• Σχόλιο του χρήστη 'g.k' | 24 Σεπτεμβρίου 2010, 12:33

    Πραγματικά δυσκολεύτηκα πολύ στο να καταλήξω να λάβω μέρος στον σχολιασμό του εν λόγω νομοσχεδίου και, ειδικότερα, του συγκεκριμένου άρθρου. Και όχι γιατί δεν είχα κάτι να πω. Ο λόγος είναι ότι αμφιβάλλω, χωρίς να αμφισβητώ την καταρχήν καλή πρόθεση του προέδρου της κυβέρνησης, για την ορθή χρήση του όρου «διαβούλευση» από την ηγεσία του υπουργείου.  Σε απλά ελληνικά, δεν θεωρώ ότι κάποιος από τους ιθύνοντες του υπουργείου θα λάβει έστω, στοιχειωδώς, υπόψη του τα σχόλια που γίνονται στο open gov. Διότι όταν ο ηγέτης ενός συγκεκριμένου χώρου δράσης ενδιαφέρεται πραγματικά να διαβουλευθεί πριν προχωρήσει στην λήψη απόφασης, να αφουγκρασθεί δηλαδή αυτόν τον οποίο αφορά αμέσως το σχετικό μέτρο του πεδίου ευθύνης του, και δη, εν προκειμένω, τους ποινικούς δικαστές που κατεξοχήν αφορά το «συζητούμενο» νομοσχέδιο αφού αυτοί θα κληθούν να το εφαρμόσουν στις πλάτες των πολιτών, όφειλε, τουλάχιστον, να είχε φροντίσει, παραμερίζοντας τις προσωπικές του απόψεις, να είχε διορίσει στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή έναν δικαστή, αφού όσο ανεπαρκείς και να μας θεωρεί, κάτι έχουμε αποκομίσει από την καθημερινή επαφή με τα ακροατήρια. Με το δεδομένο αυτό, το οποίο δεν το θεωρώ διόλου διαδικαστικό, αλλά κατεξοχήν θεσμικό, στην πλειοψηφία των, κατά τη γνώμη μου, ορθών και εύστοχων σχόλιων, έρχομαι να προσθέσω, ως μαχόμενος ποινικός δικαστής, το ακόλουθο σχόλιο με αφορμή το προτεινόμενο άρθρο 15. Η προτεινόμενη ρύθμιση είναι παντελώς ανεφάρμοστη. Και τούτο διότι, στην καλύτερη περίπτωση, μία σύνθεση Τριμελούς στο Πλημμελειοδικείο της Αθήνας έχει να δικάσει 25 υποθέσεις περίπου (μεταξύ των οποίων ψευδείς καταμηνύσεις, συκοφαντικές δυσφημήσεις, ιατρικές αμέλειες κλπ), ένα δε μονομελές πάνω από 70. Ένας δικαστής που μετέχει στην σύνθεση έχει περίπου 5 ποινικές υπηρεσίες το μήνα (στις οποίες πρέπει να προστεθούν και τουλάχιστον 4 πολιτικές, πέρα των λοιπών υποχρεώσεων του, δηλαδή διασκέψεις, πινάκια κλπ και φυσικά η κατάρτιση των αποφάσεων). Ο δε εισαγγελέας έχει περίπου 9 υπηρεσίες το μήνα, πέρα των λοιπών χρεώσεων του (μηνύσεις, προτάσεις, έρευνες κλπ). Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι από τις παραπάνω υποθέσεις του τριμελούς πλημμελειοδικείου αναβληθούν δέκα, από εκείνες του μονομελούς άλλες δέκα, για άλλη ημέρα, κάντε τους πολλαπλασιασμούς για να αντιληφθείτε ότι δεν είναι δυνατόν ένας δικαστής, όσο υπεράνθρωπος και αν είναι, ακόμα και αν το ωράριο παραταθεί όχι δύο, αλλά πέντε ώρες, να μπορέσει να δικάσει τις υποθέσεις αυτές υπό τις παρούσες συνθήκες. Και αν, arguendo, το έκανε, τούτο θα ήταν, at the end of the day, εις βάρος των πολιτών που θα δικάζονταν, αφού, φευ, τα ανθρώπινα όρια είναι συγκεκριμένα και δη πεπερασμένα, οπότε αυτό που εντέλει θα τον ενδιέφερε θα ήταν να ξεπετάξει τις υποθέσεις και να πάει σπίτι του. Με άλλα λόγια: «Υπάρχει και το εφετείο». Αυτό μπορείτε να το έχετε, εάν αυτό θέλετε. Μόνο που αυτό δεν λέγεται δικαιοσύνη. Τι θα μπορούσε να γίνει για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων; Πολύ σωστά προτάθηκαν η αύξηση του παραβόλου στις μηνύσεις π.