• Σχόλιο του χρήστη 'Γρηγόριος Γιάκας μέλος Ν.Σ.Κ.' | 12 Νοεμβρίου 2015, 21:06

    Στη διάταξη αυτή θα πρέπει να προστεθεί και το εξής εδάφιο: «Ως προς την υιοθεσία τέκνου κατά τη διάρκεια ισχύος του συμφώνου συμβίωσης, έχει ανάλογη εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 1545 του ΑΚ». Οι λόγοι είναι οι εξής : Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1545 ΑΚ, δεν επιτρέπεται να υιοθετηθεί το ίδιο πρόσωπο ταυτόχρονα από περισσοτέρους, εκτός αν αυτοί είναι σύζυγοι. Επίσης δεν επιτρέπεται η υιοθεσία προσώπου που είναι ήδη υιοθετημένο από άλλον, όσο διαρκεί η υιοθεσία,εκτός αν πρόκειται για διαδοχική υιοθεσία του ίδιου προσώπου και από το σύζυγο αυτού που υιοθέτησε πρώτος». Η διάταξη αυτή του ΑΚ αφορά την υιοθεσία από περισσοτέρους που κατά το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο επιτρέπεται μόνο εφόσον αυτοί είναι σύζυγοι και υποβάλουν από κοινού αίτηση για υιοθεσία (από κοινού υιοθεσία – joint adoption) ή όταν ο ένας σύζυγος υιοθετεί το τέκνο του άλλου συζύγου (διαδοχική υιοθεσία – second parent adoption). Η (αναθεωρημένη) Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την υιοθεσία παιδιών, η οποία άνοιξε προς υπογραφή στις 27 Νοεμβρίου 2008, τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2011. Επικυρώθηκε από επτά Κράτη: Δανία, Ισπανία, Κάτω Χώρες, Νορβηγία, Ουκρανία, Ρουμανία και Φινλανδία. Στο προοίμιο του εν λόγω κειμένου, αναφέρεται ότι ορισμένες διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την υιοθεσία παιδιών του 1967 αναθεωρήθηκαν, κυρίως διότι ήταν πια ξεπερασμένες και ασύμβατες με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τα σχετικά χωρία της Σύμβασης του 2008 αναφέρουν τα εξής: Άρθρο 4 – Έγκριση της υιοθεσίας « 1. Η αρμόδια αρχή δεν εγκρίνει την υιοθεσία παρά μόνον εάν είναι πεπεισμένη ότι η υιοθεσία είναι σύμφωνη με το ανώτερο συμφέρον του παιδιού. 3.Σε κάθε περίπτωση, η αρμόδια αρχή μεριμνά ιδιαιτέρως προκειμένου η υιοθεσία να προσφέρει στο παιδί μια σταθερή και αρμονική εστία.» Άρθρο 7 – Προϋποθέσεις της υιοθεσίας « 1. Η νομοθεσία επιτρέπει την υιοθεσία ενός παιδιού: α. από δύο πρόσωπα του αντίθετου φύλου i. που βρίσκονται σε έγγαμη σχέση μεταξύ τους ή, ii. που έχουν συνάψει καταχωρισμένη συμβίωση, εφόσον ο συγκεκριμένος θεσμός υφίσταται β. από ένα μόνο πρόσωπο. 2. Τα Κράτη έχουν τη δυνατότητα να επεκτείνουν το πεδίο ισχύος της παρούσας Σύμβασης στα έγγαμα ομόφυλα ζευγάρια ή στα ομόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει μεταξύ τους καταχωρισμένη συμβίωση. Έχουν επίσης τη δυνατότητα να επεκτείνουν την ισχύ της παρούσας Σύμβασης στα ετερόφυλα και ομόφυλα ζευγάρια που ζουν μαζί στο πλαίσιο μας σταθερής σχέσης» Άρθρο 11 – Αποτελέσματα της υιοθεσίας « 1. Με την υιοθεσία, το παιδί καθίσταται πλήρες μέλος της οικογένειας του υιοθετούντος ή των υιοθετούντων, και έχει, απέναντι σε αυτόν ή αυτούς και στην οικογένειά τους, τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με ένα παιδί του υιοθετούντος ή των υιοθετούντων του οποίου η συγγενική σχέση είναι νομικά εδραιωμένη. Ο υιοθετών ή οι υιοθετούντες αναλαμβάνουν τη γονική ευθύνη έναντι του παιδιού. Η υιοθεσία θέτει τέλος στον υφιστάμενο νομικό δεσμό μεταξύ του παιδιού και του πατέρα, της μητέρας και της οικογένειας απ’ όπου προέρχεται. 