• Σχόλιο του χρήστη 'Σίμος Ι. Σαμαράς' | 24 Σεπτεμβρίου 2010, 23:27

    Το σχολιαζόμενο άρθρο του προσχεδίου νόμου (εφεξής ΠρσχΝ) επιχειρεί να δώσει μεγαλύτερη ώθηση στην εκδίκαση διαφορών γενικότερου ενδιαφέροντος, προκαλεί, όμως, προβλήματα εξίσου σημαντικά με εκείνα που προσπαθεί να λύσει. Σχετικά με τη συλλογιστική εισαγωγής της εισαγωγής ενώπιον του ΣτΕ υποθέσεων γενικότερου ενδιαφέροντος Η συλλογιστική της εισαγωγής των υποθέσεων ενώπιον του ΣτΕ κατ’ άρθ. 1 ΠρσχΝ διασπά τη λειτουργική αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, η οποία, όπως και η λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων των λοιπών δικαιοδοτικών κλάδων, είναι αποκλειστική, υπό την έννοια ότι κάθε δικαστήριο που κρίνει μια υπόθεση είναι και το μόνο αρμόδιο γι’ αυτήν έως ότου εκδώσει απόφαση. Η υπόθεση που τελικά θα κριθεί από το ΣτΕ στο πλαίσιο της σχολιαζόμενης ρύθμισης ξεκινά από κάποιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο (εφεξής ΤΔΔ· η διάταξη αναφέρει πλεοναστικά «ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου», αφού αν η υπόθεση ήδη εκκρεμεί ενώπιον του ΣτΕ, ευλόγως δεν μπορεί να ξαναεισαχθεί, ενώ θα έπρεπε να γίνεται η αναφορά «ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου») συνεχίζεται στο ΣτΕ με πρωτοβουλία «ενός των διαδίκων» (§ 1) ή του ίδιου του δικαστηρίου, που αποστέλλει προδικαστικό ερώτημα (§ 2), και συνεχίζεται ενώπιον του ΤΔΔ. Με τον τρόπο αυτό η ίδια υπόθεση κρίνεται από δύο διαφορετικά δικαστήρια και μάλιστα το ένα ανώτατο. Η αποκλειστική λειτουργική αρμοδιότητα δεν κατοχυρώνεται ρητά στο Σύνταγμα (εφεξής Συντ.), ωστόσο αποτελεί γενική αρχή του δικονομικού δικαίου που σέβεται ο συνταγματικός νομοθέτης στην κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαιοδοτικών κλάδων ή των δικαστηρίων του ίδιου κλάδου προσδίδοντάς της έτσι συνταγματική περιωπή. Για το λόγο αυτό, η απόκλιση από την αρχή της αποκλειστικής λειτουργικής αρμοδιότητας θα έπρεπε να έχει συνταγματικό έρεισμα, κάτι που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, καθιστώντας την όλη συλλογιστική της διάσπασης της διοικητικής δίκης αμφίβολης συνταγματικότητας. Σχετικά με τη διαδικασία εισαγωγής των υποθέσεων ενώπιον του ΣτΕ Η αφαίρεση κατά περίπτωση υποθέσεων από τα ΤΔΔ και η ανάθεσή τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ) γίνεται με τρόπο που δύσκολα συμβιβάζεται με την αρχή της οικονομίας της δίκης και σε κάποια σημεία και με το Σύνταγμα, πέραν του λόγου που προαναφερθηκε. Ειδικότερα, στην περίπτωση που ο ασκών το ένδικο βοήθημα ή μέσο επιθυμεί να τα εισαγάγει ενώπιον του ΣτΕ δεν μπορεί να το επιτύχει αμέσως, ακόμα κι αν το ένδικό του βοήθημα ή μέσο  πληρεί τις προϋποθέσεις του άρθ. 1 § 1 εδ. α΄ ΠρσχΝ: θα πρέπει να το ασκήσει ενώπιον των ΤΔΔ και στη συνέχεια, όπως αφήνει η ρύθμιση να εννοηθεί, να υποβάλλει αίτηση εκδίκασης προς το ΣτΕ («αίτημα» κατά τη διατύπωση της ρύθμισης), αφού δεν προβλέπεται η δυνατότητα αποστολής του απευθείας από το ΤΔΔ όπου εκκρεμεί. Περαιτέρω, με τον τρόπο αυτό