• Σχόλιο του χρήστη 'ΜΑΡΙΟΣ ΜΠΡΑΜΟΣ' | 17 Νοεμβρίου 2015, 20:57

    ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 48 ΤΟΥ ΑΠΟ 9.11.2015 ΥΠΟ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΥΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΝΕΑΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΟΣ Το Υποθηκοφυλακείο είναι η δημόσια υπηρεσία στην οποία κατατίθενται επίσημα και φυλάσσονται οι τίτλοι ιδιοκτησίας των ακινήτων καθώς και τα βάρη (υποθήκες, προσημειώσεις, κατασχέσεις) που τα βαρύνουν, και ανήκει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Κατά τα έτη που υφίστατο ομαλή οικονομική ζωή, ένας βασικός αναπτυξιακός μοχλός της ελληνικής οικονομίας ήταν η κατασκευή και η αγοραπωλησία ακινήτων, γεγονός το οποίο μεταφραζόταν ότι τα άμισθα υποθηκοφυλακεία είχαν μεγάλο κύκλο εργασιών, είχαν ανάγκη από υπαλλήλους για την διεκπεραίωση των υποθέσεων, και είχαν τη δυνατότητα κάλυψης όλων των λειτουργικών εξόδων τους, των μισθών των υπαλλήλων τους και των ασφαλιστικών εισφορών αυτών. Ήδη όμως με τη είσοδο της χώρας στην περίοδο της οικονομικής ύφεσης, το πρώτο οικονομικό πεδίο που επλήγη ανεπανόρθωτα ήταν αυτό των μεταβιβάσεων ακινήτων, γεγονός που προκάλεσε κάθετη μείωση στις οικονομικές εισροές όλων των υποθηκοφυλακείων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σε αρκετά άμισθα υποθηκοφυλακεία της ελληνικής επικράτειας να σωρεύονται χρέη καθώς τα έξοδά τους, όπως είχαν διαμορφωθεί πριν την κρίση, ήταν περισσότερα από τα έσοδά τους, όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά την κρίση. Άμεση συνέπεια του φαινομένου αυτού ήταν η παραίτηση υπερχρεωμένων υποθηκοφυλάκων, οι οποίοι αδυνατούσαν πλέον να παρέχουν τις δημόσιες υπηρεσίες, και να μην δύναται να ανταπεξέλθουν στα έξοδά τους. Έτσι κατέστη αναγκαία η εκ νέου νομοθέτηση από την ελληνική πολιτεία σχετικά με την επίλυση του ζητήματος της λειτουργίας των άμισθων υποθηκοφυλακείων. Β. ΤΟ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΙΣΧΥΟΝ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ Η παράγραφος 4 του άρθρου 5, με τίτλο «ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΟΣ» του Κανονιστικού Διατάγματος της 19/23 Ιουλ. 1941 «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των διατάξεων των A.Ν.434/1937, 1933/1939, 2182/1940 και 2532/1940 «περί οργανισμού των Υποθηκοφυλακείων του Κράτους» ορίζει ότι: «4. Εν περιπτώσει οριστικής εκ της υπηρεσίας αποχωρήσεως ή θανάτου του ειδικού αμίσθου Υποθηκοφύλακος ή του τοιούτα έργα εκτελούντος Συμβολαιογράφου,τα έργα του Υποθηκοφύλακος,υπαρχόντων εν τη έδρα του Ειρηνοδικείου πλειόνων Συμβολαιογράφων,ανατίθενται προσωρινώς και μέχρι διορισμού κατά το άρθρ.39 του παρόντος ειδικού αμίσθου Υποθηκοφύλακος εις ένα τούτων δια Δ/τος μετά σύμφωνον γνωμοδότησιν της ολομελείας του αρμοδίου Πρωτοδικείου,προτιμωμένου του έχοντος άδειαν δικηγορείν από του στερουμένου τοιαύτης.