2. Ωστόσο, ο σύζυγος, ο καταχωρισμένος σύντροφος ή ο σύντροφος του υιοθετούντος διατηρεί τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του απέναντι στο θετό παιδί εάν είναι δικό του, εκτός εάν απαιτείται διαφορετικά από τη νομοθεσία. Η Σύσταση CM/Rec(2010)5 της Επιτροπής Υπουργών, που εγκρίθηκε στις 31 Μαρτίου 2010, προς τα Κράτη μέλη σχετικά με μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων που βασίζονται στον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα του φύλου, αφορά ένα ευρύ φάσμα τομέων στους οποίους οι γυναίκες και άνδρες ομοφυλόφιλοι, οι αμφιφυλόφιλοι και οι διαφυλικοί ενδέχεται να έρθουν αντιμέτωποι με διακρίσεις. Σε ό,τι αφορά το «δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής», η σύσταση αναφέρει τα εξής: «23. Εφόσον η εθνική νομοθεσία παρέχει δικαιώματα και υποχρεώσεις στα άγαμα ζευγάρια, τα Κράτη μέλη οφείλουν να εγγυώνται την εφαρμογή της χωρίς καμία διάκριση προς τα ζευγάρια του ίδιου φύλου και τα ζευγάρια αντίθετου φύλου, όσον αφορά και τις συνταξιοδοτικές παροχές προς τον επιζώντα ύστερα από τον θάνατο ενός μέλους του ζευγαριού και τα δικαιώματα μισθώσεων. 24. Εφόσον η εθνική νομοθεσία αναγνωρίζει την καταχωρισμένη συμβίωση μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, τα Κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν προκειμένου το νομικό τους καθεστώς, καθώς και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους, να είναι ισότιμα με αυτά των ετερόφυλων ζευγαριών σε ανάλογη κατάσταση. 25. Εφόσον η εθνική νομοθεσία δεν αναγνωρίζει ούτε παραχωρεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις στην καταχωρισμένη συμβίωση μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου και στα άγαμα ζευγάρια, τα Κράτη μέλη καλούνται να μελετήσουν την πιθανότητα να παρέχονται στα ζευγάρια του ιδίου φύλου χωρίς καμία διάκριση, ούτε και έναντι των ζευγαριών αντίθετου φύλου, τα νομικά ή άλλα μέσα που απαιτούνται προκειμένου να ανταποκρίνονται στα πρακτικά προβλήματα που συνδέονται με την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία ζουν. (…) Με δεδομένο το γεγονός ότι το ανώτερο συμφέρον του παιδιού θα πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα στις αποφάσεις που αφορούν την υιοθεσία ενός παιδιού, τα Κράτη μέλη των οποίων η εθνική νομοθεσία επιτρέπει σε άγαμα και χωρίς σύντροφο άτομα να υιοθετούν παιδιά, οφείλουν να εγγυώνται την εφαρμογή της άνευ διακρίσεων βάσει του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας του φύλου». Πρόσφατη μελέτη του Επιτρόπου για τα ανθρώπινα δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης, που επιγράφεται «Η διάκριση με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα του φύλου στην Ευρώπη» (εκδόσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, Ιούνιος 2011) περιλαμβάνει τα ακόλουθα χωρία: «Τρεις δυνατότητες προσφέρονται στα άτομα LGBT [γυναίκες και άνδρες ομοφυλοφίλους, αμφιφυλοφίλους ή διαφυλικούς] που επιθυμούν να υιοθετήσουν παιδί. Πρώτον, μια ομοφυλόφιλη γυναίκα ή ένας