• Σχόλιο του χρήστη 'Σίμος Ι. Σαμαράς' | 19 Ιουλίου 2010, 23:31

    Σχετικά με την κατανομή και προσαύξηση βαθμολογίας Με το άρθ. 11 § 3 του παρόντος προσχεδίου νόμου (εφεξής ΠρσχΝ) ο νομοθέτης επιχειρεί να αναμορφώσει τον τρόπο εξαγωγής του βαθμολογικού αποτελέσματος γενικά και ειδικά ως προς τις προσαυξήσεις του. – Βαθμολογική σχέση γραπτών & προφορικών εξετάσεων Στο γενικό επίπεδο ο νομοθέτης επιδιώκει να απαναφέρει την ισορροπία γραπτής-προφορικής εξέτασης στο επίπεδο που βρισκόταν προ του ισχύοντος νόμου, όπως ρητά δηλώνει στην 3η σελ. της αιτιολογικής έκθεσης (εφεξής ΑιτΕ) επί του ΠρσχΝ επικαλούμενος ότι με την ισχύουσα ισοδυναμία τους «γεννώνται σοβαρά ζητήματα ως προς την αξιοπιστία της βαθμολογίας σε αυτές», ενν. τις προφορικές εξετάσεις. Αν το πρόβλημα έγκειται στην αξιοπιστία των εξετάσεων, αυτό σαφώς δεν λύνεται με τη μείωση του βάρους τους επί του βαθμολογικού συνόλου. Τουναντίον, τέτοια μείωση, για το λόγο που δηλώνεται ότι γίνεται, δεν οδηγεί απλώς σε αποδοχή και διαιώνιση του προβλήματος που καλείται να επιλύσει – αφού η μείωση του συντελεστή βαρύτητας των προφορικών εξετάσεων δεν σημαίνει αύξηση της αξιοπιστίας τους, γιατί η τελευταία έγκειται στον τρόπο διεξαγωγής της εξέτασης και όχι στη βαρύτητα της βαθμολόγησής της επί του συνόλου –, αλλά οδηγεί αναπόφευκτα σε μείωση του κύρους των εξετάσεων στο σύνολό τους, αφού δηλώνεται επίσημα ότι η μειωμένη βαθμολογική βαρύτητα θεσμοθετείται γιατί «γεννώνται σοβαρά ζητήματα ως προς την αξιοπιστία της βαθμολογίας σε αυτές». Αν, λοιπόν, υπάρχει πρόβλημα αξιοπιστίας, όπως ο νομοθέτης το υπολαμβάνει, τότε αυτό χρήζει λύσης, όχι υποβάθμισης. Αυτό που πιθανόν εννοεί ο νομοθέτης είναι ότι η προφορικότητα των εξετάσεων επιτρέπει κενά σε βάρος της ισότιμης αντιμετώπισης των υποψηφίων. Αν πράγματι εννοείται αυτό, τότε η απλούστερη λύση – και πλέον ενδεδειγμένη στις προφορικές εξετάσεις με βάση και την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας – είναι η τήρηση πρακτικών και δη με τη μορφή της ηχογράφησης. Αν τηρούνται μαγνητοφωνημένα πρακτικά, δεν θα μπορούσε να υπάρξει η παραμικρή αμφισβήτηση του αποτελέσματος, αφού ερωτήσεις και απαντήσεις θα καταγράφονταν και οι τυχόν ανισότητες θα μπορούσαν να τεκμηριωθούν. Η αλήθεια, πάντως είναι, ότι ούτε ο νομοθέτης στην ΑιτΕ επικαλείται κάποιο αποδεδειγμένο, συγκεκριμένο κρούσμα αναξιοπιστίας των προφορικών εξετάσεων. Η αύξηση των εχεγγύων της προφορικής εξέτασης θα οδηγούσε σε αυξημένο κύρος του συνόλου των εξετάσεων δικαιολογώντας πλήρως τη μέχρι τώρα ισότιμη αντιμετώπισή τους. Σε κάθε περίπτωση, η πλήρης και ολοκληρωμένη αξιολόγηση των υποψηφίων επιβάλλει την ισότιμη μεταχείριση προφορικών και γραπτών εξετάσεων. Δεν είναι μόνο ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει και με το νόμο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, χωρίς να έχει υπάρξει μέχρι τώρα ο προβληματισμός για τον περιορισμό ή τη βαθμολογική υποβάθμιση των προφορικών εξετάσεων, αλλά περαιτέρω είναι το γεγονός ότι οι προφορικές εξετάσεις οδηγούν σε πιο ολοκληρωμένη κρίση. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί αποτελούν, εν προκειμένω, δεύτερη εξέταση, αλλά γιατί τα θέματα αναγκαστικά ποικίλλουν και μπορούν να διαβαθμίζονται και να εξελίσσονται κατά την εξέταση, κάτι που δεν είναι εφικτό στις γραπτές εξετάσεις και επιτρέπει να υπάρχουν υποψήφιοι που, όχι απλώς επιτυγχάνουν, αλλά σημειώνουν και υψηλές επιδόσεις μόνο και μόνο επειδή έτυχε να γνωρίζουν καλό το ζήτημα που τέθηκε προς εξέταση. Η υποβολή σύνθετων ζητημάτων προς γραπτή εξέταση περιορίζει σε κάποιο βαθμό το παραπάνω φαινόμενο, αλλά δεν το εξαλείφει, υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα της ρποφορικής εξέτασης στην αποτροπή τέτοιων φαινομένων, που είναι πλήρης όταν η προφορικήεξέταση είναι εξαντλητική. Εξάλλου, από τη στιγμή που η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών έχει ως σκοπό την