Μέχρι της τοιαύτης αναθέσεως τα έργα του Υποθηκοφύλακος εκτελεί ο εν τη έδρα του Ειρηνοδικείου αρχαιότερος συμβολαιογράφος ή μη υπάρχοντος τούτου ο εν τη αυτή έδρα ασκών χρέη συμβολαιογράφου". ***Η παρ. 4 αντικαταστάθηκε ως άνω διά του άρθρου 2 του Ν. 2224/1952.» Από την γραμματική ερμηνεία της ως άνω διάταξης προκύπτει ότι ο νομοθέτης ξεχώρισε δύο χρονικές περιόδους μετά την αποχώρηση του άμισθου Υποθηκοφύλακος. Η πρώτη είναι αυτή που έπεται άμεσα μετά την αποχώρησή του και στην περίπτωση αυτή διορίζεται ο αρχαιότερος συμβολαιογράφος. Η δεύτερη περίοδος είναι αυτή κατά την οποία εκδίδεται διάταγμα μετά από σύμφωνη γνωμοδότηση της ολομελείας του οικείου Πρωτοδικείου, όπου επιλέγεται και διορίζεται εις εκ του υπηρετούντων συμβολαιογράφων της ειρηνοδικειακής περιφέρειας. Συνεπώς κατά την πρώτη περίοδο, η οποία αφορά το άμεσο διάστημα μετά την αποχώρηση αναλαμβάνει ο αρχαιότερος συμβολαιογράφος, ενώ στη συνέχεια αναλαμβάνει ένας από τους συμβολαιογράφους της περιφερείας, με διάρκεια καθηκόντων ως τον διορισμό νέου άμισθου υποθηκοφύλακα. Γ. ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΕΙΟΥ Ο νομοθέτης ανέθεσε στα άμισθα υποθηκοφυλακεία έργο το οποίο, ως εκ της φύσεως της αποστολής τους (ταυτόσημης με εκείνη των έμμισθων υποθηκοφυλακείων που αποτελούν οργανικές μονάδες-υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης), συνάπτεται άμεσα με την εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίας και την εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος αναγομένων στη διασφάλιση των συναλλαγών. Συναφώς, τα άμισθα υποθηκοφυλακεία αποτελούν αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες υπό λειτουργική έννοια (κατ’ άλλη διατύπωση: δημόσιες υπηρεσίες σε περιορισμένο βαθμό κατά παραχώρηση, αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες ή υπηρεσίες εξηρτημένες από τις δικαστικές αρχές, βλ. Σ.τ.Ε. 1991/1951 Ολ., γνμδ. Εισ. Α.Π. 2/1987) και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία ασκείται «με σκοπό τη διασφάλιση της εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας τους» (βλ. άρθρο 7 παρ. 3 περ. γ΄ του π.δ. 36/2000, Οργανισμός του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Α΄ 29). Ενόψει δε της σπουδαιότητας των καθηκόντων του άμισθου υποθηκοφύλακα από απόψεως δημοσίου συμφέροντος, τα οποία είναι σύμφυτα με την κατά νόμον αποστολή του υποθηκοφυλακείου και δεν διαφέρουν από τα καθήκοντα του έμμισθου υποθηκοφύλακα (βλ. και το άρθρο 23 παρ. 5 εδ. α΄του ν. 2664/1998, στο οποίο ο άμισθος υποθηκοφύλακας χαρακτηρίζεται ως «άμισθος δημόσιος λειτουργός»), ο νομοθέτης ρύθμισε ειδικώς το υπηρεσιακό καθεστώς του και υπέβαλε σε έντονη κανονιστική ρύθμιση την οργάνωση των άμισθων υποθηκοφυλακείων (ΣτΕ 2573/2015). Δ. Η ΝΕΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ Δ1. Η ΝΕΑ ΔΙΑΤΑΞΗ Ακολούθως, στο άρθρο 48 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Σύμφωνο Συμβίωσης και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι: «Η παράγραφος 4 του άρθρου 5 του Κανονιστικού Διατάγματος της 19/23 Ιουλ. 1941 «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των διατάξεων των A.