• Σχόλιο του χρήστη 'Παύλος Ανδρεάδης-Παπαδημητρίου' | 28 Δεκεμβρίου 2023, 21:50

    Δυστυχώς, οι προτεινόμενες διατάξεις δεν θα πετύχουν τον διακηρυγμένο στόχο τους ("επιτάχυνση και ποιοτική αναβάθμιση"), αλλά αντιθέτως θα εξασφαλίσουν επιβράδυνση και ποιοτική υποβάθμιση της ποινικής διαδικασίας και πολλαπλές καταδίκες από το ΕΔΔΑ για παραβίαση θεμελιωδών διατάξεων της ΕΣΔΑ. Μόλις που χρειάζεται να επισημανθεί ότιοι προτεινόμενες διατάξεις έχουν τεθεί σε διαβούλευση χωρίς προηγουμένως να έχουν αποτελέσει αντικείμενο επεξεργασίας νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, όπως ορίζει το άρθρο 63 του ν. 4622/2019, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Επιτελικό Κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης» και αποτελεί τον δεύτερο νόμο που ψηφίστηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία που προέκυψε από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019. Το «επιτελικό κράτος», λοιπόν, επιθυμεί νομοθετήσει κατά παράβαση ακόμα και των ιδίων των κανόνων που αυτό έσπευσε να θέσει, ως πρώτο δείγμα «αριστείας». Επίσης, μόλις που χρειάζεται να επισημανθεί ότι η «συνταγή» του υπό διαβούλευση νομοθετήματος για την πολυπόθητη «επιτάχυνση» της ποινικής δίκης (αυστηροποίηση ποινών, περιορισμός ευεργετημάτων, συρρίκνωση αρμοδιότητας δικαστικών συμβουλίων και πολυμελών δικαστηρίων, εισαγωγή/αύξηση διαδικαστικών εξόδων της ποινικής δίκης, περιορισμός δυνατότητας άσκησης ενδίκων μέσων) έχει δοκιμαστεί πολλές φόρες στο παρελθόν, χωρίς ποτέ να έχει επιτύχει (βλ. ενδεικτικά ν. 3346/2005, ν. 3904/2010, και Α. Παπαδαμάκη, Πόσο αναγκαία είναι η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας; Σκέψεις με αφορμή το πρόσφατο Σχ. Νόμου για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, ΠοινΔικ2003, σελ. 668-672). Ως προς τις προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΠΚ σημειώνονται ειδικότερα (και επιλεκτικά) τα ακόλουθα: 1. Με την διάταξη του άρθρου 4 (επαναφορά της δυνατότητας επιβολής πλήρους ποινής επί απόπειρας εγκλημάτων), αφενός επαναφέρεται η αντίστοιχη διάταξη του παλαιού ΠΚ η οποία, όσον μπορεί να ελεγχθεί επιστημονικά, ΟΥΔΕΠΟΤΕ εφαρμόστηκε νομολογιακά. Περαιτέρω, η δυνατότητα επιβολής πλήρους ποινής για πράξη που περιέχει λιγότερο άδικο από το ολοκληρωμένο έγκλημα, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή έχει καθιερωθεί στο άρθρο 25 Συντ. Στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου μνημονεύεται ότι με τη διάταξη αυτή σκοπείται, μεταξύ άλλων, και η άμβλυνση ερμηνευτικών αδιεξόδων σχετικά με τον ποινικό χαρακτήρα της απόπειρας του εγκλήματος. Πρόκειται όμως για ψευδοδίλημμα, οφειλόμενο στην αποκλειστικά στη γνωστική ένδεια των συντακτών της προτεινόμενης διάταξης, αφού το ήδη ισχύον άρθρο 19 ΠΚ ορίζει ότι "Αν μια πράξη που εκδικάστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, κρίνεται με βάση τη βαρύτερη ποινή που καθορίζεται από τον νόμο γι` αυτή και όχι με βάση την τυχόν ελαφρότερη ποινή που επέβαλε ο δικαστής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84) ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο μείωσης της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83." Τέτοιος δε λόγος μείωσης της ποινής κατ' άρθρο 83 ΠΚ είναι και η απόπειρα, αφού στο άρθρο 42 γίνεται ρητή παραπομπή σε αυτό. 2. Όσα εκτέθηκαν για την προσβολή της αρχής της αναλογικότητας και για το ανωτέρω ψευδοδίλημμα, ισχύουν και για την προτεινόμενη με το άρθρο 5 δυνατότητα επιβολής πλήρους ποινής ακόμη και στον (απλό) συνεργό. 3. Η προτεινόμενη κατάργηση του υπολογισμού της χρηματικής ποινής σε ημερήσιες μονάδες είναι εσφαλμένη καθώς έτσι ο δικαστής αποστερείται της δυνατότητας να επιμετρήσει ουσιαστικά και διακριτά την ποινή αυτή με βάση αφενός τη βαρύτητα της πράξης (: πλήθος ημερησίων μονάδων) και αφετέρου την οικονομική κατάσταση του δράστη (: χρηματικό ύψος ημερήσιας μονάδας). Το σύστημα αυτό άψογα λειτουργεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. 4. Η επαναφορά της δυνατότητας μετατροπής στερητικών της ελευθερίας ποινών, σε χρηματικές, οδηγεί σε απονομή δικαιοσύνης "δύο ταχυτήτων", όπου οι έχοντες θα μπορούν, με βάση την οικονομική τους ισχύ, να αποφεύγουν την πραγματική έκτιση των ποινών. 