η προβλεπόμενη τριμελής επιτροπή του ΣτΕ παρεμβαίνει στην αρμοδιότητα του ΤΔΔ ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, αφού μπορεί να εισάγει την εκδίκασή της στο ΣτΕ χωρίς το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί να αποφασίσει το ίδιο σχετικά και να κηρύξει εαυτόν αναρμόδιο. Με αυτό το περιεχόμενο η ρύθμιση δύσκολα συμβιβάζεται με την αρχή του νόμιμου δικαστή (άρθ. 8 εδ. α΄ Συντ.), καθώς αφαιρείται υπόθεση μετά την αποκρυστάλλωση της αρμοδιότητας (άρθ. 8 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, εφεξής ΚΔΔ), κάτι που κατά την κρατούσα ερμηνεία συνιστά παράβαση της εν λόγω συνταγματικής αρχής. Επιπλέον, η υπόθεση δεν άγεται ενώπιον του ΣτΕ με πρωτοβουλία μόνο του ασκούντος το ένδικο βοήθημα ή μέσο, που είναι αυτός τον οποίο αφορά κατά κύριο λόγο η δικαστική κρίση ως αιτούμενος την παροχή δικαστικής προστασίας, αλλά «ενός των διαδίκων», δηλ. και του καθ’ ου το ένδικο βοήθημα ή μέσο, ακόμα και του κυρίως παρεμβαίνοντος (ΚΔΔ 112). Στο μέτρο που η δίκη υπόκειται σε άλλο δικαστή με ενέργεια χωρίς πρωτοβουλία του ασκούντος το ένδικο βοήθημα ή μέσο, απουσιάζει η συναίνεσή του για την αφαίρεση του νόμιμου δικαστή κατ’ άρθ. 8 Συντ. Θα πρέπει ακόμα να επισημανθεί ότι η μεταφορά υποθέσεων στο ΣτΕ με τον τρόπο που περιγράφει η σχολιαζόμενη διάταξη δημιουργεί αναπόφευκτα υποθέσεις δύο ταχυτήτων: από τη μια μεριά σε εκείνες στις οποίες συμφέρον για την υπαγωγή τους στο ΣτΕ έχει ο ασκών το ένδικο βοήθημα ή μέσο πιστεύοντας ότι θα δικαιωθεί νωρίτερα ή ο αντίδικός του – συνήθως το Ελληνικό Δημόσιο στα ένδικα βοηθήματα – μέσω των δικαστικών του παραστατών ευελπιστεί στην τελειωτική και ταχύτερη απόρριψη της υπόθεσης – γιατί αν πιστεύει το αντίθετο έχει συμφέρον να παρελκύσει κατά το δυνατό τη διαδικασία εξαντλώντας τους δικαιοδοτικούς βαθμούς –, και από την άλλη μεριά σ’ εκείνες στις οποίες συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Το αποτέλεσμα, πάντως, θα είναι άλλες υποθέσεις γενικότερου ενδιαφέροντος να επιλύονται από το ΣτΕ γρήγορα – υπό την έννοια της μη μεσολάβησης περαιτέρω ενδίκων μέσων – και άλλες να χρονίζουν στα γρανάζια της διοικητικής δικαιοσύνης, χωρίς να οδηγεί η ρύθμιση στην αποσυμφόρηση που θα ήταν δυνατή σε διαφορετική περίπτωση. Θα μπορούσε να διερωτηθεί κανείς αν είναι δυνατή η επίτευξη ισοδύναμου ή και μείζονος αποτελέσματος με αυτό που επιδιώκει η διάταξη μεταβάλλοντας το περιεχόμενό της. Αυτό είναι καθ’ όλα δυνατό. Αντί για τη σύνθετη διαδικασία εισαγωγής στο ΣτΕ των υποθέσεων γενικότερου ενδιαφέροντος που περιέχεται στο άρθ. 1 § 1 ΠρσχΝ, θα μπορούσε να προβλέπεται αποκλειστική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του ΣτΕ για τις υποθέσεις γενικότερου ενδιαφέροντος, ώστε να είναι δυνατή η εισαγωγή της υπόθεσης απευθείας σ’ αυτό, κι όχι μέσω της ΤΔΔ, ώστε αφενός να τηρείται απαρέγκλιτα η συνταγματική αρχή του νόμιμου δικαστή, αφετέρου να επιταχύνεται η διαδικασία εισαγωγής τους και να απαλλάσσεται από περιττά έξοδα και άσκοπες διαδικαστικές πράξεις. Αν, μάλιστα, εισαγόταν