Ν.434/1937, 1933/1939, 2182/1940 και 2532/1940 «περί οργανισμού των Υποθηκοφυλακείων του Κράτους»» αντικαθίσταται ως εξής: «4. Σε περίπτωση οριστικής αποχώρησης ή θανάτου ειδικού άμισθου υποθηκοφύλακα ή συμβολαιογράφου που εκτελεί έργα υποθηκοφύλακα σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, η λειτουργία του υποθηκοφυλακείου ανατίθεται σε συμβολαιογράφο της έδρας του Ειρηνοδικείου με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της ολομέλειας του αρμόδιου Πρωτοδικείου. Αν στην ίδια ειρηνοδικειακή περιφέρεια υπηρετούν περισσότεροι του ενός συμβολαιογράφοι, η επιλογή γίνεται με κριτήριο την αρχαιότητα άλλως τα έτη προηγούμενης άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κατόπιν αιτήματος του οικείου Συμβολαιογραφικού Συλλόγου η ανάθεση μπορεί να γίνει και εκ περιτροπής σε όλους τους συμβολαιογράφους της ειρηνοδικειακής περιφέρειας. Μέχρις ότου αναλάβει τα καθήκοντά του ο συμβολαιογράφος που ορίστηκε με την ανωτέρω διαδικασία τη λειτουργία του υποθηκοφυλακείου αναλαμβάνει ο αρχαιότερος συμβολαιογράφος της ειρηνοδικειακής περιφέρειας με πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης ή του Διευθύνοντα το Πρωτοδικείο. Οι συμβολαιογράφοι που εκτελούν έργα υποθηκοφύλακα βαρύνονται μόνο με τις οικονομικές υποχρεώσεις (ιδίως καταβολή μισθοδοσίας, ασφαλιστικών εισφορών και λειτουργικών εξόδων) του υποθηκοφυλακείου, οι οποίες προκύπτουν κατά την περίοδο άσκησης των καθηκόντων τους, και όχι για οφειλές που ανάγονται στο προηγούμενο της ανάληψης της υπηρεσίας τους διάστημα. Ο συμβολαιογράφος στον οποίο, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ανατέθηκαν προσωρινά τα έργα του υποθηκοφύλακα, δύναται να υποβάλει αίτηση παραίτησης στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η αποδοχή ή μη της αίτησης αυτής, καθώς και ο ορισμός νέου αναπληρωτή γίνονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά από σύμφωνη γνώμη της Ολομέλειας του οικείου Πρωτοδικείου. Ο συμβολαιογράφος στον οποίο ανατέθηκαν καθήκοντα σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δύναται να παραιτηθεί και η αποδοχή ή μη της αίτησης παραίτησής του, καθώς και ο ορισμός του επόμενου σε σειρά αρχαιότητας συμβολαιογράφου ως αναπληρωτή υποθηκοφύλακα, γίνεται από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης ή τον Διευθύνοντα το Πρωτοδικείο. Η υποβολή αίτησης παραίτησης δεν αναστέλλει την ισχύ της πράξης διορισμού». Δ2. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟ Από τη γραμματική ερμηνεία όσων προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο της ως άνω διάταξης, το σχέδιο νόμου διακρίνει δύο χρονικές περιόδους για την αναπλήρωση του αποχωρούντος ειδικού άμισθου υποθηκοφύλακα. Η πρώτη χρονική περίοδος είναι αυτή που ακολουθεί άμεσα της αποχωρήσεως ή θανάτου του υποθηκοφύλακος, κατά την οποία αναπληρώνεται από τον αρχαιότερο συμβολαιογράφο: («Μέχρις ότου αναλάβει τα καθήκοντά του ο συμβολαιογράφος που ορίστηκε με την ανωτέρω διαδικασία τη λειτουργία του υποθηκοφυλακείου αναλαμβάνει ο αρχαιότερος συμβολαιογράφος της ειρηνοδικειακής περιφέρειας με πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης ή του Διευθύνοντα το Πρωτοδικείο»). Η δεύτερη χρονική περίοδος είναι αυτή που αφού έχει διορισθεί εντελώς προσωρινά ο αρχαιότερος συμβολαιογράφος, διορίζεται άλλος με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της ολομέλειας του αρμόδιου Πρωτοδικείου με γνώμονα την αρχαιότητα του Συμβολαιογράφου. Συνεπώς και σε αυτή την περίπτωση διορίζεται προς αναπλήρωση ο αρχαιότερος συμβολαιογράφος. Η δε περίοδος αυτή εκτείνεται ως τον διορισμό ειδικού αμίσθου Υποθυκοφύλακος μετά από επιτυχία στον πανελλήνιο διαγωνισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Εις αμφότερες τις χρονικές περιόδους αναπλήρωσης προκύπτει ότι θα αναπληρώνει ο αρχαιότερος συμβολαιογράφος της περιφέρειας. Επομένως δεν έχει λογική και νομική συνοχή ο διαχωρισμός σε δύο χρονικές περιόδους καθώς και στις δύο καλείται ο αρχαιότερος να αναπληρώσει, και να επωμιστεί όλες τις δυσμενείς συνέπειες της μη εύρυθμης λειτουργίας ενός μη κερδοφόρου υποθηκοφυλακείου. Έτσι στην προκειμένη περίπτωση δεν τηρείται η από το Σύνταγμα προβλεπόμενη αρχή της αναλογικότητας, κατά την οποία η πολιτεία όφειλε να κατανείμει ισομερώς την αναπλήρωση, διότι αυτή κατ’ ουσίαν είναι ένας δυσμενής, επαχθής και οικονομικά ασύμφορος διορισμός. Βέβαια, ακόμα και αυτή την αρχή να λάμβανε υπόψη του ο συντάξας το σχέδιο νόμου, δεν επιλύεται το πρόβλημα της αναπλήρωσης, διότι το οικονομικό πρόβλημα που επιβάλλεται στον αρχαιότερο συμβολαιογράφο, απλά θα μοιραζόταν σε περισσότερους συναδέλφους, οι οποίοι λόγω των οικονομικών προβλημάτων θα αναγκάζονταν ο διαρκώς να δηλώνουν παραιτήσεις. Δ3. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ Ο ΕΚΤΕΛΩΝ ΧΡΕΗ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΟΣ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ Στη συνέχεια, ορίζεται ότι «οι συμβολαιογράφοι που εκτελούν έργα υποθηκοφύλακα βαρύνονται μόνο με τις οικονομικές υποχρεώσεις (ιδίως καταβολή μισθοδοσίας, ασφαλιστικών εισφορών και λειτουργικών εξόδων) του υποθηκοφυλακείου, οι οποίες προκύπτουν κατά την περίοδο άσκησης των καθηκόντων τους, και όχι για οφειλές που ανάγονται στο προηγούμενο της ανάληψης της υπηρεσίας τους διάστημα». Δηλαδή ο συντάξας το σχέδιο νόμου δηλώνει απερίφραστα ότι τα έξοδα και οι οφειλές των αμίσθων υποθηκοφυλακείων πρέπει να καταβάλλονται. Αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός του σχεδίου, να μην υφίστανται πλέον κλειστά υποθηκοφυλακεία αλλά να λειτουργούν με κάθε μέσο, να καταβάλλονται τα μισθώματά τους, να πληρώνονται οι