5. Η επαναφορά της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' παλαιού ΠΚ περί "πρότερου έντιμου βίου", αντί της ισχύουσας περί "πρότερου σύννομου βίου", εξαρτά εκ νέου την αναγνώριση της εν λόγω περίστασης από μεγέθη υποκειμενικά και άσχετα με το δίκαιο και αποτελεί σαφή οπισθοδρόμηση. 6. Η εν γένει προσπάθεια αυστηροποίησης των ποινών και του πλαισίου έκτισής τους, με α) την κατάργηση της δυνατότητας περαιτέρω μείωσης του ελάχιστου ορίου ποινής επί συνδρομής πλειόνων λόγων μείωσής της, β) με την αύξηση του ορίου της πρόσκαιρης κάθειρξης, γ) με την αύξηση των ορίων της συνολικής ποινής επί συρροής εγκλημάτων, δ) με την αυστηροποίηση των προϋποθέσεων αναστολής και υφ' όρον απόλυσης, αγνοεί τα πραγματικά δεδομένα, ήτοι: α) ότι οι αυστηρότερες ποινές ελάχιστο αποτέλεσμα έχουν στην αποτροπή του εγκλήματος, σε σχέση με την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών και την αύξηση της πιθανότητας σύλληψης του δράστη, β) ότι δεν υπάρχουν υποδομές για την πραγματική έκτιση μεγαλύτερων σε διάρκεια ποινών από ακόμη περισσότερους καταδικασμένους και γ) ότι η πραγματική έκτιση ποινής από σχετικά πρωτόπειρους δράστες, είναι πιθανότερο να επιφέρει δυσμενέστερα αποτελέσματα σε σχέση με την αναστολή της. 7. Η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 28, περί τροποποίησης του άρθρου 187 παρ. 6 ΠΚ, είναι έκθετη στην ίδια επιστημονική κριτική με την ισχύουσα: όσο η χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος σε ένδικο μέσο, εξαρτάται από το τυχαίο, διαδικαστικό κριτήριο της δικονομικής συνάφειας, και όσο αυτή ενδέχεται να αποκλειστεί για αδικήματα ήσσονος σημασίας, σε σχέση με άλλα πολλαπλώς βαρύτερα, επί των οποίων η χορήγησή της είναι είτε αυτοδίκαιη είτε πάντως στην κρίση του δικαστηρίου, η διάταξη αυτή θα παραβιάζει τόσο την αρχή της αναλογικότητας, όσο και το τεκμήριο αθωότητας. 8.Η εισαγωγή του όρου "ανεξαρτήτως αξίας" στις περί δωροδοκίας/δωροληψίας διατάξεις ουδέν ερμηνευτικό ζήτημα επιλύει, σε σχέση με τον ήδη υπάρχοντα όρο "οποιοδήποτε ωφέλημα". Αντιθέτως προκαλεί προβλήματα καθώς υποδηλώνει ωφελήματα αποτιμητά σε χρήμα. 9. Η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 34 (προσθήκη άρθρου 265Α στον ΠΚ περί δήμευσης) είναι πολλαπλώς προβληματική διότι α) προβλέπεται και επί εγκλήματος αμέλειας, β) συνιστά κατ' ουσίαν γενική δήμευση, απαγορευμένη από το άρθρο 7 παρ. 3 Συντ., γ) προσδιορίζεται "με βάση τη βλάβη που προκλήθηκε", έχοντας κατ' ουσίαν "αποζημιωτικό" χαρακτήρα, ο οποίος όμως δεν προσήκει στον εν λόγω θεσμό. 10. Ο περιορισμός της έννοιας του τρίτου στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης είναι βέβαια στην ευχέρεια του νομοθέτη, όμως είναι δικαιοπολιτικά άστοχος και οδηγεί τελικά σε περιστολή της προστασίας του έννομου αγαθού της τιμής. Παράλληλα, εισάγει το ιδιαίτερο και δυσχερώς διαγνώσιμο κριτήριο της "μη προσωπικής σύνδεσης" των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων που λαμβάνουν γνώση των δυσφημιστικών ισχυρισμών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. 11. Η προτεινόμενη διεύρυνση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος του άρθρου 25 ν. 1882/1990 δεν υπηρετεί τον διακηρυγμένο (δια της αιτιολογικής έκθεσης) στόχο της αποφυγής της "οιονεί ατιμωρησίας" του καταδικασμένου σε χρηματική ποινή. Η τελευταία, σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του άρθρου 553 ΚΠΔ, εκτίεται δια της βεβαίωσής της στο δημόσιο ταμείο. Συνεπώς, περαιτέρω καταδίκη του προσώπου, σε βάρος του οποίου έχει ήδη βεβαιωθεί η χρηματική ποινή, για τον λόγο της μη καταβολής της, συνιστά διττή τιμώρηση της αυτής πράξης, απαγορευμένη πολλαπλώς από υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις. Εν κατακλείδι, οι προτεινόμενες διατάξεις —η πλήρης ανάλυση των οποίων είναι αδύνατη στο πλαίσιο του παρόντος σχολίου— αποδομούν σε βάθος τη συνοχή του ΠΚ, αντίκεινται σε θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου, που έχουν κατοχυρωθεί σε κείμενα υπερνομοθετικής ισχύος, και αποτελούν πλήγμα για το κράτος δίκαιου. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αποσυρθούν. Παύλος Ανδρεάδης-Παπαδημητρίου ΔΝ, Δικηγόρος