• Σχόλιο του χρήστη 'Αντώνης Μπαλτάς' | 11 Απριλίου 2013, 14:57

    Το άρ. 1 του νομοσχεδίου εγείρει πολλά ζητήματα. Θα περιοριστώ μόνο σε ένα ζήτημα αναφορικά με την παρ. 4 περ. β΄ [ορθότερα: στοιχείο, αλλά στο κείμενο του νομοσχεδίου αναφέρεται περίπτωση] του υπό σχολιασμό άρθρου: Αναφέρεται στην διάταξη ότι "οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης (α) δεν εφαρμόζονται στα εγκλήματα των άρθρων 375, 386 και 390 του Ποινικού Κώδικα, όταν αυτά στρέφονται κατά του Ελληνικού Δημόσιου και των λοιπών νομικών προσώπων που αναφέρονται σε αυτήν". Ως προς τα άρ. 375 ["κοινή" υπεξαίρεση] και 390 ["κοινή" απιστία] του ΠΚ, τίθεται το ερώτημα για ποιον λόγο οι δράστες των εγκλημάτων που προβλέπονται στις ως άνω διατάξεις να τίθενται σε δυσμενέστερη μεταχείριση σε σχέση με τους δράστες των εγκλημάτων των άρ. 256 [απιστία σχετική με την υπηρεσία] και 258 [υπεξαίρεση στην υπηρεσία] ΠΚ. Παράδειγμα: ενώ είναι δυνατή η εφαρμογή της ευνοϊκής διάταξης για τους δημοσίους υπαλλήλους (αλλά και άλλους λειτουργούς, κατά το άρ. 263 Α ΠΚ) εάν λ.χ. τελέσουν υπεξαίρεση χρημάτων που κατέχουν λόγω της υπηρεσίας τους, να μην είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης για τον δράστη που έχει τελέσει "κοινή" κακουργηματική υπεξαίρεση εις βάρος του οποίου έχει κινηθεί η ποινική διαδικασία δυνάμει του ν. 4022/2011 και έχουν εφαρμοστεί τα μέτρα που προβλέπονται από τον ως άνω νόμο. Καταδεικνύεται, επομένως, ζήτημα άνισης μεταχείρισης, το οποίο φυσικά δεν μπορεί να ελαφρυνθεί δια αναλογικής εφαρμογής της διάταξης και στην απιστία στην υπηρεσία, αφού αυτό θα ήταν απαγορευμένη εις βάρος του κατηγορουμένου αναλογία. Επίσης σοβαρό είναι το ζήτημα της συρροής αδικημάτων: λ.χ. ο Α κατηγορείται (κατά την διαδικασία του ν. 4022/2011) για κακουργηματική απάτη, κακουργηματική πλαστογραφία [σημ.: εδώ βλέπουμε ότι μίας μορφή ικανοποίησης αξίωσης μπορεί να άρει το αξιόποινο κακουργηματικής πλαστογραφίας, εάν όμως δεν κινηθεί η διαδικασία του νομοσχεδίου η κακουργηματική ποινή παραμένει χωρίς δυνατότητα απαλλαγής!] και για ξέπλυμα χρήματος κατά τον ν. 3691/2008: Εδώ θα επιτρέπεται η εφαρμογή της παρ. 4 περ. α) του άρθρου; Η λογική της ερμηνευτικής αρχής in dubio pro mitiore οδηγεί σε καταφατικό συμπέρασμα. Τα προβλήματα όμως εφαρμογής παραμένουν.