• Σχόλιο του χρήστη 'Στάθης Βεργώνης Εισαγγελέας Πρωτοδικών' | 21 Σεπτεμβρίου 2010, 10:08

    Υπάρχει πολύ μεγάλος κίνδυνος οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στο πεδίο του ποινικού δικονομικού δικαίου να επιφέρουν το αντίθετο ακριβώς αποτέλεσμα από τον τίτλο του νομοσχεδίου, δηλαδή αντί για επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας να επέλθει σημαντική επιβράδυνση και μάλιστα σε κρίσιμα πεδία του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Όπως φαίνεται και από την εισηγητική έκθεση δεν έχει γίνει μια στοιχειώδης αποτίμηση των μέχρι τώρα επιπτώσεων στους ρυθμούς απονομής της ποινικής δικαιοσύνης από ρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας, με έστω και ενδεικτικά στατιστικά στοιχεία, ενώ δεν υπήρξε πριν την κατάρτιση του νομοσχεδίου αίτημα για αποστολή σημειωμάτων από εισαγγελείς που προΐστανται εισαγγελιών στις εργασίες των οποίων θα επιφέρουν σημαντικές ανατροπές οι προτεινόμενες ρυθμίσεις. Κρίνω για τον λόγο αυτό απαραίτητη την συμμετοχή στην διαβούλευση, προσπαθώντας τόσο να εισφέρω προτάσεις για την επιτάχυνση της διαδικασίας, αλλά κυρίως για να αποτραπούν αστοχίες που πιθανόν να επιφέρουν σημαντικές δυσλειτουργίες και καθυστερήσεις με αδικαιολόγητη και ανώφελη υπερβολική σπατάλη ικανοτήτων και εργασίας νέων και εγκρατών δικαστικών, κυρίως εισαγγελικών λειτουργών, με σκοπό την καλύτερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους για την ουσιαστική ανόρθωση της λειτουργίας της δικαιοσύνης, κοινωνικό αίτημα που πλέον έχει γίνει επιτακτικό. Οι ακολουθούσες εκτιμήσεις και προτάσεις στηρίζονται στην εκτίμηση των επιπτώσεων στην σημερινή πραγματικότητα των προτεινόμενων ρυθμίσεων. Συνοπτικά οι προτεινόμενες με το νομοσχέδιο αλλαγές, οι οποίες θα αλλάξουν ριζικά όντως την πρακτική της ποινικής, κύριας και προδικασίας, διαδικασίας, με αμφίβολα όμως, ως προς το θετικό ή αρνητικό τους πρόσημα,  αποτελέσματα, είναι οι εξής: Α. Από τον συνδυασμό των άρθρων 11 (νέο άρθρο 308Α ΚΠΔ) και 27 § 1 α΄, με το οποίο καταργείται κάθε αντίθετη διάταξη οιουδήποτε άλλου νόμου, συνάγεται ότι καταργούνται όλες οι παραπομπές για κακουργήματα με απ’ ευθείας κλήση, πλην των κακουργημάτων των σχετικών με τα όπλα, τα ναρκωτικά και των κακουργημάτων του εμπρησμού δάσους, της ληστείας και της διακεκριμένης κλοπής. Καταργούνται δηλαδή ουσιαστικά οι προβλέψεις των άρθρων 20 και 21 του ν. 663/1977 και των ειδικών ποινικών νόμων, που παραπέμπουν στην άνω διαδικασία, όπως του άρθρου 88 του ν. 3386/2005, για τα κακουργήματα σχετικών με την προώθηση λαθρομεταναστών, ή του ν. 2523/1997 για ορισμένες κατηγορίες φορολογικών αδικημάτων. Η αναφορά σε αυτές τις δύο κατηγορίες κακουργημάτων δεν είναι τυχαία και χάριν παραδείγματος. Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τις ρυθμίσεις του ν. 3772/2009 που τροποποίησαν διατάξεις του νόμου για τους αλλοδαπούς (3386/2005), από τον Ιούλιο του 2009 όλες οι πράξεις οι σχετικές με την προώθηση λαθρομεταναστών και την διευκόλυνση της παράνομης εισόδου και εξόδου τους έχουν χαρακτηρισθεί ως κακουργήματα, Αποτέλεσμα της νομοθετικής αυτής μεταβολής ήταν ο υπερδεκαπλασιασμός των ανακριτικών δικογραφιών, π.χ. στο Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας από 40 περίπου ανακριτικές δικογραφίες μέχρι το έτος 2008-2009, εισήχθησαν στην ανάκριση 400 περίπου δικογραφίες, στην συντριπτική τους δε πλειοψηφία αφορούν σε κακουργήματα του ν. 3386-2005. Σε περίπτωση που οι προτεινόμενες με το νομοσχέδιο ρυθμίσεις ισχύσουν ως έχουν τότε θα απαιτείται η έκδοση 350 περίπου βουλευμάτων με υποβολή αντιστοίχων εισαγγελικών προτάσεων επί της ουσίας, σε μια εισαγγελία όπου υπηρετούν τρεις εισαγγελικοί λειτουργοί. Θα πρέπει εδώ να συνυπολογισθεί και το γεγονός ότι το πλήθος των παρεμπιπτόντων ζητημάτων που επιλύονται από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έχει οδηγήσει στην έκδοση 200 περίπου βουλευμάτων, όταν το ίδιο Συμβούλιο πριν την επελθούσα μεταβολή εξέδιδε περίπου 70 βουλεύματα των χρόνο. Συνολικά δηλαδή ο ελαχίστους αριθμός των απαιτουμένων βουλευμάτων θα ανέλθει σε 550 τουλάχιστον. Παρόμοια στοιχεία θα πρέπει να αναζητηθούν και από την Εισαγγελία Πατρών, όπου υπάρχουν αντίστοιχες υποθέσεις, καθώς και από τις Εισαγγελίες όλης της μεθοριακής γραμμής και των νησιών του Αιγαίου. Αν ισχύσουν επομένως οι προτεινόμενες ρυθμίσεις οι υπηρετούντες Εισαγγελικοί λειτουργοί θα απασχολούνται αποκλειστικά με το συγκεκριμένο αντικείμενο, εις βάρος της υπόλοιπης δικαιοδοτικής λειτουργίας στις αναφερθείσες περιοχές. Για την αντιμετώπιση επομένως του προβλήματος υπάρχου ν δύο εναλλακτικές λύσεις. Η πρώτη είναι η προσθήκη και των κακουργημάτων του ν. 3386/2005 στο νεοπαγές άρθρο 308 Α του ΚΠΔ. Η δεύτερη, και ίσως αρκετά καλύτερη, είναι η επαναφορά των εγκλημάτων των άρθρων 88 § 1 περ. α΄ και β΄ και 87 § 5 περ. α΄ του ν. 3386/2005 στην κατηγορία των πλημμελημάτων. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορούν η επιτυχής και άμεση αντιμετώπιση των υποθέσεων στα πλαίσια της καθημερινής αυτόφωρης διαδικασίας μέχρι την αναβάθμιση των εγκλημάτων και η έναρξη εκτέλεσης των ποινών των καταδικαζομένων μέσα σε τρεις το πολύ ημέρες από την επ’ αυτοφώρω σύλληψή τους, η μη μείωση του αριθμού των υποθέσεων αυτών μετά την επί έτος εφαρμογή των νέων διατάξεων, αντίθετα στη ν Θεσπρωτία από 250 περίπου ετησίως εισήλθαν το τελευταίο έτος πάνω από 300, και η μη συμφόρηση της ανακριτικής διαδικασίας, αφού η σημερινή κατάσταση οδηγεί σε καθυστέρηση της ανακριτικής διαδικασίας σε σημαντικότατες υποθέσεις διαφθοράς. Τέλος θα πρέπει να ερευνηθεί το ζήτημα και με κριτήρια συγκριτικού δικαίου, να ληφθεί δηλαδή υπ’ όψιν τι προβλέπουν οι αντίστοιχες ποινικές διατάξεις των άλλων χωρών της ΕΕ. Επιτυχέστερη επομένως λύση θα είναι η με τον ίδιο νόμο τροποποίηση των πιο πάνω διατάξεων του ν. 3386/2005 και η μετατροπή των βασικών εγκλημάτων σε πλημμελήματα. Σχετικά τώρα με τα κακουργήματα της φοροδιαφυγής θα πρέπει να τονισθεί ότι και στην περίπτωση αυτή με την πρόβλεψη για έκδοση βουλεύματος επί της ουσίας, δημιουργείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην επιβολή των προβλεπόμενων ποινικών κυρώσεων στους δράστες πράξεων σημαντικής φοροδιαφυγής. Τούτο έρχεται σε αντίθεση με το ώριμο κοινωνικό αίτημα για επιβολή ποινικών κυρώσεων στους δράστες αυτούς το συντομότερο δυνατόν. Ακόμη και στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι και στις υποθέσεις αυτές θα εφαρμοστούν οι χρονικές προβλέψεις των προτεινομένων διατάξεων σχετικά με την διάρκεια της κύριας ανάκρισης και της έκδοσης βουλεύματος και πάλι η επιμήκυνση του χρόνου είναι τουλάχιστον τρίμηνη σε θεωρητικό επίπεδο και πολύ μεγαλύτερη σε πραγματικό επίπεδο. Και σε αυτή επομένως την περίπτωση θα πρέπει να ενταχθούν τα κακουργήματα του ν. 2523/1997 στο άρθρο 308 Α του ΚΠΔ. Β. Με τις διατάξεις των άρθρων 3, 7 και 10 του κρινομένου νομοσχεδίου προτείνεται η καθιέρωση προθεσμιών για την κίνηση της ποινικής δίωξης, την διάρκεια της κύριας ανάκρισης και την σύνταξη των εισαγγελικών προτάσεων προς το συμβούλιο και την έκδοση των βουλευμάτων αντίστοιχα. Μάλιστα η εισηγητική έκθεση αναφέρεται εκτενώς στις προθεσμίες αυτές. Η παραβίαση όμως των προθεσμιών αυτών δεν έχει καμία