• Σχόλιο του χρήστη 'ΓΙΩΡΓΟΣ' | 19 Ιουλίου 2010, 14:03

    Κατά την άποψη μου η προσαύξηση του τελικού βαθμού κατά 3/10 κ 5/10 για τους κατόχους μεταπτυχιακών και διδακτορικών  αντίστοιχα, προσκρούει στην αρχή της ισότητας και εισάγει αυθαίρετη διάκριση εις βάρος μια σημαντικής σε αριθμό μερίδας υποψηφίων συμμετεχόντων στον διαγωνισμό για τη Σχολή Δικαστών. Πιο συγκεκριμένα, κατά την κοινή πείρα, ο αριθμός των εισακτέων στα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών των Ελληνικών Πανεπιστημίων κάθε έτος είναι, κατά πολύ, δυσανάλογα μικρότερος  σε σχέση με όσους δηλώνουν συμμετοχή σε αυτά. Κατά συνέπεια, μόνη διέξοδος πλέον για να αποκτήσει κάποιος μεταπτυχιακό ( άρα και διδακτορικό ), είναι να συνεχίσει τις σπουδές του σε ίδρυμα του εξωτερικού. Τη δυνατότητα αυτή όμως διέθεταν πάντα, και διαθέτουν ακόμα, ( πολύ περισσότερο σε περίοδο οικονομικής κρίσης όπως η τωρινή ) μόνο οι οικονομικά εύπορες οικογένειες οι οποίες διαθέτουν την  ικανότητα να καλύψουν ένα δυσβάστακτο, για τους περισσότερους,  κόστος ζωής στο εξωτερικό, σε συνδυασμό με τα υψηλά οικονομικά ποσά στα οποία ανέρχονται τα δίδακτρα των Πανεπιστημίων του εξωτερικού, για μακρύ χρονικό διάστημα μάλιστα, από 2 έως 5 έτη τουλάχιστον ( συνυπολογιζομένου και του χρόνου απόκτησης διδακτορικού ). Κατά συνέπεια η « πριμοδότηση» των μεταπτυχιακών και διδακτορικών ευνοεί κατ’ αποτέλεσμα τους οικονομικά ισχυρότερους εις βάρος των οικονομικά ασθενέστερων, προσκρούοντας έτσι στην αρχή της ισότητας. Εξάλλου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής στις εξετάσεις αυτές, ακόμα και το 0,1 της μονάδας μπορεί τελικά να αποτελέσει τον καθοριστικό παράγοντα στην επιτυχία ή αποτυχία του κάθε υποψηφίου. Συνεπώς η προσαύξηση με 3/10 και 5/10 της μονάδας του τελικού βαθμού ουσιαστικά λειτουργεί ως ένας περιορισμός σε βάρος των υποψηφίων μη κατόχων μεταπτυχιακών και διδακτορικών, ο οποίος δεν δικαιολογείται από κανέναν λόγο δημοσίου συμφέροντος. Άλλωστε σύμφωνα με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, όποιοι όροι και περιορισμοί τίθενται αναφορικά με την πρόσβαση των Ελλήνων στην στελέχωση της δικαστικής λειτουργίας, δικαιολογούνται μόνο εφόσον είναι αναγκαίοι, κατάλληλοι και πρόσφοροι, και στηρίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια. Συναφής είναι άλλωστε και η διαπίστωση ότι για πολλούς υποψηφίους , οι οποίοι είναι άνω των 30 ετών,  είναι πλέον πρακτικά σχεδόν ανέφικτο να διεκδικήσουν την απόκτηση μεταπτυχιακού, πολύ δε μάλλον και διδακτορικού διπλώματος, εξαιτίας των αυξημένων επαγγελματικών, οικονομικών και οικογενειακών υποχρεώσεών τους. Επομένως οι υποψήφιοι αυτοί τίθενται σε δυσμενέστερη θέση έναντι άλλων υποψηφίων, ήδη κατόχων μεταπτυχιακών ή διδακτορικών. Εξάλλου, το πολύ υψηλό επίπεδο νομικής κατάρτισης που απαιτείται να διαθέτει ο υποψήφιος Δικαστικός Λειτουργός, όπως άλλωστε αυτό διαφαίνεται τόσο από το υψηλό επίπεδο δυσκολίας των γραπτών και προφορικών εξετάσεων όσο και από το τεράστιο εύρος του γνωστικού αντικειμένου της νομικής επιστήμης στο οποίο εξετάζεται σε αυτές, προκειμένου να επιτύχει στον εισαγωγικό διαγωνισμό, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση της γενικότερης κοινωνικής μόρφωσής του και ηθικής συγκρότησής του, θεωρώ ότι συνθέτουν ήδη ένα πλήρες, επαρκές και αντικειμενικό – αξιοκρατικό σύστημα αξιολόγησης της καταλληλότητας των υποψηφίων Δικαστικών Λειτουργών. Συνεπώς, η « πριμοδότηση» των μεταπτυχιακών και διδακτορικών, τα οποία αποτελούν εξειδίκευση γνώσεων σε έναν και  μόνο τομέα της νομικής επιστήμης,  δεν έχει να προσφέρει επί της ουσίας στο στάδιο αυτό της αξιολόγησης της καταλληλότητας των υποψηφίων. Συνοψίζοντας, πιστεύω ότι η κατοχή μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο στην υπηρεσιακή και μισθολογική ανέλιξη του Δικαστικού Λειτουργού, ως επιπρόσθετο δηλαδή προσόν για την μετά την αποφοίτηση από τη Σχολή Δικαστών πορεία του. Κατά τρόπο ανάλογο δε, ως επιπρόσθετο δηλαδή προσόν για την μετά την αποφοίτηση από τη Σχολή Δικαστών εξέλιξη του Δικαστικού Λειτουργού, πιστεύω ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η κατοχή δεύτερου πτυχίου ΑΕΙ, πέρα από αυτό της Νομικής, ειδικότερα στο επιστημονικό γνωστικό αντικείμενο των Πολιτικών, Οικονομικών και Κοινωνικών επιστημών, γεγονός το οποίο επίσης προσδίδει ιδιαίτερο βάρος σε έναν νομικό επιστήμονα – Δικαστικό Λειτουργό ο οποίος αντί των μεταπτυχιακών σπουδών σε έναν τομέα της νομικής επέλεξε να διευρύνει τους επιστημονικούς ορίζοντές του με την σπουδή ενός διακριτού αλλά ταυτόχρονα πολύ χρήσιμου επιστημονικού αντικειμένου.