• Σχόλιο του χρήστη 'Δρ. Φιτσιάλος Γεώργιος' | 23 Μαρτίου 2014, 19:22

    Ο υπογεγραμμένος Φιτσιάλος Γεώργιος, Διδάκτωρ Γενετιστής του Πανεπιστημίου της Nice, Sophia-Antipolis, Πραγματογνώμονας των ελληνικών Δικαστικών Αρχών σε θέματα ανίχνευσης βιολογικού υλικού, ανάλυσης και ταυτοποίησης DNA και Γενικός Διευθυντής του ευρωπαϊκού κέντρου γενετικής και ταυτοποίησης DNA, DNAlogy, του πρώτου ελληνικού, ιδιωτικού και διεθνών προδιαγραφών εργαστηρίου δικανικης γενετικής, το οποίο έχει λάβει την ανώτερη διάκριση της διακρίβωσης κατά ΕΝ ISO/ΙΕC 17025 από το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης (Ε.ΣΥ.Δ), αφού έλαβα γνώση των επικείμενων τροποποιήσεων σε σχέση με το άρθρο 200Α του Κ.Ποιν.Δ, θα ήθελα να παραθέσω ορισμένες απόψεις σχετικά με τις προτεινόμενες προσθήκες. Πρώτον, θα ήθελα να σημειώσω ότι η αναφορά αποκλειστικά σε κρατικά και πανεπιστημιακά εργαστήρια τα οποία πραγματοποιούν αναλύσεις DNA, δε λαμβάνει υπόψη της τα νέα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας, στο πλαίσιο των οποίων το δικαστικό σώμα, κατ’ επιλογή, μπορεί αναθέτει υποθέσεις οι οποίες χρήζουν ανάλυσης DNA σε εξειδικευμένους Πραγματογνώμονες, λίστα των οποίων τηρείται στα κατά τόπους Πρωτοδικεία και Εισαγγελικές Αρχές. Ο διορισμός ανεξάρτητων Πραγματογνωμόνων για τη διενέργεια αναλύσεων κρίνεται απαραίτητος ειδικά στις περιπτώσεις υποθέσεων η επίλυση των οποίων απαιτεί χρήση εξειδικευμένης τεχνολογίας και υψηλού επιστημονικού επιπέδου, σε περιπτώσεις όπου απαιτείται επανεξέταση των πειστηρίων λόγω αμφιβολιών ή ακόμα και συμπληρωματικές αναλύσεις για την ολοκλήρωση της έρευνας. Όντας ο ίδιος Δικαστικός Πραγματογνώμονας, έχω κληθεί πολλές φορές από το Πρωτοδικείο και την Εισαγγελία των Αθηνών αλλά και άλλων πόλεων της Ελλάδας, προκειμένου να διενεργήσω πραγματογνωμοσύνες αστικού και ποινικού χαρακτήρα. Θα πρέπει λοιπόν να καταστεί σαφής εντός του Κ. Ποιν. Δ., ο τρόπος με τον οποίο θα προσκομίζονται τα γενετικά προφίλ τα οποία προκύπτουν από τις αναλύσεις των διορισμένων Πραγματογνωμόνων, προκειμένου να εισαχθούν στο αρχείο δεδομένων γενετικών τύπων. Με βάση την παραπάνω παρατήρηση θα ήθελα επίσης να αναφερθώ στο διαχωρισμό μεταξύ των κρατικών/πανεπιστημιακών και των ιδιωτικών εργαστηρίων ο οποίος είναι ανυπόστατος στη νέα ελληνική, ευρωπαϊκή και διεθνή πραγματικότητα. Στα πλαίσια των Δικαστικών Υποθέσεων, το Δικαστικό Σώμα αναθέτει τις αναλύσεις γενετικού υλικού απευθείας στους Πραγματογνώμονες ως φυσικά πρόσωπα, οι οποίοι στη συνέχεια συνεργάζονται με εργαστήρια γενετικής προκειμένου να διενεργήσουν τις αναλύσεις τους. Αυτό που προσδίδει τη νομική ισχύ και την εγκυρότητα στις πραγματογνωμοσύνες δεν είναι ο χαρακτήρας του εργαστηρίου που επιλέχθηκε, αν δηλαδή οι αναλύσεις έγιναν σε κρατικό ή ιδιωτικό εργαστήριο, αλλά ο ίδιος ο Πραγματογνώμονας. Η λειτουργία ενός εργαστηρίου ως κρατικό/πανεπιστημιακό δεν παρέχει καμία εγγύηση ως προς την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την εξειδικευμένη τεχνολογία που απαιτείται για τις αναλύσεις αλλά και το επιστημονικό επίπεδο του προσωπικού. Απόδειξη των όσων αναφέρονται παραπάνω αποτελεί η οδηγία της ΕΕ που δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της