• Σχόλιο του χρήστη 'Αναστασία' | 27 Δεκεμβρίου 2023, 01:06

    Οπως ήταν αναμενόμενο, τα περισσότερα σχόλια αφορούν στο άρθρο 349 ΚΠΔ. Η νομοθετική πρόβλεψη, αν και ιδαίτερα αυστηρή στη διατύπωσή της, δεν φρονώ ότι θα επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το αίτημα 2ης αναβολής στο πρόσωπο μίας εγκυμονούσας συνηγόρου, που επίκειται να γεννήσει, ή στο πρόσωπο συνηγόρου που εισήχθη στο νοσοκομείο εκτάκτως ή που πρέπει να παραστεί σε κηδεία συγγενικού ή και προσφιλούς του προσώπου ? Πέραν τούτου, ένας εκ των σχολιαστών υπαινίχθηκε τον τρόπο που μπορεί να παρακμαφθεί η σχετική διάταξη, επικαλούμενος την παρ. 4 που προβλέπει ότι η αποχή των συνηγόρων είναι λόγος αναβολής. Θα ήταν ίσως προτιμότερο να προβλεφθεί μικρός αριθμός αναβολών, π.χ. 3, με διαβάθμιση κάθε φορά της σοβαρότητας του λόγου αναβολής, ώστε να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω περιπτώσεις και ο κατηγορούμενος να έχει τη δυνατότητα να βρεί συνήγορο της αρεσκείας του. Πέραν τούτου, θα πρέπει να προβλεφθεί συγκεκριμένος χρόνος , ανάλογα με τη φύση της πράξης που δικάζεται, για να αναπτύξουν οι συνήγοροι τους νομικούς ισχυρισμούς τους καθώς και για την αγορευσή των εισαγγελέων και των συνηγόρων. Ενδεικτικά, στις πολυπρόσωπες δίκες, δεν εξυπηρετεί σε τίποτα 10 διαφορετικοί συνήγοροι, να αναπτύσσουν επί μακρόν ο καθένας με τον δικό του τρόπο τον ίδιο νομικό ισχυρισμό. Ούτε η αγόρευση καθίσταται ουσιαστικότερη και αποτελεσματικότερη επειδή είναι πολύωρη . Τα ίδια επιχειρήματα μπορούν να αναπτυχθούν με πλήρη σαφήνεια και επάρκεια και σε ορισμένο εκ των προτέρων χρόνο. Ακόμη, πρέπει να καταργηθεί η διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ, που διαωνίζει, πολλές φορές αναιτίως, την ποινική δίκη. Είναι παράδοξο να εξαφανίζεται η απόφαση με την άσκηση της εφεσης και το δευτεροβάθμιο δικασήριο να μην μπορεί να καταστήσει χειρότερη τη θέση του κατηγορούμενου. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων, όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο χορηγεί αναστολή βάσει του ποινικού μητρώου και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει καταστεί αμετάκλητη καταδίκη του κατηγορούμενου. Τότε το δικαστήριο πρέπει να διατηρήσει την αναστολή της ποινής και στη συνέχεια απαιτείται η εκ νέου ενασχόληση της Εισαγγελίας και της γραμματείας με το ζήτημα αυτό, σπαταλώνται δηλαδή εργατοώρες χωρίς ουσιαστικό λόγο. Θεωρώ ότι η διάταξη αυτή απηχεί αντιλήψεις παλαιότερων ετών, που πλέον έχουν εξαλειφθεί. Τέλος, όσον αφορά το πολύ σοβαρό πράγματι πρόβλημα των ανθρώπων που υποβάλλουν μηνύσεις από τάση δικομανίας, θα πρέπει να τηρείται αρχείο υποβολής μηνύσεων/εγκλήσεων προκειμένου να μπορούν τα δικαστικά συμβούλια, ποινικά δικαστήρια ή εισαγγελείς να διαπιστώνουν το γεγονός αυτό, το οποίο θα τίθεται υπόψη τους μετά την εκφορά της κρίσης τους. Το δε ποσό των εξόδων θα πρέπει να προσδιορίζεται σε συνάρτηση και με τον αριθμό των υποβαλλόμενων μηνύσεων. Καθώς και δεν αρκεί απλά να βεβαιώνεται αλλά θα πρέπει να υπάρξουν ειδικές ρυθμίσεις για την είσπράξή του ώστε να λειτουργήσει πράγματι αποτρεπτικά για την υποβολή και άλλων αβάσιμων εγκλήσεων/μηνύσεων. Αλλως, εναλλακτικά, θα πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη η έγκληση στην περίπτωση μη καταβολής των οφειλόμενων εξόδων και να μην ανατίθεται σε εισαγγελέα η μήνυση μέχρι την καταβολή των εξόδων αυτών.