προπαρασκευή των μελλοντικών δικαστικών λειτουργών (άρθ. 1 § 2 περ. α΄ Ν. 3689/2008), ικανό μέρος της δραστηριότητάς τους είναι προφορικό, επιβάλλεται η προφορική τους εξέταση, ως προπαρασκευή, και μάλιστα ισότιμα προς τη γραπτή, όπως ισότιμη είναι η προφορική τους δράση στο ακροατήριο προς τη γραπτή. – Περιπτώσεις προσαύξησης της βαθμολογίας Με το άρθ. 11 § 3 ΠρσχΝ μειώνεται η βαρύτητα της δεύτερης, προαιρετικά εξεταζόμενης, ξένης γλώσσας. Η επιτυχής εξέταση αυτής, και μάλιστα σε επίπεδο νομικής ορολογίας, δεν δείχνει ότι ο υποψήφιος γνωρίζει απλώς μια δεύτερη ξένη γλώσσα – αν και δεν είναι οι περισσότεροι που ομιλούν δύο ξένες γλώσσες και ακόμα λιγότεροι εκείνοι που γνωρίζουν τη νομική ορολογία και των δύο. Η διαπίστωση της επαρκούς γνώσης νομικής ορολογίας δεύτερης ξένης γλώσσας σημαίνει ότι ο γνώστης της έχει ευρεία πρόσβαση στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία και νομολογία, αφού καλύπτει δύο γλώσσες, και ως εκ τούτου μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στα καθήκοντά του σε υποθέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητας – οι οποίες δεν είναι άγνωστο φαινόμενο – ή υποθέσεις εφαρμογής διεθνούς ομοιόμορφου δικαίου, όπως είναι το ιδιαιτέρως διδασκόμενο με το ΠρσχΝ (άρθ. 13) δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – ιδίως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οι σχετικές με την οποία αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εκδίδονται σε δύο ξένες γλώσσες, είτε αγγλικά είτε γαλλικά. Κατά συνέπεια, ο υποψήφιος που αποδεικνύει εξεταζόμενος ότι κατέχει την ορολογία δύο ξένων γλωσσών διαθέτει αυξημένα προσόντα σε σχέση με τους συνυποψηφίους του και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται βαθμολογικά. Η πριμοδότηση με βαθμό κάτω του στατιστικού λάθους και δυνάμενο να υπερκεραστεί και κατά σύμπτωση, δηλ. 0,1, δίνει αντικίνητρο στην ευρύτερη νομική καλλιέργεια ή την απόδειξή της. Θα πρέπει, λοιπόν, προκειμένου να επιδείξει ο νομοθέτης ότι αναγνωρίζει εμπράκτως τα ευρύτερα προσόντα του υποψηφίου να δώσει τουλάχιστον στην επιτυχή εξέταση δεύτερης ξένης γλώσσας-ορολογίας τη βαρύτητα του στατιστικού λάθους, δηλ. 0,3 στην κλίμακα 0-15 που ισχύει (άρθ. 13 § 1 Ν. 3689/2008). Είναι, σαφώς, θετικό βήμα, που αίρει τη μέχρι τώρα ανισότητα, ότι αναγνωρίζεται η κατοχή μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου ως παράγοντας επαύξησης της βαθμολογίας. Και πάλι, όμως, η προσαύξηση αυτή θα πρέπει να είναι ανάλογη του τίτλου. Όταν η προσαύξηση είναι 0,3, για το μεταπτυχιακό τίτλο και 0,5 για το διδακτορικό, αυτό σημαίνει ότι ο κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων υπερτερεί ενός διδάκτορα (2 x 0,3 > 0,5). Καθώς, όμως, ο μεταπτυχιακός τίτλος αποδεικνύει σπουδές εμβάθυνσης σε ένα αντικείμενο που δεν οδηγούν στην εξαντλητική του επεξεργασία έστω και κατά μέρος, όπως στο διδακτορικό, και το κενό αυτό που αφήνει ο ένας μεταπτυχιακός τίτλος δεν το καλύπτει ο δεύτερος, αφού και ο δεύτερος έχει την ίδια αφετηρία με τον πρώτο – δεν αποτελεί συνέχειά του – και σε επίπεδο εμβάθυνσης δεν εξικνείται πέραν αυτού, δεν γίνεται όχι να υπερτερούν, αλλά ούτε και να εξισώνονται οι δύο μεταπτυχιακοί τίτλοι με το διδακτορικό. Χαρακτηριστικό αυτού είναι ότι, σε καμία θέση για την οποία απαιτούνται προσόντα διδάκτορα, ο νομοθέτης δεν εξίσωσε προς αυτά τους δύο μεταπτυχιακούς τίτλους, ούτε έγινε κάτι τέτοιο στην πράξη από κάποιο σώμα αξιολόγησης. Προκειμένου, λοιπόν, η ρύθμιση να κινείται στο πλαίσιο της συνταγματικής επιταγής της ισότητας (άρθ. 4 § 1 Συντ.), θα πρέπει, με δεδομένη την προσαύξηση μεταπτυχιακών σπουδών, είτε να επαυξηθεί η πριμοδότηση του διδακτορικού τίτλου σε 0,7 ώστε να υπερτερεί των δύο μεταπτυχιακών (0,7 > 2 x 0,3), είτε ο διδάκτορας που κατέχει τίτλο μεταπτυχιακών σπουδών να πριμοδοτείται και για τους δύο τίτλους (0,5 + 0,3). ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com