υπάλληλοί τους, και να καταβάλλονται οι ασφαλιστικές εισφορές αυτών. Μάλιστα είναι το πλέον λογικό ότι τα έξοδα των υποθηκοφυλακείων πρέπει να πληρώνονται, καθώς ο εργαζόμενος που παρέχει την εργασία του πρέπει να αμείβεται και να λαμβάνει τις ασφαλιστικές του εισφορές, αλλά και ο εκμισθωτής που παρέχει το ακίνητό του για την παροχή των υπηρεσιών του υποθηκοφυλακείου έναντι ανταλλάγματος πρέπει να λαμβάνει το συμφωνηθέν μίσθωμα. Αυτό όμως που δεν έλαβε υπόψη του ο συντάξας το σχέδιο νόμου είναι ότι εάν ένας Υποθηκοφύλακας ή εκτελών χρέη επιθυμεί να μειώσει τα έξοδα δεν δύναται, καθώς οι υπάλληλοι έχουν προσληφθεί με Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Το μόνο που δύναται είναι είτε να μειώσει το μίσθωμα μετά από σύμφωνη γνώμη του εκμισθωτού, είτε να μετακινηθεί σε νέο μίσθιο αναλαμβάνοντας τα έξοδα μετακόμισης όλων των αρχείων το οποίο είναι βέβαιο ότι είναι δυσβάσταχτο. Έτσι, ενώ όλοι οι πολίτες, οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι και οι εργαζόμενοι στα υποθηκοφυλακεία επιθυμούν να λυθεί το πρόβλημα της μη λειτουργίας, με αυτό το σχέδιο νόμου δεν επιλύεται το βασικό ζήτημα, που είναι η χρηματοδότηση του Υποθηκοφυλακείου. Με τη διάταξη αυτή απλά μετακινείται το πρόβλημα της χρηματοδότησης από τον αποχωρούντα υποθηκοφύλακα στον εκτελούντα χρέη συμβολαιογράφο. Ε. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ Ε1. ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΕΞΟΔΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΕΙΟΥ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΣΟ ΤΩΝ ΕΣΌΔΩΝ ΑΥΤΟΥ Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το θεσμικό πλαίσιο που καλύπτει τις παρεχόμενες από τα υποθηκοφυλακεία υπηρεσίες, τις χαρακτηρίζει ως δημόσιες υπηρεσίες. Η ελληνική πολιτεία με το σχέδιο νόμου φαίνεται να μην επιθυμεί να δει ξεκάθαρα τις δυσμενείς επιπτώσεις που επέρχονται από τη μη λειτουργία των αμίσθων υποθηκοφυλακείων, και να αναλάβει τις ευθύνες που προκύπτουν από τις συνεχώς αυξανόμενες παραιτήσεις και των αμίσθων υποθηκοφυλάκων και των εκτελούντων χρέη που τους αναπληρώνουν. Στην υπό διαβούλευση ρύθμιση πρέπει να απαλειφθεί παντελώς η διάταξη που αναφέρει ότι ο συμβολαιογράφος που αναλαμβάνει να αναπληρώσει τον οριστικώς αποχωρούντα υποθηκοφύλακα θα ευθύνεται για τις οικονομικές υποχρεώσεις (ιδίως καταβολή μισθοδοσίας, ασφαλιστικών εισφορών και λειτουργικών εξόδων) του υποθηκοφυλακείου, οι οποίες προκύπτουν κατά την περίοδο άσκησης των καθηκόντων τους. Όπως έχει διαμορφωθεί αυτή τη στιγμή η ελληνική οικονομία, τα έσοδα των αμίσθων υποθηκοφυλακείων είναι πραγματικά χαμηλότατα, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να καλύπτονται οι βασικές οικονομικές ανάγκες, όπως αυτές αναλύονται στην διάταξη. Δηλαδή η ελληνική πολιτεία, γνωρίζοντας ότι μία δημόσια υπηρεσία δεν έχει έσοδα και δεν αποδίδει τις υποχρεώσεις της, επιδιώκει να μην αναλάβει την καταβολή αυτών των