• Άρθρο 979 ΚΠολΔ: Η τροποποίηση του άρθ. 933 ΚΠολΔ επηρεάζει και την εκδίκαση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, με αποτέλεσμα αυτή πλέον να δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δίχως δυνατότητα άσκησης έφεσης. Εκτός του ότι δεν καθίσταται αντιληπτή η αναγκαιότητα μίας τέτοιας τροποποίησης, αφού τυχόν συμπαιγνίες μεταξύ επισπεύδοντος και καθού η εκτέλεση δεν παρατηρούνται σε αυτό το στάδιο της εκτελεστικής διαδικασίας, με την αλλαγή αυτή σχεδόν εκμηδενίζονται τα δικαιώματα των δανειστών. Πιο συγκεκριμένα: Στις περισσότερες περιπτώσεις, προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή του άρθ. 979 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί τόσο επί της απαίτησης του ανακόπτοντος, όσο και επί της απαίτησης του καθού η ανακοπή. Ακόμη, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, ο ανακόπτων δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης που έχει εκδοθεί μεταξύ του καθού η ανακοπή και του καθού η εκτέλεση, συνεπώς ο καθού η ανακοπή του άρθ. 979 ΚΠολΔ πρέπει εκ νέου να αποδείξει την καταταγείσα απαίτησή του (666/2010 ΕφΛαρ, 1501/2006 ΑΠ, 1513/2006 ΑΠ). Επίσης, δεν είναι λίγες οι φορές που ασκούνται περισσότερες ανακοπές κατά του ιδίου πίνακα κατάταξης, οι οποίες πρέπει υποχρεωτικά να συνεκδικαστούν. Συνεπώς, στην ανακοπή του άρθ. 979 ΚΠολΔ, εντός 48 ωρών, όπως ορίζει το αρθ. 691 ΚΠολΔ, ο Δικαστής θα πρέπει να αποφανθεί επί όλων των ανωτέρω σύνθετων ζητημάτων, τα οποία πολλαπλασιάζονται στην - όχι σπάνια - περίπτωση συνεκδίκασης περισσότερων ανακοπών, οπότε πρέπει να γίνει και σύγκριση των απαιτήσεων των ανακοπτόντων, λόγω της επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας που διαμορφώνεται μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, ενώ για την επιδίκαση της απαίτησης του δανειστή, ο νομοθέτης έχει φροντίσει ώστε να τηρηθεί η προσήκουσα διαδικασία, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, για το σημαντικότερο στάδιο της εκτελεστικής διαδικασίας, ήτοι την ικανοποίηση της απαίτησής του από το πλειστηρίασμα, για την τελεσίδικη επιδίκαση της οποίας έχει προηγηθεί πολύχρονος και πολυδάπανος δικαστικός αγώνας, αρκείται στην πιθανολόγηση, δίχως δυνατότητα δευτεροβάθμιας κρίσης. Συνεπώς, ο τρόπος εκδίκασης της ανακοπής του άρθ. 979 ΚΠολΔ θα πρέπει να παραμείνει ως έχει, με μία διευκρίνιση: Η διαδικασία της εκδίκασης να μην εξαρτάται από την προβαλλόμενη απαίτηση, όπως δέχεται η νομολογία (ενδεικτικά ΑΠ 1410/2007, Νόμος). Κι αυτό διότι η ανάγκη συνεκδίκασης των περισσότερων ανακοπών κατά του ίδιου πίνακα κατάταξης, δημιουργεί προβλήματα στις περιπτώσεις που ο ανακόπτων προσβάλλει την κατάταξη περισσοτέρων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων δικάζονται με διαφορετικές διαδικασίες ή ακόμη και απαίτηση του Δημοσίου, για την οποία δεν προβλέπεται κάποια διαδικασία στον ΚΠολΔ. Έτσι, είναι σκόπιμο να διευκρινιστεί, ότι για την εν λόγω ανακοπή πρέπει να ακολουθείται η τακτική διαδικασία.