• Σχόλιο του χρήστη 'Περσεφόνη Λαμπροπουλου' | 11 Φεβρουαρίου 2013, 12:04

    Με την παρ. 2 του άρθρου 44 εισάγεται δυσμενής διάκριση εις βάρος των δικηγόρων που απασχολούνται στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ, ΝΠΔΔ και τις Ανεξάρτητες Αρχές και οι οποίοι έχουν προσληφθεί ως ειδικοί επιστήμονες έναντι εκείνων που απασχολούνται σε άλλους φορείς (Τράπεζες, ΔΕΚΟ, κλπ). Από το περιεχόμενο της διατάξεως καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για δικηγόρους που παρέχουν νομικές και όχι άλλου είδους υπηρεσίες στο φορέα της απασχόλησης. Με αυτό ως δεδομένο, η προτεινόμενη διάταξη στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με άλλες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων και δεν εξυπηρετεί τον υποτιθέμενο σκοπό της. Συγκεκριμένα βάση για την προτεινόμενη "υπαλληλοποίηση" των δικηγόρων που απασχολούνται στο Δημόσιο, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ και τις Ανεξάρτητες Αρχές αποτελεί το γεγονός ότι προσχωρούν στον Κανονισμό Λειτουργίας του εντολέα τους, υποκείμενοι σε ωράριο απασχόλησης και στην εποπτεία αρμοδίου προϊσταμένου δικηγόρου. Ωστόσο κανονισμό λειτουγίας έχουν και οι ιδιωτικοί φορείς και επιβάλουν ανάλογες υποχρεώσεις στους εκεί απασχολούμενους δικηγόρους. Η επιβαλλόμενη δια της διατάξεως υποχρεωτική αναστολήτου της άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ιδιωτικού δικαίου σχέση που συνδέει το δικηγόρο με τον εργοδότη του αλλα΄και την ίδια τη φύση και τον χαρακτήρα του δικηγορικού λειτουργήματος. Δεν νοείται παροχή δικηγορικών υπηρεσιών από δικηγόρο που τελεί σε αναστολή, δηλαδή από δικηγόρο που δεν του επιτρέπεται να παρέχει νομικές υπηρεσίες. Περαιτέρω, αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση του δικηγόρου (άρθρο 2.3 του κώδικα) να παρέχει τις υπηρεσίες του με οδηγό την συνειδήσή του και το νόμο. Εξ άλλου, κατ' άρθρο 63 του κώδικα "είναι ασυμβίβαστη προς το λειτούργημα του δικηγόρου καθε εν γένει εργασία ή απασχόληση απάδουσα στη αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία αυτού". Με την προτεινόμενη διάταξη οι απασχολούμενοι στο Δημόσιο κπλ δικηγόροι παρέχουν τις δικηγορικές τους υπηρεσίες "υποκείμενοι στην εποπτεία του από τον κανονισμό προϊσταμένου δικηγόρου". Ακόμα και εάν ήθελε υποτεθεί ότι με την διάταξη αυτή οι εν λόγω δικηγόροι δεν στερούνται την ελευθερία να παρέχουν κατά συνείδηση τις υπηρεσίες τους, η διάταξη δεν αντιμετωπίζει την πιθανότητα να μην έχει συστασθεί νομική υπηρεσία στο φορέα απασχόλησης και να μην υπάρχει προϊστάμενος δικηγόρος. Υπάρχει δηλαδή κίνδυνος να τεθούν οι απασχολούμενοι σε αυτόν δικηγόροι υπό την εποπτεία διοικητικού υπαλλήλου γεγονός που από μόνο του αποτελεί λόγο διαγραφής, κατ' άρθρο 33 του κώδικα, από τα μητρώα του οικείο Συλλόγου. Η προτεινόμενη διάταξη προκαλεί απορία σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό που εάν είναι η φυσική παρουσία του δικηγόρου στο χώρο εργασίας μπορεί να επιτευχθεί με άλλα μέσα - λιγότερο επικίνδυνα για τη φύση του λειτουργήματος του δικηγόρου. Το αυτό ισχύει σε σχέση με τον έλεγχο της απόδοσης του δικηγόρου, την οποία μόνη η φυσική παρουσία στο χώρο απασχόλησης δεν διασφάλίζει. Εάν ζητούμενο είναι η προσήκουσα παροχή δικηγορικών υπηρεσιών στους ανωτέρω φορείς, αυτή διασφαλίζεται με την συνεχή και συστηματική αξιολόγηση του έργου των δικηγόρων και όχι με μέτρα που αντιβαίνουν στη φύση και το ρόλο του δικηγόρου στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης. Η θέσπιση αναχρονιστικών ασυμβίβαστων απαγορεύσεων και περιορισμών - και δεν είναι η μοναδική περίπτωση η προτεινόμενη διάταξη - λειτουργεί εις βάρος της ποιότητας των νομικών υπηρεσιών και της προαγωγής του δικηγορικού λειτουργήματος και καταδεικνύει περιορισμένη αντίληψη όσων συμβαίνουν στην Ευρώπη και διεθνώς σε σχέση με την παροχή νομικών υπηρεσιών.