• Σχόλιο του χρήστη 'Σίμος Ι. Σαμαράς' | 5 Μαρτίου 2012, 00:47

    Στη σχολιαζόμενη ρύθμιση επιχειρείται να συγκεντρωθούν οι τρόποι λύσης της εταιρίας. Υποτίθεται η ρύθμιση αποσκοπεί να είναι πλήρης και να λαμβάνει υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα. Κάθε άλλο, όμως, παρά ανταποκρίνεται στην αποστολή της. Πέρα από τον προβληματικό αποκλεισμό του θανάτου, της πτώχευσης και της δικαστικής συμπαράστασης εταίρου ως λόγων λύσης, ιδιαίτερο πρόβλημα αναφύεται σε σχέση με τη λύση της εταιρίας λόγω καταγγελίας. Με τα μέχρι σήμερα ισχύοντα η καταγγελία μπορεί να είναι έκτακτη με την επίκληση σπουδαίου λόγου σε κάθε περίπτωση και τακτική, αν πρόκειται για εταιρία αορίστου χρόνου ή επιτρέπεται από την εταιρική σύμβαση, κατ’ άρθ. 766 & 767 Αστικού Κώδικα (ᾼΚ). Από τις μορφές αυτές η τακτική καταγγελία απουσιάζει τελείως από τη ρύθμιση. Έτσι, στην εταιρία αορίστου χρόνου είτε πρέπει να δεχθούμε ότι η σχολιαζόμενη ρύθμιση δεν είναι αποκλειστική, παρά το γράμμα της, και να εφαρμόσουμε το άρθ. 767 ΑΚ, είτε να αναγκάσουμε τον εταίρο που άλλως δεν μπορεί να αποχωρήσει να προκαλέσει ο ίδιος το σπουδαίο λόγο για να καταγγείλει τη σύμβαση. Ως προς την έκτακτη καταγγελία για σπουδαίο λόγο, υποτίθεται ότι η ρύθμιση προσπαθεί να επιλύσει τη διαφορά θεωρίας και νομολογίας ως προς τα αποτελέσματά της όταν απουσιάζει ο σπουδαίος λόγος. Αντ’ αυτού δημιουργεί άλλο πρόβλημα. Όπως γίνεται δεκτό από θεωρία και νομολογία, όταν συντρέχει ο σπουδαίος λόγος, η έκτακτη καταγγελία επιφέρει αμέσως τα έννομα αποτελέσματά της, ενώ όταν δεν συντρέχει, αν μεν πρόκειται για εταιρία αορίστου χρόνου, γεννάται ευθύνη του καταγγέλοντος προς αποκατάσταση της αντίστοιχης ζημίας, ενώ αν πρόκειται για εταιρία ορισμένου χρόνου, η μεν θεωρία δέχεται ορθά την καταγγελία της εταιρίας ως άκυρη, η δε νομολογία εφαρμόζει ό,τι και στην εταιρία αορίστου χρόνου. Συνεπώς το ερμηνευτικό πρόβλημα αφορά μόνο την καταγγελία της εταιρίας ορισμένου χρόνου και εντοπίζεται στη στάση της νομολογίας που, αποκλίνοντας από το γράμμα του νόμου, χάριν βεβαιότητας καταστάσεων, κηρύσσει σε κάθε περίπτωση έγκυρη την καταγγελία. Αντί, λοιπόν, ο νομοθέτης να επιλέξει έστω μία από τις δύο λύσεις και μόνο ως προς το αναφυόμενο πρόβλημα, το επεκτείνει σε κάθε περίπτωση και προκρίνει τρίτη λύση που περισσότερη περιπλέκει παρά λύνει την κατάσταση. Έτσι, στην περίπτωση που ορθώς επιθυμεί ορισμένος εταίρος να καταγγείλει την εταιρία για σπουδαίο λόγο που εντοπίζεται στο πταίσμα άλλου εταίρου, είναι υποχρεωμένος να κινήσει διαδικασία ανάλογη με τον αποκλεισμό και να ανεχθεί μέχρι την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης την αντιεταιρική συμπεριφορά. Με τον τρόπο αυτό η αβεβαιότητα επιτείνεται, όταν δε η παράνομη συμπεριφορά είναι ιδιαιτέρως επιβλαβής για την εταιρία, δημιουργείται κλίμα καταστροφικό για την εταιρία σε βαθμό που καθιστά την καταγγελία μέσω δικαστικής διάπλασης αλυσιτελή. Επιπλέον, μετατρέπεται εσφαλμένα και αδικαιολόγητα μια γνήσια ιδιωτική διαφορά σε υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας. Ενόψει των παραπάνω η προτεινόμενη ρύθμιση αποδεικνύεται εσφαλμένη και σαφώς χειρότερη από την ισχύουσα, με αποτέλεσμα να μη βρίσκει έρεισμα η εισαγωγή της. ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com