• Σχόλιο του χρήστη 'ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ' | 23 Σεπτεμβρίου 2010, 10:39

    Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους διατυπώνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις : Η επαναφορά σε ισχύ του προσφάτως καταργηθέντος (άρθρ. 13 παρ. 9 ν. 3790/2009) ελέγχου του παραδεκτού και βασίμου των αιτήσεων αναιρέσεως του Δημοσίου, από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, καταδεικνύεται αλυσιτελής ενόψει: α. του δραστικότατου περιορισμού του ένδικου μέσου της αναίρεσης που επιχειρείται με το άρθρο 12 του σχεδίου νόμου. β. του γεγονότος ότι, όπως προκύπτει από τα τηρούμενα στατιστικά στοιχεία, η κατάργηση του ελέγχου του παραδεκτού και βασίμου δεν έχει ουσιαστική επίπτωση στον αριθμό των αναιρέσεων. Συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα από 15-9-2009 έως 15-9-2010, ασκήθηκαν από το Δημόσιο συνολικά 3.727 αιτήσεις αναίρεσης, εκ των οποίων οι 2.585 απευθύνονται ενώπιον του ΣτΕ και οι 345 ενώπιον του Α.Π., εξ αυτών δε οι 2.510 αφορούν σε ομοειδείς υποθέσεις, ενώ κατά το προηγούμενο δικαστικό έτος κατά το οποίο ίσχυε ο έλεγχος του παραδεκτού και βασίμου της αιτήσεως αναιρέσεως ασκήθηκαν συνολικά 3.569 αναιρέσεις. Η συστηματική οργάνωση της επίλυσης των ομοειδών υποθέσεων θα απελευθέρωνε το ΣτΕ από τεράστιο αριθμητικό όγκο εκκρεμοτήτων, ασυγκρίτως μεγαλύτερο από εκείνο που μπορεί να αποδώσει ο έλεγχος του παραδεκτού και βασίμου. Αντίθετα, δεν προέκυψε τεκμηριωμένα, ότι η εφαρμογή της διάταξης του άρθρ. 12 του Ν. 2298/1995 απέβη αποτελεσματική στη διήθηση αιτήσεων αναιρέσεως, που ασκεί το Ελληνικό Δημόσιο. Η επαναφορά του ελέγχου του παραδεκτού και βασίμου όχι μόνο θα προκαλέσει δυσανάλογη διοικητική επιβάρυνση στο Ν.Σ.Κ., αλλά ουσιαστικά θα αποδυναμώσει την ενασχόληση του προσωπικού του με τα κύρια καθήκοντά του (μεταξύ των οποίων η καθοδήγηση της διοίκησης με γνωμοδοτήσεις), ενόψει μάλιστα των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζει στη στελέχωσή του, αλλά και των πρόσθετων καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στα μέλη του, είτε συμβατών προς τον κύριο σκοπό του (π.χ. εκπροσώπηση του δημοσίου στις φορολογικές υποθέσεις, ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων), είτε όλως ασύμβατων με αυτόν (π.χ. υπεράσπιση όλων των δημοτικών υπαλλήλων, ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων – ν. 3852/2010). Ουσιαστικώς, η προτεινόμενη ρύθμιση δεν συνιστά επίλυση του προβλήματος που αντιμετωπίζει το ΣτΕ, αλλά αναποτελεσματική μετάθεσή του στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κρίνεται συνεπώς σκόπιμο να μην επαναφερθεί η συγκεκριμένη ρύθμιση, αλλά στα πλαίσια της επιτάχυνσης της διοικητικής δίκης να προωθηθούν λύσεις που θα κατατείνουν πραγματικά στη μείωση του αριθμού των αναιρέσεων, όπως η κατά προτεραιότητα επίλυση, από το ΣτΕ, ζητημάτων που αφορούν σε μεγάλες κατηγορίες ομοειδών υποθέσεων, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιόν του με αιτήσεις αναίρεσης, καθώς και η άμεση παραπομπή στο Α.Ε.Δ. ζητημάτων διχοστασίας μεταξύ του ΣτΕ και του Α.Π.