• Σχόλιο του χρήστη 'GS' | 10 Ιουλίου 2010, 21:32

       1) Σε έναν διαγωνισμό, όπου η αναλογία υποψηφίων-θέσεων, στη διοικητική τουλάχιστον κατεύθυνση, ανέρχεται συνήθως σε 1:12 ή και περισσότερο, και οι διαφορές στη βαθμολογία μεταξύ των επιτυχόντων, αλλά και μεταξύ επιτυχόντων και επιλαχόντων, κυμαίνονται σε δέκατα της μονάδας, η θέσπιση προσαύξησης λόγω κατοχής μεταπτυχιακού ή διδακτορικού μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τα αποτελέσματα, καθιστώντας δευτερεύουσας σημασίας την επίδοση στη γραπτή δοκιμασία. Θεωρώ ότι η όποια προσαύξηση θα πρέπει να υπολογίζεται μετά την κατάρτιση του πίνακα των επιτυχόντων, και να είναι σε κάθε περίπτωση μικρότερη από την αναφερόμενη στο νομοσχέδιο (πχ. 0,1 για το μεταπτυχιακό και 0,3 για το διδακτορικό) να μην δε υπολογίζεται σωρευτικά. Προς διασφάλιση τέλος της διαφάνειας και του αδιάβλητου της επιλογής οι υποψήφιοι θα πρέπει να καλούνται να δηλώσουν αν κατέχουν και να υποβάλουν τα σχετικά δικαιολογητικά μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των προφορικών, οπότε και θα καταρτίζεται ο οριστικός πίνακας. Με την διάταξη του νομοσχεδίου κάποιος που έχει μεταπτυχιακό και διδακτορικό και εξεταστεί επιτυχώς σε 2 ξένες γλώσσες, μπορεί να πριμοδοτηθεί με 1 μονάδα επί του τελικού μέσου όρου!    Να σημειωθεί δε ότι τα μεταπτυχιακά μεγάλων πανεπιστημίων του εξωτερικού (πχ. στη Γερμανία ή στην Αγγλία) δεν είναι όλα εξειδικευμένα, ώστε να προκύπτει σαφώς συνάφεια με συγκεκριμένο κλάδο, χωρίς αυτό να μειώνει την αναγνωρισμένη αξία τους. 2)  Θεωρώ ότι πρέπει να θεσπιστεί ένα ποσοστό συμμετοχής των βαθμών της υποχρεωτικής ξένης γλώσσας και του θέματος  γενικής παιδείας στον μέσο όρο της γραπτής εξέτασης (πχ να συμψηφίζονται), διότι δεν είναι ορθό να έχουν την ίδια βαρύτητα με τα αμιγώς νομικά μαθήματα. Ευκταίο θα ήταν δε να καθοριστεί μία υποχρεωτική ξένη γλώσσα, ώστε όλοι οι υποψήφιοι να εξετάζονται στα ίδια θέματα  και να μπορούν οι βαθμολογηθούν με τα ίδια κριτήρια και να μην παρατηρούνται αποκλίσεις ανάλογα με την εξεταζόμενη γλώσσα.