• Σχόλιο του χρήστη 'Παναγιώτης Καμπόλης' | 27 Φεβρουαρίου 2024, 13:59

    Σύμφωνα με το άρθ. 87 παρ. 1 του Συντάγματος: «H δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία.» Εν συνεχεία το άρθ. 89 παρ. 1 του Συντάγματος αναφέρει: «Aπαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα.» ΄Επίσης το άρθρο 92 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπει «Oι υπάλληλοι της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι μόνιμοι…» Η παρ. 4 ιδίου άρθρου: «Οι υπάλληλοι των υποθηκοφυλακείων είναι δικαστικοί υπάλληλοι. Οι συμβολαιογράφοι και οι άμισθοι φύλακες υποθηκών και μεταγραφών είναι μόνιμοι εφόσον υπάρχουν οι σχετικές υπηρεσίες ή θέσεις. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν αναλογική εφαρμογή και σε αυτούς» Η παρ. 5 ιδίου άρθρου «Oι συμβολαιογράφοι και οι άμισθοι φύλακες υποθηκών και μεταγραφών αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας τους και οι λοιποί μόλις συμπληρώσουν το όριο που προβλέπει ο νόμος.» Οριοθετούνται δηλαδή στο άρθρο 92 οι άμεσοι αρωγοί, συμπαραστάτες και συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, για τον λόγο αυτό ρυθμίζεται και η υπηρεσιακή κατάστασή τους (μεταθέσεις, όρια ηλικίας κλπ). Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κώδικα Δικηγόρων: «1. Ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός. Το λειτούργημά του αποτελεί θεμέλιο του κράτους δικαίου. 2. Περιεχόμενο του λειτουργήματος είναι η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα του σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, η παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων, όπως επίσης και η συμμετοχή του σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή.» Το άρθρο 2 ιδίου Κώδικα αναφέρει: «Ο δικηγόρος είναι συλλειτουργός της δικαιοσύνης. Η θέση του είναι θεμελιώδης, ισότιμη, ανεξάρτητη και αναγκαία για την απονομή της.» Το άρθρο 3 ιδίου Κώδικα αναφέρει: «1. Ο δικηγόρος ασκεί ελεύθερο επάγγελμα στο οποίο προέχει το στοιχείο της εμπιστοσύνης του εντολέα του προς αυτόν. 2. Για τις υπηρεσίες του αμείβεται από τον εντολέα του είτε ανά υπόθεση είτε με πάγια αμοιβή ή με μισθό. 3. Η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος δεν συνιστά εμπορική δραστηριότητα.» Το λειτούργημα που ασκεί ο δικηγόρος είναι εξίσου σημαντικό με αυτό των δικαιοδοτικών οργάνων πλην όμως άλλης φύσεως. Ρητά αναφέρει ο Κώδικας Δικηγόρων, ότι ο δικηγόρος έχει εντολείς, τους οποίους εκπροσωπεί στο δικαστήριο και κάθε αρχή, ότι η θέση του είναι θεμελιώδης πλην όμως ανεξάρτητη σε σχέση με αυτήν της δικαιοσύνης, ότι ο δικηγόρος ασκεί ελεύθερο επάγγελμα για το οποίο λαμβάνει αμοιβή. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο λειτουργημάτων, δικαστών (μετά των αναφερομένων στο άρθρο 92 αρωγών τους) και δικηγόρων είναι εν συντομία η εξής: Οι μεν οφείλουν να είναι αμερόληπτοι και ανεξάρτητοι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, χωρίς να επηρεάζονται από τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των κοινωνών, οι δε οφείλουν στο πλαίσιο του Νόμου να εκπροσωπούν και να υπερασπίζονται τα συμφέροντα των εντολέων τους. Οι μεν ευθύνονται για την παράβαση των καθηκόντων τους έναντι κάθε κοινωνού, οι δε είναι υπόλογοι μόνο έναντι των εντολέων τους. Για το λόγο αυτό δικαστικοί υπάλληλοι, συμβολαιογράφοι κλπ μπορούν να διωχθούν δυνάμει του άρθρου 259 Π.Κ. ενώ δικηγόροι όχι. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου με τις σκοπούμενες τροποποιήσεις του Α.Κ. και του Κ.Πολ.Δ. «…μεταφέρεται ύλη στους δικηγόρους η οποία μέχρι προσφάτως απασχολούσε αποκλειστικά τα δικαστήρια, χωρίς όμως να υφίσταται αντιδικία. Οι υποθέσεις αυτές βρίσκονται στο μεταίχμιο της διοικητικής λειτουργίας - με την έννοια της κρατικής πρόνοιας για ιδιωτικά συμφέροντα - και της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Λόγω του κύρους του δικηγορικού σώματος και του χαρακτήρα του δικηγόρου ως άμισθου δημόσιου λειτουργού και συλλειτουργού της δικαιοσύνης εξασφαλίζεται η ποιότητα και ασφάλεια στη μεταφορά των διαδικασιών.» Ήδη εν όψει των προκαταρκτικών παρατηρήσεων φαίνεται το σαθρό του νομικού μορφώματος που επιδιώκεται να κατασκευαστεί και οι κίνδυνοι που αυτό εγκυμονεί για την ασφάλεια των συναλλαγών. Η σαθρότητα του οικοδομήματος δεν σχετίζεται με την νομική επάρκεια των δικηγόρων, η οποία δεν αμφισβητείται, αλλά με το εξ ορισμού διαφοροποιημένο χαρακτήρα του λειτουργήματός τους σε σχέση με αυτόν των δικαιοδοτικών οργάνων και των αρωγών τους. Δεν αληθεύει ότι οι υποθέσεις που αφορούν στην μεταφερόμενη ύλη ευρίσκονται «στο μεταίχμιο της διοικητικής λειτουργίας - με την έννοια της κρατικής πρόνοιας για ιδιωτικά συμφέροντα - και της δικαιοδοτικής λειτουργίας» και ότι «δεν υφίσταται αντιδικία». Η μη ύπαρξη αντιδικίας οφείλεται ακριβώς στο γεγονός, ότι -ειδικά για την έκδοσή του κληρονομητηρίου και της απόφασης για εγγραφή προσημείωσης- η έννομη τάξη έχει εμπιστοσύνη, ότι για την υπόθεση επιλαμβάνονται αμερόληπτοι δικαστές, οι οποίοι προλαμβάνουν την εκδήλωση διενέξεων μεταξύ των κοινωνών. Ειδικότερα: Κατά το άρθρο 6 του νομοσχεδίου «Το πιστοποιητικό για το κληρονομικό δικαίωμα (κληρονομητήριο) χορηγείται μετά από πράξη δικηγόρου. Αποκτά λοιπόν για πρώτη φορά ο δικηγόρος το δικαίωμα έκδοσης δημοσίου εγγράφου που παρέχει πλήρη απόδειξη για το περιεχόμενό του; Θα λάβει και την στρογγυλή σφραγίδα; Μόνη «ποινή» του για μη έκδοση αν αρνείται (δηλαδή για παράβαση του καθήκοντός του αυτού) η επιλογή του επόμενου δικηγόρου στον κατάλογο. Το άρθρο 10 αναφέρει ότι «ο αρμόδιος δικηγόρος για την έκδοση μπορεί να αξιολογήσει και κάθε άλλο προσκομισθέν έγγραφο», το άρθρο 11 ότι «Ο αρμόδιος να εκδώσει το κληρονομητήριο έχει δικαίωμα να ερευνήσει με κάθε τρόπο