η εν λόγω αρμοδιότητα του ΣτΕ με αναδρομική ισχύ που να καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, θα ήταν δυνατή η αποστολή σ’ αυτό των εκκρεμών υποθέσεων χωρίς να θιγεί στο παραμικρό η αρχή του νόμιμου δικαστή, μέσω της έκδοσης απόφασης για αναρμοδιότητα και παραπομπής (ΚΔΔ 12 § 2) Σχετικά με τη δημοσιότητα της εισαγωγής υποθέσεων ενώπιον του ΣτΕ και τις επιπτώσεις της Το ΠρσχΝ προβλέπει τη δημοσίευση «σε δύο εφημερίδες των Αθηνών» της εισαγωγής ενώπιον του ΣτΕ υπόθεσης γενικότερου ενδιαφέροντος κατά τη διαδικασία του σχολιαζόμενου άρθρου και συναρτά μ’ αυτήν την αναστολή των εκκρεμών υποθέσεων που αφορούν το ίδιο ζήτημα. Ο τρόπος δημοσιότητας που επιλέγεται, ενόψιε των συνεπειών αυτής, είναι ανεπαρκής. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι στη σύγχρονη, ηλεκτρονική εποχή ο τύπος έχει παύσει να αποτελεί βασική πηγή πληροφόρησης, όσο και ότι η συγκεκριμένη μη συστηματική δημοσιότητα δεν εξασφαλίζει τη βέβαβιη γνώση των συντελεστών της δίκης, δικαστών και διαδίκων, που θα επέτρεπε αφενός την αναστολή των δικών τους και αφετέρου θα παρείχε τη δυνατότητα στους διαδίκους να παρέμβουν (άρθ. 1 § 1 εδ. γ΄ ΠρσχΝ). Για την επαρκή πληροφόρηση των παραπάνω και λόγω του ευρέος βεληνεκούς της προβλεπόμενης αναστολής και του δικαιώματος παρέμβασης θα έπρεπε να διασφαλίζεται η κατά το δυνατόν πραγματική γνώση, κάτι που θα μπορούσε να γίνει μόνο με την κοινοποίηση στα δικαστήρια, ενώπιον των οποίων εκκρεμούν υποθέσεις που κρίνουν το ίδιο ζήτημα, αντιγράφων της πράξης εισαγωγής της υπόθεσης ενώπιον του ΣτΕ και, συμπληρωματικά, την ανάρτησή της σε υλική μορφή στο κτήριο του ΣτΕ και την ιστοσελίδα του. Πέραν αυτών,όμως, γεννάται το ερώτημα της σκοπιμότητας της αναστολής των εκκρεμών δικών, αφού αυτές δεν καταλαμβάνει το δεδικασμένο από την απόφαση επί της υπόθεσης που εισάγεται στο ΣτΕ. Αν μεν οι διάδικοί τους παρέμβουν στην υπόθεση ενώπιον του ΣτΕ, τότε είναι δικαιολογημένη η αναστολή, προκειμένου να μην διεξάγονται ταυτόχρονα δυό συναφείς δίκες, αφού αυτοί θα δεσμεύονται από το δεδικασμένο. Αν, όμως, οι διάδικοι δεν επιλέξουν να παρέμβουν, τότε δεν δικαιολογείται οι δίκες τους να ανσταλούν. Οι αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων στη χώρα μας δεν αναπτύσσουν τριτενεργούν δεδικασμένο, όπως οι αντίστοιχες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Δικαστηρίου της ευρωπαϊκής ένωσης, με εξαίρεση εκείνες του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου στην περίπτωση του άρθ. 100 § 4 Συντ. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, οι αποφάσεις των ανώτατων δικαστηρίων αναπτύσσουν απλώς τη λειτουργία του σοβαρού επιχειρήματος για τις υποθέσεις που δεν αφορούν. Ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται να αναστέλλονται οι εκκρεμείς δίκες, και μάλιστα ενώπιον οιουδήποτε βαθμού εκκρεμούν – όπως προκύπτει από την ευρύτητα της διατύπωσης – μόνο και μόνο για τη νομολογειακή πληροφόρηση των δικαστών. ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com