• Σχόλιο του χρήστη 'feidon' | 19 Σεπτεμβρίου 2010, 00:12

    Η προτεινόμενη τροποποίηση της παραγράφου 3 του άρθρου 53 ΠΔ 18/1989 είναι απαράδεκτη και προτείνεται να αποσυρθεί, διότι: (α) Καθιερώνει τη νομολογία (μάλιστα δε, όχι μόνο του ΣτΕ και άλλων ανωτάτων δικαστηρίων, αλλά και την απορρέουσα από ανέκκλητη απόφαση πρωτοβαθμίου δικαστηρίου !!!) ως πηγή δικαίου. (β) Εμμέσως, αλλά σαφώς, περιορίζει τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ), αφού, αν υπάρχει για κάποιο ζήτημα νομολογία του Αρείου Πάγου (ανώτατο δικαστήριο) θα εμποδίζεται η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ και, επομένως, δεν θα καλείται το ΑΕΔ να άρει την (καταφατική ή αποφατική) σύγκρουση από τις ενδεχόμενα αντίθετες αποφάσεις επί του αυτού ζητήματος. Πλην, όμως, η δικαιοδοσία αυτή του ΑΕΔ (άρση της συγκρούσεως) προβλέπεται από το Σύνταγμα (αρθρο 100 § 1 εδαφ. δ και ε). Σημειωτέον δε, ότι αφού η προτεινόμενη ρύθμιση αφορά μόνο τη διοικητική δίκη, όχι και την πολιτική ή ποινική, έπεται ότι ο μεν Αρειος Πάγος θα έχει τη δυνατότητα να δικάζει αναιρετικές αιτήσεις για ζητήματα, που έχουν κριθεί από το ΣτΕ, το οποίο, όμως, δεν θα έχει τέτοια δυνατότητα, αν για το φερόμενο ενώπιόν του ζήτημα έχει ήδη αποφανθεί ο Αρειος Πάγος. Αλλωστε, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα δύο αυτά ανώτατα δικαστήρια (ΣτΕ και ΑΠ) έχουν διατυπώσει διαφορετική άποψη στο ίδιο ζήτημα. Αν, λοιπόν, ο ΑΠ "προλάβει" να "λύσει" κάποιο ζήτημα, το ΣτΕ δεν θα μπορεί να έχει αντίθετη άποψη. (γ) Καταργεί τη δυνατότητα μεταστροφής της νομολογίας, έστω και μετά από την πάροδο πολλών ετών και την αλλαγή των αντιλήψεων στην κοινωνία, αφού η υπάρχουσα νομολογία θα εμποδίζει στο διηνεκές την επανεξέταση του ιδίου ζητήματος. (δ) Τέλος υποχρεώνει τον διάδικο σε κάτι αδύνατο. Δηλαδή στο να γνωρίζει, προκειμένου να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως, αν υπάρχει ήδη νομολογία ανωτάτου δικαστηρίου στο ζήτημα που τον αφορά.