• Άρθρο 94 Κρίνεται μη ορθή η ρύθμιση για κατ’ εκλογή προαγωγή στους υπόλοιπους- πλην των ανωτάτων - βαθμούς, διότι θα υπάρχει κίνδυνος δημιουργίας σχέσεων αλληλεξάρτησης ανώτερων και κατώτερων δικαστικών λειτουργών, ενώ, άλλωστε το κριτήριο ποιοι είναι οι αξιότεροι είναι λίαν υποκειμενικό και εξαρτάται και από την προσωπική αντίληψη των μελών του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, που αποφασίζει τις προαγωγές, όπως προβλέπεται στην προτεινόμενη διάταξη, καθώς και του επιθεωρητή. Άλλωστε, είναι αδύνατον να υπάρξει αξιολόγηση της εξαιρετικής ικανότητας των δικαστών, αφού αυτοί υπηρετούν σε διαφορετικά δικαστήρια με διαφορετικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά δυσκολίας ή και σε διαφορετικά τμήματα με άλλο βαθμό δυσκολίας ή λόγω αρχαιότητας χρεώνονται εξ ορισμού δυσκολότερες υποθέσεις οι οποίες και απαιτούν περισσότερο χρόνο για την έκδοση απόφασης. Άλλωστε, υπό το ισχύον καθεστώς προαγωγών, δικαστές , οι οποίοι για οποιοδήποτε λόγο ασκούν πλημμελώς τα καθήκοντα τους ή θεωρούνται ανεπαρκείς (δεν αφορά αυτό την πλειοψηφία των δικαστικών λειτουργών), κρίνονται μη προακτέοι. Παρ. 9 Η διάταξη της παρ. 9 σύμφωνα με την οποία δεν κρίνεται προακτέος δικαστικός λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης στη δημοσίευση και θεώρηση των αποφάσεων είναι ασαφής διότι δεν προσδιορίζει το χρονικό διάστημα, εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα οι ανωτέρω ενέργειες, προκειμένου ο δικαστικός λειτουργός να κριθεί ως μη προακτέος. Επίσης, η περιοριστική αναφορά των λόγων για τους οποίους δικαστικός λειτουργός κρίνεται ως μη προακτέος, δεν παρέχει στο οικείο δικαστικό συμβούλιο τη διακριτική ευχέρεια να εκτιμήσει συνολικά την υπηρεσιακή απόδοση του δικαστικού λειτουργού (π.χ. η δημοσίευση μεγάλου αριθμού αποφάσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα, λ.χ. μικρότερο του τετραμήνου, θα πρέπει να συνεκτιμάται σε περίπτωση καθυστέρησης στη θεώρηση των αποφάσεων). Επίσης, δε λαμβάνει υπόψη ειδικούς λόγους, που μπορεί να προκαλέσουν την καθυστέρηση της δημοσίευσης δικαστικών αποφάσεων (π.χ. έγκαιρη παράδοση των σχεδίων αποφάσεων και δικογραφιών στον πρόεδρο και καθυστέρηση του τελευταίου στη δημοσίευση της απόφασης, διενέργεια μειοψηφίας στην απόφαση_). Περαιτέρω, η προτεινόμενη ρύθμιση της περ. β’ είναι αόριστη ως προς το εύρος εφαρμογής της, καθότι δεν ορίζει εάν εφαρμόζεται στην περίπτωση αποφάσεων επί αιτήσεων αναστολής, αφού η περίπτωση β’ αναφέρεται στις περιπτώσεις «ασφαλιστικών μέτρων». Αλλά εάν θεωρηθεί ότι εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις αυτές, η πρόβλεψη υποχρέωσης δημοσίευσης της σχετικής απόφασης εντός μηνός από τη δημοσίευση της είναι υπερβολικά αυστηρή, αφού το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να αποδειχθεί μικρό, ενόψει και του συνολικού φόρτου εργασίας ενός δικαστή και της δυσκολίας της συγκεκριμένης υπόθεσης (π.χ. έρευνα δικαιοδοσίας), έστω και στο στάδιο της αίτησης αναστολής, το οποίο, όμως σε πλείστες περιπτώσεις, έχει αποδειχθεί ότι είναι και το πλέον σημαντικό (π.χ. υποθέσεις καταστημάτων, κατασχέσεων ακινήτων κλπ). Όλες οι ανωτέρω παραλείψεις, οι οποίες, σύμφωνα με την προτεινόμενη ρύθμιση, αποτελούν λόγους μη προαγωγής δικαστικού λειτουργού, θα πρέπει να συνιστούν μόνον πειθαρχικά παραπτώματα αυτού και ειδικότερα το παράπτωμα της περίπτωσης ε’ της παρ. 2 του άρθρου 107 του Κώδικα Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (αδικαιολόγητη καθυστέρηση της εκτέλεσης των υπηρεσιακών καθηκόντων). Εξάλλου, η πρόβλεψη ως λόγου μη προαγωγής δικαστικού λειτουργού της μη δημοσίευσης απόφασης εντός 6 μηνών από τη συζήτηση της υπόθεσης αντιφάσκει με τη ρύθμιση της προαναφερόμενης διάταξης της περίπτωσης ε’ της παρ. 2 του άρθρου 107 του Κώδικα Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, σύμφωνα με την οποία θεωρείται ότι συντρέχει αδικαιολόγητη καθυστέρηση της εκτέλεσης των υπηρεσιακών καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού σε περίπτωση μη δημοσίευσης της απόφασης εντός 8 μηνών από τη συζήτηση της.