δικονομική επίπτωση αφού δεν δημιουργεί ακυρότητα. Για τον σκοπό της επιτυχούς εφαρμογής των προθεσμιών, πέραν των ουσιαστικών προβλέψεων, οι οποίες εκτέθηκαν πιο πάνω, θα πρέπει να ερευνηθεί η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 246 περί του χρόνου διενέργειας της κύριας ανάκρισης. Στην θεωρητικά δυνατή περίπτωση μη παράτασης των χρόνων διενέργειας της προκαταρκτικής ή της κύριας ανάκρισης, από τα αρμόδια όργανα, δηλ. το συμβούλιο ή τον Εισαγγελέα Εφετών, δεν μπορεί βέβαια να τεθεί η δικογραφία στο αρχείο αφού έτσι ανεπίτρεπτα θα υπήρχε και νέος τρόπος περάτωσης της ποινικής διαδικασίας, αλλά το νομοσχέδιο δεν απαντά σε αυτό. Για παράδειγμα αν δεν έχει ληφθεί απολογία του κατηγορουμένου μέσα στα προβλεπόμενα χρονικά διαστήματα και το συμβούλιο με βούλευμα του αποφανθεί ότι δεν πρέπει να παραταθεί ο χρόνος της κύριας ανάκρισης αυτή δεν θα ολοκληρωθεί κατ’ άρθρο 270 ΚΠΔ; Ασφαλώς και θα πρέπει να περαιωθεί. Η μόνη διαφαινόμενη πρακτική επίπτωση είναι τυχόν τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος της αδικαιολόγητης καθυστέρησης, με αποτέλεσμα οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις στο επίπεδο της πραγματικής λειτουργίας της δικαιοσύνης να μην έχουν ουσιαστική συμβολή στην επιτάχυνση. Γ. Για την ουσιαστική επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας θα πρέπει κατά την γνώμη μου να αξιοποιηθεί άμεσα η δυνατότητα όλων των δικαστικών λειτουργών του πρώτου βαθμού για ηλεκτρονικό χειρισμό των δικογραφιών από σήμερα, λύση που μπορεί να δοθεί με πολύ μικρό οικονομικό κόστος. Περαιτέρω είναι θετική η σχεδόν αποκλειστική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου για την εκδίκαση των πλημμελημάτων που προτείνεται με το νομοσχέδιο, αλλά θα πρέπει να συνοδευτεί με την υπαγωγή των ελαφρών και εύκολα αποδεδειγμένων πράξεων, όπως των παραβιάσεων υγειονομικών διατάξεων, του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, των επιταγών, των αγορανομικών παραβάσεων κλπ. στην αρμοδιότητα των πταισματοδικείων, με την ανάθεση της ποινικής δίωξης για αυτά στον δημόσιο κατήγορο, χωρίς να μεταβληθεί ο πλημμεληματικός τους χαρακτήρας και με τη ν παράλληλη δυνατότητα προσφυγής κατά του κλητηρίου θεσπίσματος ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Από καμιά συνταγματική διάταξη δεν εμποδίζεται η εκδίκαση των πλημμελημάτων αυτών από τα πταισματοδικεία, τα οποία υπάγονται στα τακτικά ποινικά δικαστήρια του άρθρου 96 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος. Συνεπώς άμεσα και με τροποποίηση των σχετικών δικονομικών διατάξεων (άρθρα 3 § 2, 114 και 115 ΚΠΔ) θα μπορούσε όλη η αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου να μεταφερθεί στα Πταισματοδικεία, τα οποία ήδη υπολειτουργούν μετά την αποποινικοποίηση των παραβάσεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, και η ποινική δίωξη σε αυτά να γίνεται από τους δημοσίους κατηγόρους (εδώ δεν χρειάζεται τροποποίηση του άρθρου 27 § 1 ΚΠΔ), καθώς και οι προβλεπόμενες στα άρθρα 43 και 47 του ΚΠΔ, υπό την εποπτεία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Στις μεγάλες μάλιστα εισαγγελίες μπορεί να ιδρυθεί και γραφείο εποπτείας δημοσίων κατηγόρων. Με τον τρόπο αυτό αμέσως αφαιρείται από τους εισαγγελείς ένα σημαντικό τμήμα εύκολης εργασίας, η οποία όμως λόγω του όγκου της δυσχεραίνει την ενασχόληση των εισαγγελέων με πραγματικά σοβαρές υποθέσεις. Μάλιστα έτσι θα υπάρξει και δυνατότητα αυτοπρόσωπης εποπτείας ή ακόμα και διενέργειας της ποινικής προδικασίας (προκαταρκτικής εξέτασης) σε όλες τις σημαντικές υποθέσεις διαφθοράς από τους εισαγγελείς αυτοπροσώπως.