφασης σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση. Είναι γνωστό ότι οι δικαστές που δικάζουν ποινικές υποθέσεις είναι κατά κανόνα δικαστές ερμηνείας και εφαρμογής του αστικού δικαίου, με αποτέλεσμα, συχνά να έχουν «ευήκοον ους» στις εισαγγελικές προτάσεις. Δ) στο επικίνδυνο και ολισθηρό ενδεχόμενο να «κρέμεται» η ζωή ενός ανθρώπου από την απόφαση ενός άλλου «μόνου» ανθρώπου. Ποινές καθείρξεως 5 έως 20 ετών είναι «ζήτημα ζωής» για οποιονδήποτε που θα καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου και ακόμα περισσότερο για κάποιον αθώο. Η εξαίρεση ότι το μονομελές δικάζει αδικήματα, …εκτός από αυτά που επιφέρουν ισόβια κάθειρξη, δεν αρκεί να δικαιολογήσει την επικινδυνότητα της ρύθμισης που ενισχύει την ανασφάλεια του δικαίου. Ε) Η δικαστική πλάνη. Αυτονόητο είναι για την αποφυγή της, χρήσιμη και απαραίτητη είναι η έκδοση απόφασης από περισσότερους, του ενός, έμπειρους δικαστές. Στο αντιφατικό τίτλο «για τη δίκαιη δίκη και την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας» δε μπορεί να αφεθεί ασχολίαστο το εξής: Έχουμε ρυθμίσεις δήθεν δίκαιες όπως αυτή του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων, του περιορισμού των δικαιωμάτων εμφάνισης των διαδίκων στα συμβούλια, επιβολή υψηλών παραβόλων με την αιτιολογία ότι οι δικαστές κρίνουν δίκαια και δε χρειάζεται να μεσολαβούν πολλά στάδια και να απασχολούνται για την ίδια υπόθεση πολλοί δικαστικοί λειτουργοί. Θα μπορούσε να γίνει δεκτό αν στο ίδιο σχέδιο δεν συνέχιζε ο τίτλος για την αντιμετώπιση φαινομένων αρνησιδικίας. Στο άρθρο 23 του ΚΠοινΔ προστίθεται παράγραφος 5 που ορίζει «Όταν συντρέχει λόγος αποκλεισμού ή εξαίρεσης ή σοβαροί λόγοι ευπρέπειας, η δήλωση αποχής πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να στηρίζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Ο δικαστικός λειτουργός ελέγχεται πειθαρχικά, αν δηλώσει αποχή από φυγοπονία ή από έλλειψη σθένους». Δέχεται το νομοσχέδιο ότι έχουμε δικαστές χωρίς σθένος και που φυγοπονούν. Αιδώ, απορία και αμηχανία προκαλεί η συμπλήρωση του άρθρου με τον τρόπο αυτό, προσβάλει κατεξοχήν τους δικαστές και συνιστά πρόκληση για την κοινωνία. Πως θα μπορέσουμε να αντλήσουμε ένα σοβαρό επιχείρημα να πείσουμε αυτόν που θα καθίσει στο εδώλιο να δικαστεί για κακούργημα ότι « θα δικαστεί από έναν, που μπορεί να τύχει να είναι φυγόπονος και χωρίς σθένος»; Καταλήγοντας, τον προηγούμενο αιώνα, είχαμε τον Ποινικό Νόμο, που προέβλεπε, θανατική ποινή, ισόβια δεσμά, πρόσκαιρα δεσμά (10-20 έτη), ειρκτή (5-10 έτη) και φυλάκιση. Είχαμε όμως πολυμελείς συνθέσεις. Στον αιώνα μας δεν έχουμε δεσμά, είναι όμως πρόοδος η επιβολή καθείρξεως από έναν και μόνο δικαστή; Μπορεί η κοινωνία να δεχτεί «Εις ειρκτήν …εξ ενός»