• Σχόλιο του χρήστη 'Αγαθος Σπυριδων' | 21 Ιουνίου 2010, 14:17

    1) Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατατίθεται στο αρμόδιο δικαστήριο. Ειδικά επί διαγωνισμών που εμπίπτουν στην Οδηγία 2004/18/ΕΚ και του Π.Δ60/07 οι ενδιαφερόμενοι αλλοδαποί ή ημεδαποί πρέπει να διαθέτουν δύο δικηγόρους, ένα δικηγόρο στον τόπο εγκατάστασης της επιχείρησης και ένα στην έδρα του Εφετείου και δικαστικό επιμελητή για να μπορέσουν να υποβάλλουν την αίτηση των ασφαλιστικών μέτρων στα κατά τόπους διοικητικά εφετεία, της έδρας, της αναθέτουσας αρχής. Συνεπώς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι πρέπει να επιτραπεί η αποστολή της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων  με τηλεομοιοτυπία και ακολούθως με επιστολή (άρθρο 10 παρ.3 Ν.2690/99) ή με συστημένη επιστολή (άρθρο 10 παρ.3 Ν2690/99) όπου η ημερομηνία κατάθεσης της επιστολής, να θεωρείται ημερομηνία λήξης των προθεσμιών. Διαφορετικά  επιχειρείται να βρουν δουλειά δικηγόροι και δικαστικοί επιμελητές. Είναι δε, στη δυνατότητα του κράτους μέλους να καθορίσει τον τρόπο κατάθεσης της προσφυγής σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία. Επιλέξατε διαδικασίες «αραμπά» ενώ βρισκόμαστε σε ηλεκτρονική εποχή !!! Επίσης μακάρι να κάνω λάθος αλλά οι δικαστές του Διοικητικού Εφετείου είναι ευκολότερα προσβάσιμοι  από τους τοπικούς άρχοντες (Περιφερειάρχες, Δημάρχους), σε σχέση με το ΣτΕ, με αποτέλεσμα να έχουμε πιθανότητα πιέσεων για μεταθέσεις, διευκολύνσεις κ.τ.λ. Επιχειρήματα όπως διαφορετικές νομολογίες από τα Διοικητικά Εφετεία δεν ευσταθούν διότι όλες οι αποφάσεις των Εφετείων προσβάλλονται στο ΣτΕ.   2) Η προδικαστική προσφυγή πρέπει να περιέχει ειδικώς τις νομικές και πραγματικές αιτιάσεις που δικαιολογούν του αίτημα του ενδιαφερομένου. Επίσης η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν επιτρέπεται να περιέχει διαφορετικές αιτιάσεις από τις αιτιάσεις της προδικαστικής προσφυγής. Επομένως γιατί δεν αναφέρεται, ότι και οι δύο προσφυγές, είναι ενδικοφανείς προσφυγές και απαιτούν έννομο συμφέρον και ο ενδιαφερόμενος να έχει υποστεί  ή να ενδέχεται να υποστεί βλάβη (βλέπε άρθρο 25 Ν.2690/99). Περαιτέρω υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση της αναθέτουσας αρχής και εις βάρος του ενδιαφερομένου αφού η αναθέτουσα αρχή έχει δικαίωμα είτε να μην απαντήσει είτε να συμπληρώσει την απόφαση της εκ των υστέρων κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος. Περαιτέρω εμμέσως πλην σαφώς το άρθρο 2γ της οδηγίας προβλέπει ίδιο χρονικό διάστημα για υποβολή προδικαστικής προσφυγής και ίδιο διάστημα στην αναθέτουσα αρχή για να απαντήσει κοινοποιώντας την απόφαση με τηλεομοιοτυπία.  Επομένως η Οδηγία μάλλον δεν μεταφέρεται με σωστό τρόπο την εσωτερική έννομη τάξη. Δεύτερον δίδεται αδικαιολόγητο πλεονέκτημα στις αναθέτουσες αρχές να μην απαντούν και ο ενδιαφερόμενος για την άσκηση ασφαλιστικών μέτρων να μη γνωρίζει την άποψη της αναθέτουσας αρχής, γεγονός που η Οδηγία 2007/66/ΕΚ δεν αφήνει τέτοια περιθώρια μη απάντησης.  Πιστεύω ότι ο ενδιαφερόμενος πρέπει να γνωρίζει την άποψη της αναθέτουσας αρχής, διότι μπορεί να αποτραπεί, από την αιτιολογία της αναθέτουσας αρχής, αν είναι θεμελιωμένη και να μην ασκήσει ασφαλιστικά μέτρα.  Περαιτέρω δίδεται δικαίωμα συμπληρωματικής αιτιολογίας στην αναθέτουσα αρχή για απόρριψη προδικαστικής προσφυγής, η οποία περιέρχεται στο δικαστήριο το αργότερα 6 ημέρες πριν από τη δικάσιμο.  Σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να δοθεί αντίστοιχο περιθώριο στον ενδιαφερόμενο να συμπληρώσει (αντικρούσει) με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με τους λόγους που αναφέρει η αναθέτουσα αρχή (άρθρο 1 παρ.2 Οδηγίας, μη διάκριση).  Προφανώς αν και τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να καθορίζουν τον τρόπο άσκησης της προσφυγής και της προδικαστικής προσφυγής εν τούτοις πρέπει να τηρούνται οι μίνιμουμ απαιτήσεις της Οδηγίας όπως οι ελάχιστες προθεσμίες που αφορούν άσκηση προσφυγής και την κοινοποίηση της απάντησης της αναθέτουσας αρχής επί της προδικαστικής προσφυγής (άρθρα 2α παρ.1 και 2γ Οδηγίας 2007/66/ΕΚ) και μη διάκριση (άρθρο 1 παρ.2 Οδηγίας).