χ. σε ένα ποσό της τάξης των πεντακοσίων τουλάχιστον ευρώ από δέκα που είναι σήμερα και η επιστροφή του σε περίπτωση καταδίκης του μηνυόμενου ή αντίθετα, η επιβολή ανάλογων εξόδων στο μηνυτή που έχει υποβάλει αβάσιμη μήνυση, ποσά τα οποία θα εισπράττονται αμέσως, με την έκδοση απόφασης, και δεν θα βεβαιώνονται απλά στην εφορία όπως συμβαίνει σήμερα. Τα ποσά αυτά σε περιπτώσεις αποδεδειγμένα άπορων ή πλούσιων πολιτών θα μπορούσαν να αντικατασταθούν, αναλόγως, από υποχρεωτική παροχή κοινωνικής υπηρεσίας ορισμένης διάρκειας. Επίσης, θα συνεισέφερε στην αποσυμφόρηση η αποποινικοποίηση ήσσονος σημασίας εγκλημάτων (π.χ. ελαφρά σωματική βλάβη εξ αμελείας, παρακώλυση συγκοινωνιών από αμέλεια) ή εγκλημάτων που έχουν καταστεί ποινικά κολάσιμες πράξεις επειδή ο διοικητικός μηχανισμός είναι ανεπαρκής (π.χ. υγειονομικά, ασφαλιστικές εισφορές κλπ). Επίσης, θα μπορούσε να εφαρμοσθεί στα καθ’ ημάς, ιδίως στις υποθέσεις που πέρα της ποινικής απαξίας, εμπεριέχουν διαφορά μεταξύ ιδιωτών (ψευδής καταμήνυση, δυσφήμηση, μη καταβολή εργατικών εισφορών, σωματική βλάβη ή ανθρωποκτονία από αμέλεια, ιδίως όταν τελούνται από ιατρούς, κλπ), αναλόγως, ό,τι εφαρμόζεται στις ΗΠΑ εδώ και πολλά χρόνια στις πολιτικές υποθέσεις, δηλαδή: ένα συμβούλιο δικαστών, με συνοπτικές διαδικασίες, χωρίς ακροαματική διαδικασία, κρίνοντας με βάση τα υπομνήματα των διαδίκων, θα αξιολογεί τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να εξετάζει μάρτυρες, και θα ελέγχει εάν η υπόθεση «αξίζει» να ακουστεί στο ακροατήριο ή όχι ή ακόμα, θα μπορεί και να επιλύει την υπόθεση, συμβιβαστικά ή μη, προτείνοντας ποινές (όπως και στην προτεινόμενη ποινική συνδιαλλαγή) τις οποίες οι διάδικοι, δια των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, θα μπορούν να αποδέχονται, θεσπίζοντας προς τούτο ανάλογα ευεργετήματα (για τον κατηγορούμενο: π.χ. αναστολή εκτέλεσης, για τον πολιτικώς ενάγοντα: π.χ. άμεση εκκαθάριση αποζημίωσης επιλύοντας ταυτόχρονα και την ενδεχόμενη αστική διαφορά) ή να αποκρούουν, με τον κίνδυνο όμως να υποστούν ανάλογες δυσμενείς συνέπειες για την περίπτωση αντίθετης με τις επιδιώξεις τους κατάληξης της υπόθεσης (π.χ. για τον κατηγορούμενο, σε περίπτωση καταδίκης του στο ακροατήριο, ανάλογα με τις περιστάσεις, απώλεια του ευεργετήματος της μετατροπής ή της αναστολής, μετατροπή έναντι αυξημένου χρηματικού ποσού κλπ, ενώ για τον πολιτικώς ενάγοντα, σε περίπτωση αθώωσης του κατηγορούμενου, επιβολή αυξημένης δικαστικής δαπάνης ή αποζημίωσης υπέρ του κατηγορουμένου ή επιβολής προστίμου ή παροχής κοινωφελούς εργασίας που θα επιβάλλονται υποχρεωτικά). Το τελευταίο βέβαια μέτρο (επίλυση της διαφοράς από συμβούλιο) προϋποθέτει, condicio sine qua non, πρώτον, ότι η πολιτεία θα εμπιστευθεί τους δικαστές της, οι οποίοι, σε τελική ανάλυση, αφενός, διορίσθηκαν κατόπιν διαγωνισμού που διενήργησε η ίδια, αφετέρου, είναι οι μόνοι διαθέσιμοι που μπορούν να κάνουν την δουλειά και, δεύτερον, ότι θα θεσπισθούν δικλείδες ασφαλείας για τους δικαστές που θα συμμετέχουν στα συμβούλια αυτά, αφού είναι ήδη ιδιαίτερα διαδεδομένο το φαινόμενο υποβολής προφανέστατα αβάσιμων αναφορών και μηνύσεων για κατάχρηση εξουσίας, παράβαση καθήκοντος κλπ κατά δικαστών, ως οιονεί ένδικο μέσο, φαινόμενο μπροστά στο οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, η πολιτεία παραμένει θεατής, αν όχι θιασώτης. Το τελευταίο δε διότι, εάν η δικαστική ανεξαρτησία δεν διασφαλισθεί στην πράξη και δεν εμπεδωθεί, κυρίως από τον κατώτατο δικαστή, νομοτελειακά, δεν θα μπορέσει να φτάσει στον πολίτη με την ορθή και απρόσκοπτη απονομή της από τον δικαστή, με αποτέλεσμα, όποια ρύθμιση, ακόμα και η ορθότερη, να μείνει απλώς στα χαρτιά. Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας.