• Σχόλιο του χρήστη 'Δημήτριος Ζημιανίτης, Εισαγγελέας Πρωτοδικών' | 19 Σεπτεμβρίου 2010, 20:30

    Γενική παρατήρηση : Το σχέδιο νόμου, παρά τον τίτλο του, δεν επιτυγχάνει την επιτάχυνση της απονομής της ποινικής Δικαιοσύνης κυρίως διότι : (α) Δεν μειώνει, αλλά αυξάνει την εμπλοκή των δικαστικών συμβουλίων στην επίλυση ζητημάτων, που δεν θα έπρεπε να διέρχονται από αυτήν την οδό, διότι προξενούν καθυστερήσεις και περαιτέρω φόρτο στο σύστημα. Αντίθετα, μέχρι τούδε οι νομοθετικές παρεμβάσεις ανεξαιρέτως σκόπευαν στον περιορισμό της ενδιάμεσης διαδικασίας. Για μη κατανοητούς λόγους, αυτό δεν συμβαίνει εδώ (βλ. άρθρα 7, 13 του σχεδίου νόμου) (β) Η πρόβλεψη και υποχρέωση τήρησης βραχείων προθεσμιών ολοκλήρωσης της προδικασίας (προκαταρκτική εξέταση & προανάκριση και, περισσότερο, της κύριας ανάκρισης) [άρθρα 7, 9 του σχεδίου νόμου] είναι νομοτεχνικά μη ενδεδειγμένη (διότι παραβλέπει την ποικιλομορφία, τη συνθετότητα και το βαθμό δυσκολίας των υποθέσεων, που δεν επιτρέπουν τη συλλήβδην τήρηση ενιαίων προθεσμιών) και άσχετη με την πράξη και την κατάσταση ιδίως των μεγάλων Δικαστηρίων της χώρας, τα οποία είναι επιβαρημένα με εξαιρετικά μεγάλο αριθμό υποθέσεων μεγάλης βαρύτητας και δυσκολίας. (γ) Η πρόσθεση ύλης στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο –στο οποίο με το σχέδιο νόμου μεταφέρεται η συντριπτική πλειοψηφία των εκδικαζομένων σήμερα σε πρώτο βαθμό από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο εγκλημάτων-, στο μέτρο που δεν συνοδεύεται από καμία αποποινικοποίηση ή απεγκληματοποίηση της πληθώρας αδικημάτων ήσσονος βαρύτητας, που σήμερα κατακλύζουν τα πινάκια του Μονομελούς, δεν επιτυγχάνει ουδόλως το στόχο της ελάφρυνσης του Τριμελούς Πλημ/κείου. Αντίθετα, εάν η διάταξη αυτή τεθεί σε ισχύ, και το τελευταίο Δικαστήριο θα επιβαρυνθεί με τι εφέσεις του Μονομελούς, αλλά και το Μονομελές  Πλημ/κείο δεν θα είναι δυνατόν, ούτε κατ’ ελάχιστον, να ανταποκριθεί στην εκδίκαση των νέων εγκλημάτων της αρμοδιότητας του Τριμελούς, τα οποία παρά την αξιόλογη βαρύτητά τους, θα πρέπει πλέον να κρίνονται από μονοπρόσωπο Δικαστήριο, που δεν παρέχει τα εχέγγυα της ορθής κρίσης ενός πολυμελέστερου δικαιοδοτικού οργάνου, συγκροτούμενου από εμπειρότερους δικαστές, όπως το Τριμελές Πλημμελειοδικείο. (δ) Η πρόβλεψη ως ενιαίου τρόπου περάτωσης της κύριας ανάκρισης του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών με τη διατήρηση ελάχιστων εξαιρέσεων (άρθρο 11 του σχεδίου νόμου), έχει δυσμενέστατες συνέπειες στη διαχείριση και επεξεργασία των ανακριτικών δικογραφιών από τους εισαγγελείς του πρώτου βαθμού, οι οποίοι είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσουν  να ανταποκριθούν επαρκώς, δεδομένου του τεράστιου φόρτου υποθέσεων (μεταξύ των οποίων και πλήθος ανακριτικών δικογραφιών) που καλούνται να επεξεργαστούν, ιδίως στα Δικαστήρια των μεγάλων πόλεων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και μόνη η επιβάρυνση των εισαγγελέων και των δικαστικών συμβουλίων του πρώτου βαθμού με τις υποθέσεις του Ν 1608/1950, οι οποίες είναι ογκωδέστατες και μεγάλης δυσκολίας, συνεπάγεται με μαθηματική ακρίβεια την πλήρη αδυναμία των τελευταίων να ανταποκριθούν στο χειρισμό και αυτών, μαζί με τον όγκο όλων των άλλων υποθέσεων που σήμερα χρεώνονται και, μάλιστα τεθείσας και της εξωπραγματικής προθεσμίας του άρθρου 10 του σχεδίου νόμου, εντός της οποίας υποχρεούνται να υποβάλουν πρόταση επί της ουσίας στο Συμβούλιο. (ε) Η πρόβλεψη εκδίκασης των αναβαλλόμενων υποθέσεων κατά το άρθρο 349 ΚΠΔ από την ίδια σύνθεση και εντός διμήνου (άρθρο 15 του σχεδίου νόμου) είναι εντελώς αδύνατον να εφαρμοσθεί, ενόψει του ότι –εκτός του γεγονότος ότι συχνά τα μέλη της αρχικής σύνθεσης μετατίθενται, τελούν σε άδεια κ.λπ. και δεν είναι βέβαιη η παρουσία τους στο ίδιο Δικαστήριο-, τουλάχιστον στα μεγάλα Δικαστήρια του πρώτου βαθμού, όπως της Αθήνας, είναι πρακτικά αδύνατον να εντοπιστούν νέες ημερομηνίες κενές για την εκδίκαση από την αυτή σύνθεση των υποθέσεων που αναβάλλονται, αφού δικαστές και εισαγγελείς έχουν πολλές υπηρεσίες ανά μήνα, καθώς και δικασίμους τις οποίες ήδη με δυσκολία ευρίσκουν για τη συνέχιση δικών που έχουν διακοπεί. (στ) Σε μεγάλο μέρος, οι νέες διατάξεις τείνουν στην ελάφρυνση των εισαγγελέων και δικαστών του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας με μεταφορά ύλης στους συναδέλφους τους του πρώτου βαθμού, πλην όμως τούτο γίνεται ανεπεξέργαστα (μεταφορά τη συντριπτικής πλειοψηφίας των κακουργημάτων στον πρώτο βαθμό), χωρίς συνολικές παρεμβάσεις εξορθολογισμού του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης παρά τα συναφή, πάγια και χρόνια αιτήματα διαφόρων φορέων (απεγκληματοποίηση, αποποινικοποίηση, συρρίκνωση της ενδιάμεσης διαδικασίας κ.λπ.) και χωρίς να συνεκτιμάται η ιδιαίτερα φορτισμένη υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών το πρώτου βαθμού ιδίως στις μεγάλες πόλεις (πολλές δικάσιμοι, πλήθος δικογραφιών που χρεώνονται και άλλων που εκκρεμούν προς χρέωση, τεράστιος αριθμός νεοεισερχομένων στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης δικογραφιών κατ’ έτος κ.λπ.), ώστε θα επιφέρει την κατακρήμνιση της διαδικασίας στον πρώτο βαθμό, την αδυναμία απονομής δικαιοσύνης και με στοιχειώδεις όρους εύλογου χρόνου και τη φυσική και υπηρεσιακή εξόντωση των δικαστών και εισαγγελέων του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.