• Σχόλιο του χρήστη 'ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ' | 23 Σεπτεμβρίου 2010, 10:06

    Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους διατυπώνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις : Με την προτεινόμενη ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 12, το επιτρεπτό άσκησης αιτήσεως αναιρέσεως συναρτάται αποκλειστικά και μόνο με τη μη ύπαρξη νομολογίας του ΣτΕ ή την αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του δικαστηρίου αυτού ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου, είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Η ρύθμιση αυτή, σε συνδυασμό με: α. τη διατήρηση των υψηλότατων χρηματικών ορίων για το παραδεκτό της άσκησης της αιτήσεως αναιρέσεως, όπως αυτά ισχύουν μετά την αύξησή τους με το άρθρο 35 του Ν. 3772/2009 (200.000 ευρώ στις διοικητικές συμβάσεις και 40.000 ευρώ ως γενικό όριο), β. τη χωρίς δικαιολογητική βάση κατάργηση της κατ’ εξαίρεση άσκησης αναίρεσης, για σπουδαίο νομικό ζήτημα ή για ευρύτερες οικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις, γ. την ταυτόχρονη κατάργηση της «πλημμελούς εφαρμογής του νόμου», ως λόγου αναιρέσεως (παρ. 2 του άρθρου 12),  δ. την κατάτμηση, σε μικρά σχετικώς ποσά, των απαιτήσεων του Δημοσίου, οι οποίες όμως λόγω του μεγάλου αριθμού τους συνεπάγονται υψηλή δημόσια δαπάνη,   αναιρεί τους λόγους που επιβάλλουν την ύπαρξη αναιρέσεως δηλαδή την ενότητα της νομολογίας και την καθοδήγηση των δικαστηρίων ουσίας, και  παραγνωρίζει, ενώ οι περιστάσεις δεν το δικαιολογούν, τις τρέχουσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και εξελίξεις, που επιτάσσουν η επιδιωκόμενη επιτάχυνση της διοικητικής δίκης να μην αποβαίνει σε βάρος του Δημοσίου, και περιορίζει χωρίς δικαιολογητική βάση (και δη ουσιωδώς) το δικαίωμα του κοινωνικού συνόλου που υπηρετείται από το Δημόσιο στην παροχή έννομης προστασίας, αφού ουσιαστικά ισοδυναμεί με κατάργηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως. Ούτε η αποσυμφόρηση του ΣτΕ από υποθέσεις ήσσονος σημασίας, ούτε ο εξορθολογισμός της δικονομίας του προς το σκοπό ταχείας απονομής δικαιοσύνης, δικαιολογούν έναν τόσο δραστικό περιορισμό του ενώπιόν του απευθυνομένου ενδίκου μέσου. Η επιδιωκόμενη επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι δυνατόν να μην είναι ισόρροπη προς τις ανάγκες της δικαστικής προστασίας και της ασφάλειας του δικαίου, που εγγυάται η αναιρετική διαδικασία. Η ισορροπία αυτή ανατρέπεται όταν, όπως επιχειρείται με τις παρούσες ρυθμίσεις, αποκλείεται, άλλως  παρεμποδίζεται υπέρμετρα, το δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια τόσο στους πολίτες, όσο και στο Δημόσιο. Ούτε, βεβαίως, επιτυγχάνεται με το νομοθετικό περιορισμό των λόγων παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως. Η ίδια παρατήρηση προσήκει και για την προτεινόμενη ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 12 (έφεση επί «υπαλληλικών προσφυγών»).