για να εξακριβώσει τις δηλώσεις εκείνου που ζητεί το κληρονομητήριο και ιδίως να ζητήσει να δημοσιευθεί η αίτηση, καθορίζοντας και τον τρόπο δημοσίευσής της.» και το άρθρο 13 ότι «Το κληρονομητήριο παρέχεται μόνον αν κριθεί ότι έχουν αποδειχτεί όσα αναφέρονται στην αίτηση.» Απονέμονται δηλαδή στον δικηγόρο ευρείες δικαιοδοτικές αρμοδιότητες και αποκτά το προνόμιο της έρευνας, εξακρίβωσης, κρίσης και αξιολόγησης των στοιχείων, προνόμιο μόνο των δικαστών, δυνατότητα που μέχρι σήμερα δεν έχει κανείς άλλος συλλειτουργός της δικαιοσύνης και μάλιστα χωρίς τις εγγυήσεις αμεροληψίας των δικαστών. Αφού λοιπόν υπεισέρχεται το στοιχείο της δικανικής κρίσης δεν αποτελεί η έκδοση κληρονομητηρίου ακριβώς «διοικητική λειτουργία», ούτε και είναι άμοιρη αντιδικιών και ενδεχομένων καταχρήσεων και παρανομιών. Κατά καιρούς έχει απασχοληθεί η δημοσιότητα με εγκληματικές οργανώσεις, που περιλαμβάνουν ακόμα και επίορκους δικηγόρους και συμβολαιογράφους, οι οποίες αναζητούν άτεκνους και γενικά άκληρους με μεγάλες περιουσίες και κατασκευάζουν στοιχεία προκειμένου να επιτύχουν την κληρονομία και εν συνεχεία την εκποίησή της. Το δικαστικά εκδιδόμενο κληρονομητήριο αποτελεί ένα ανάχωμα σε τέτοιες εγκληματικές ενέργειες. Για τον λόγο αυτό και πολλοί συναλλασσόμενοι δεν αρκούνται σε απλή συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομίας ως τίτλο για να αποκτήσουν κληρονομικό ακίνητο, καθώς επίσης και πολλά πιστωτικά ιδρύματα ζητούν κληρονομητήριο για να αποδώσουν στοιχεία της κληρονομίας εις χείρας τους. Με την σκοπούμενη διάταξη, ειδικά εν όψει του άρθρου 1963 Αστικού Κώδικα (το οποίο δεν αναθεωρείται) που καθιερώνει τεκμήριο ορθότητας και δημόσια πίστη του κληρονομητηρίου (προφανώς λόγω της έκδοσής του από δικαστή), ώστε κάθε δικαιοπραξία διάθεσης της κληρονομίας από τον φερόμενο ως κληρονόμο προς καλόπιστο τρίτο να καθίσταται απρόσβλητη ακόμα και έναντι του πραγματικού κληρονόμου, οποιοσδήποτε αντιλαμβάνεται, ότι ανοίγουν οι πύλες για την οριστική και αμετάκλητη υφαρπαγή περιουσιών σε βάρος των πραγματικών κληρονόμων ή περιουσιών που θα είχαν κληρονόμο στην τελευταία τάξη το Δημόσιο, άρα με βλάβη του Δημοσίου. Σημειωτέον δε, ότι καλύπτονται και χαριστικές δικαιοπραξίες διάθεσης, όχι μόνο εξ επαχθούς αιτίας. Δηλαδή η δημόσια πίστη του κληρονομητηρίου είναι ευρύτερη και από αυτήν του κτηματολογίου. Τέλος το ενδεχόμενο απαίτησης «γρηγορόσημου» από κάποιους από τους επιλαμβανόμενους δικηγόρους ή εκβιαστικών και παρελκυστικών πρακτικών από αυτούς δεν είναι απίθανο. Δημιουργείται λοιπόν ένα υβρίδιο «ιδιώτη δικαστή», ο οποίος απολαμβάνει ορισμένων προνομίων που προσιδιάζουν σε δικαστικό λειτουργό χωρίς όμως να έχει τους περιορισμούς και τις εγγυήσεις που συνεπάγονται τα προνόμια αυτά. Το αντίθετο συνεχίζει να είναι ανεύθυνος ενώ η αμοιβή του θα προσδιορίζεται από την αγορά και όχι από τον Νόμο.