Αρχική ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «Παρεμβάσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και...»Άρθρο 51 Προσφυγή του Εισαγγελέα Εφετών επί διάταξης επιβολής περιοριστικών όρων – Τροποποίηση άρθρου 290 Κώδικα Ποινικής ΔικονομίαςΣχόλιο του χρήστη Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων | 27 Απριλίου 2025, 20:02
Πρόκειται για μια νομοθετική πρωτοβουλία που εκκινά από την πίεση συγκεκριμένης υπόθεσης που απασχόλησε τα μέσα ενημέρωσης. Αρχικά παρατηρείται ότι η νέα ρύθμιση εντάσσεται σε ένα άρθρο (290 ΚΠΔ) που ρυθμίζει διαφορετικό ζήτημα, εκείνο της άμυνας του κατηγορουμένου σε μέτρα δικονομικού καταναγκασμού που ελήφθησαν σε βάρος του, χωρίς μάλιστα να μεταβληθεί ούτε και ο τίτλος του άρθρου αυτού («προσφυγή του κρατουμένου»). Η νέα ρύθμιση και η αναγνώριση στον εισαγγελέα εφετών δικαιώματος άσκησης προσφυγής κατά της διάταξης επιβολής περιοριστικών όρων επιχειρείται κατά την Αιτιολογική Έκθεση του νομοσχεδίου να θεμελιωθεί στην κατ’ άρθρο 32 ΚΠΔ ανώτατη εποπτεία του ανακριτικού έργου από τον εισαγγελέα εφετών. Η θεμελίωση αυτή είναι εσφαλμένη και βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τον ρόλο του εισαγγελέα εφετών στην ανακριτική διαδικασία, παραβλέποντας ότι κατά την ρητή αναφορά της Αιτιολογικής Έκθεσης του νέου ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) η παρέμβαση του εισαγγελέα εφετών στο ανακριτικό έργο «περιορίζεται σε γενικές κατευθύνσεις σχετικές με την οργάνωση του ανακριτικού έργου και τη λειτουργία του ανακριτικού γραφείου… οποιαδήποτε παρέμβαση του εισαγγελέα εφετών που αφορά σε συγκεκριμένη υπόθεση … βρίσκεται εκτός του πνεύματος της διάταξης του άρθρου 32...». Εκείνο που θα μπορούσε να νομιμοποιήσει τον εισαγγελέα εφετών στην άσκηση προσφυγής, κατά την προτεινόμενη διάταξη, είναι η ιδιαίτερη θέση στην ποινική διαδικασία του εισαγγελέα, ο οποίος, ενεργώντας ως εκπρόσωπος της πολιτείας και όχι ως διάδικος, συμβάλλει στην επίτευξη της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Μία τέτοια προσέγγιση του ζητήματος, όμως, θα έπρεπε να οδηγήσει σε αναγνώριση του δικαιώματος προσφυγής όχι μόνο όταν ζητείται η λήψη αυστηρότερου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, αλλά και όταν ο εισαγγελέας εφετών αμφισβητεί, υπέρ του κατηγορουμένου, την ορθότητα της έκδοσης διάταξης επιβολής περιοριστικών όρων ή του εντάλματος προσωρινής κράτησης, ζητώντας την άρση ή αντικατάστασή τους, ανεξάρτητα από το παράλληλο δικαίωμα του κατηγορουμένου να ασκήσει αντίστοιχη προσφυγή. Η προτεινόμενη διάταξη φανερώνει μία περαιτέρω αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας και πρόταξη της στέρησης της ελευθερίας, που τείνει να μετατραπεί σε κανόνα, συνεχίζοντας την επιλογή της σταδιακής επαναφοράς του θεσμού της προφυλάκισης Παράλληλα, η νέα διάταξη θα προκαλέσει σειρά ερμηνευτικών προβλημάτων, αφού μεταβάλει, μόνο για την συγκεκριμένη περίπτωση, το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστικό όργανο για τον έλεγχο των προϋποθέσεων επιβολής μέτρων δικονομικού καταναγκασμού. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αρμόδιο να επιλύσει τα σχετικά ζητήματα είναι το συμβούλιο πλημμελειοδικών, που αποφασίζει μετά από πρόταση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Η διάταξη του άρθρου 51 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου αναθέτει την έρευνα της (νεοεισαγόμενης) προσφυγής στο συμβούλιο εφετών. Τίθεται έτσι το ερώτημα αν θα είναι πλέον επιτρεπτή η κατ’ άρθρο 291 ΚΠΔ άρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης ή του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση από τον ανακριτή ή το συμβούλιο πλημμελειοδικών, με βάση νεότερα στοιχεία. Η απάντηση θα πρέπει να είναι αναμφίβολα καταφατική, ωστόσο θα πρέπει να ρυθμιστεί το ζήτημα με ρητή διάταξη. Πέρα, όμως, από το νομικό αυτό ζήτημα, αναρωτιέται κανείς πόσο πιθανό είναι στην πράξη ο ανακριτής ή το συμβούλιο εφετών να οδηγηθούν σε αντίθετη κρίση, ανατρέποντας την κρίση ανώτερου δικαστικού σχηματισμού. Τα (νομικά και πρακτικά) προβλήματα που σχετίζονται με την νέα αυτή διάταξη θα μπορούσαν να επιλυθούν (αν το Υπουργείο Δικαιοσύνης επιμείνει στην εισαγωγή της νέας αυτής ρύθμισης) με την αναγνώριση δικαιώματος του εισαγγελέα εφετών να παραγγείλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών την άσκηση προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, ώστε να μην ανακύψει ζήτημα ανομοιογένειας των σχετικών διατάξεων του ΚΠΔ και να μην ακυρωθεί στην πράξη η άσκηση των δικαιωμάτων του άρθρου 291 ΚΠΔ.