ομοφυλόφιλος άνδρας χωρίς σύντροφο, μπορεί να καταθέσει αίτημα για να γίνει θετός γονέας (υιοθεσία από άτομο χωρίς σύντροφο). Δεύτερη δυνατότητα, ένα άτομο μπορεί να υιοθετήσει τα βιολογικά ή θετά παιδιά του/της συντρόφου του του ιδίου φύλου, χωρίς ο πρώτος γονέας να εκπέσει από τα νόμιμα δικαιώματά του. Η διαδικασία αυτή, που ονομάζεται «υιοθεσία από τον δεύτερο γονέα», δίνει στο παιδί δύο νόμιμους εκπροσώπους. Η υιοθεσία από τον δεύτερο γονέα προστατεύει επίσης τους γονείς, καθώς προσφέρει και στους δύο το καθεστώς του αναγνωρισμένου από τον νόμο γονέα. Σε περίπτωση μη υιοθεσίας από τον δεύτερο γονέα, το παιδί και ο μη βιολογικός γονέας στερούνται ορισμένα δικαιώματα εάν ο βιολογικός γονέας πεθάνει ή σε περίπτωση διαζυγίου, διάστασης ή άλλων συνθηκών οι οποίες να εμποδίζουν τον γονέα να ασκήσει τις γονικές του ευθύνες. Το παιδί επίσης, σε αυτή την περίπτωση, δεν έχει το δικαίωμα να κληρονομήσει τον μη βιολογικό γονέα. Εξάλλου, σε πρακτικό επίπεδο, το δικαίωμα της γονικής άδειας αποκλείεται σε περίπτωση μη υιοθεσίας από τον δεύτερο γονέα, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει οικονομική ζημία στις οικογένειες LGBT. Η τρίτη δυνατή διαδικασία, είναι η από κοινού υιοθεσία ενός παιδιού από ζευγάρι του ιδίου φύλου. Στην απόφαση του ΕΔΔΑ X and others κατά Αυστρίας (Προσφυγή no 19010/07) της 19ης Φεβρουαρίου 2013, η Αυστρία καταδικάστηκε από το ΕΔΔΑ διότι η απαγόρευση στη νομοθεσία της της υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, ενώ η υιοθεσία επιτρεπόταν στα ετερόφυλα, συνιστούσε παράνομη διάκριση κατά το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14 και 8 της ΕΣΔΑ και η χώρα αυτή αναγκάστηκε να τροποποιήσει τη νομοθεσία της για την άρση της διάκρισης. Συμπερασματικά, η εισαγωγή στη διάταξη του άρθρου 14 «Τροποποίηση των διατάξεων του Αστικού Κώδικα» της φράσης «H διάταξη του άρθρου 1545 του ΑΚ εφαρμόζεται ανάλογα και ως προς τα άτομα που συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης»θα επιλύσει τυχόν αμφισβητήσεις ως προς το αν στην έννοια του όρου «σύζυγοι» υπάγονται και τα άτομα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, θα επεκτείνει το δικαίωμα υιοθεσίας και στα ζευγάρια (ομόφυλα ή ετερόφυλα) που επιθυμούν να υιοθετήσουν, θα επιλύσει τα προβλήματα που ήδη παρουσιάζονται στα ζευγάρια που συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης (βλ. παραπάνω «σε περίπτωση μη υιοθεσίας από τον δεύτερο γονέα, το παιδί και ο μη βιολογικός γονέας στερούνται ορισμένα δικαιώματα εάν ο βιολογικός γονέας πεθάνει ή σε περίπτωση διαζυγίου, διάστασης ή άλλων συνθηκών οι οποίες να εμποδίζουν τον γονέα να ασκήσει τις γονικές του ευθύνες. Το παιδί επίσης, σε αυτή την περίπτωση, δεν έχει το δικαίωμα να κληρονομήσει τον μη βιολογικό γονέα κλπ.), θα είναι σύμφωνη τόσο με τη νομολογία του ΕΔΔΑ (Χ and others vs Austria), με την Σύσταση CM/Rec(2010)5 της Επιτροπής Υπουργών, που εγκρίθηκε στις 31 Μαρτίου 2010 αλλά και την (αναθεωρημένη) Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την υιοθεσία παιδιών, η οποία άνοιξε προς υπογραφή στις 27 Νοεμβρίου 2008 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 2011.