στις 9 Δεκεμβρίου του 2009 (COUNCIL FRAMEWORK DECISION 2009/905/JHA of 30 November 2009 on Accreditation of forensic service providers carrying out laboratory activities), με βάση την οποία τα εργαστήρια που επιθυμούν να συμμετέχουν στη δημιουργία ενός αρχείου δεδομένων γενετικών τύπων σε ευρωπαϊκό επίπεδο απαιτείται να έχουν λάβει διακρίβωση κατά ΕΝ ISO/ΙΕC 17025 έως τις 30/11/2013, ανεξάρτητα από τα αν πρόκειται για κρατικά ή ιδιωτικά εργαστήρια. Η προϋπόθεση αυτή έχει ως σκοπό να διασφαλίσει ότι όλα τα εργαστήρια που παρέχουν γενετικά προφίλ σε ένα κοινό αρχείο θα πρέπει να ακολουθούν αφενός κοινή μεθοδολογία ώστε τα αποτελέσματά τους να είναι συγκρίσιμα και αφετέρου η μεθοδολογία αυτή να είναι αποδεκτή από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα, όπως συμβαίνει με τους κανόνες της διακρίβωσης ΕΝ ISO/ΙΕC 17025. Με βάση την ευρωπαϊκή οδηγία, μόνο κριτήριο εγκυρότητας των αποτελεσμάτων είναι η επιστημονική τους ορθότητα όπως αυτή ορίζεται από την εφαρμοζόμενη μεθοδολογία και σε καμία περίπτωση ο κρατικός χαρακτήρας του εργαστηρίου. Παράλληλα, θα πρέπει να καθοριστούν ακριβώς οι προϋποθέσεις εισαγωγής των γενετικών προφίλ στο αρχείο δεδομένων γενετικών τύπων όπως το ποιοί γενετικοί τόποι θα γίνονται αποδεκτοί, ποιός θα πρέπει να είναι ο ελάχιστος αριθμός τους, σε ποια μορφή θα υποβάλλονται τα αποτελέσματα και σημαντικότερο όλων, πού θα τηρείται το αρχείο, πώς θα διασφαλιστεί η ακεραιότητά του και ποιοί θα έχουν πρόσβαση σε αυτό. Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό σημείο του άρθρου 200Α στο οποίο αναφέρεται πως «… 2. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο ανάλυση αποβεί θετική, το πόρισμα της κοινοποιείται στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό, που έχει δικαίωμα να ζητήσει επανάληψη της ανάλυσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208. Το δικαίωμα επανάληψης της ανάλυσης έχει και ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας σε κάθε περίπτωση. Αν η ανάλυση αποβεί αρνητική, το γενετικό υλικό και τα γενετικά αποτυπώματα καταστρέφονται αμέσως, ενώ σε διαφορετική περίπτωση το μεν γενετικό υλικό καταστρέφεται αμέσως, τα δε γενετικά αποτυπώματα παραμένουν μόνο για τις ανάγκες της ποινικής δίκης στη δικογραφία..». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η καταστροφή του γενετικού υλικού ή/και των γενετικών αποτυπωμάτων σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μόνο μετά την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής δίκης καθώς τόσο ο κατηγορούμενος όσο και οι Δικαστικές Αρχές έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν επανάληψη της ανάλυσης ή ακόμα και διενέργεια συμπληρωματικών αναλύσεων αν αυτό κριθεί αναγκαίο, από τον ίδιο ή άλλο Πραγματογνώμονα. Αυτό αφορά τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά αποτελέσματα αφού και τα δύο επιδέχονται αμφισβήτηση. Η εισαγωγή των γενετικών αποτυπωμάτων στο αρχείο δεδομένων θα πρέπει επίσης να γίνεται μετά την περάτωση της δίκης και την απόδειξη της ενοχής. Δρ. Φιτσιάλος Γεώργιος Διδάκτωρ Γενετιστής, Μοριακός Βιολόγος, Πραγματογνώμων των Ελληνικών Δικαστικών Αρχών σε θέματα Ταυτοποίησης Βιολογικού Υλικού και Ανάλυσης DNA