οικονομικών οφειλών, αλλά κατ’ ουσία με νομοθετική διάταξη επιθυμεί να επιστρατεύσει έναν ελεύθερο επαγγελματία, να αναλάβει αυτές τις οφειλές που είναι οφειλές δημόσιας υπηρεσίας, να περιορίσει κατά πολύ τις ήδη λιγοστές συμβολαιογραφικές πράξεις που εκτελεί, και χρεώνεται ο συμβολαιογράφος με την προσωπική του περιουσία για να λειτουργεί μία δημόσια υπηρεσία. Αυτό το φαινόμενο θα αναγκάσει, κάθε αρχαιότερη συμβολαιογράφο να παραιτείται από τον διορισμό για αναπλήρωση και να ζητεί να συνταξιοδοτηθεί για να μην αναλάβει τις δυσμενείς και δυσβάσταχτες οικονομικές υποχρεώσεις ενός οικονομικά κατεστραμμένου υποθηκοφυλακείου. Με την εφαρμογή της διάταξης αυτής υφίσταται ευθεία σύγκρουση με την αρχή της εύλογης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, διότι η πολιτεία δεν αναλαμβάνει να καταβάλει τις μελλοντικές οφειλές για μία δημόσια υπηρεσία, αλλά μεταβιβάζει την ευθύνη σε ελεύθερο επαγγελματία. Όπως τίθεται αυτή η διάταξη, επιβάλλει αυτόματα δυσμενείς συνέπειες σε κάθε αρχαιότερο συμβολαιογράφο, καθώς αναλαμβάνει οφειλές δυσανάλογα μεγαλύτερες σε σχέση με τα έσοδα που έχουν τα υποθηκοφυλακεία. Συνεπώς ο συμβολαιογράφος που εκτελεί χρέη υποθηκοφύλακα θα πρέπει να είναι υπεύθυνος μόνο για την απόδοση των εξόδων του υποθηκοφυλακείου ως του ποσού των μηνιαίων εισπράξεων, το δε υπόλοιπο αναλογούν ποσό οφείλει η ελληνική πολιτεία να το καταβάλλει, καθώς και αυτός ο οποίος παρέχει την εργασία του πρέπει να αμείβεται και να καταβάλλονται οι ασφαλιστικές του εισφορές, και ο εκμισθωτής που διαθέτει το ακίνητό του για την εξυπηρέτηση του δημόσιου σκοπού του υποθηκοφυλακείου πρέπει να λαμβάνει το μίσθωμα, και οι λογαριασμοί των ΔΕΚΟ πρέπει να πληρώνονται. Ε2. ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΑΜΙΣΘΩΝ ΣΕ ΕΜΜΙΣΘΑ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΕΙΑ Σε κάθε περίπτωση, το Συμβούλιο της Επικρατείας χαρακτηρίζει το υποθηκοφυλακείου ως αυτοτελή δημόσια υπηρεσία, ενώ οι υπάλληλοι χαρακτηρίζονται ως δικαστικοί υπάλληλοι (ΣτΕ 2573/2015). Για να είναι βιώσιμα και να λειτουργούν όλα τα υποθηκοφυλακεία της χώρας, η πολιτεία οφείλει να μετατρέψει άμεσα όλα όσα έχουν οικονομικά προβλήματα σε έμμισθα υποθηκοφυλακεία, αναλαμβάνοντας έτσι τις ουσιαστικές ευθύνες για την λειτουργία μίας δημόσιας υπηρεσίας, και διαδραματίζοντας τον ρόλο της πολιτείας που διαφυλάττει την εύρυθμη λειτουργία κάθε δημοσίου φορέα. Ε3. ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΑΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ Από την γραμματική ερμηνεία της υπό διαβούλευση διάταξης προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση ο αρχαιότερος συμβολαιογράφος αναλαμβάνει να αναπληρώσει τον αποχωρούντα υποθηκοφύλακα. Επειδή η ανάληψη μίας τέτοιας ευθύνης από ένα μόνο συμβολαιογράφο, και μάλιστα επαγγελματία που πλησιάζει προς την έξοδο από το επάγγελμα, φαίνεται τρομακτική. Δηλαδή η Ελληνική Πολιτεία αναθέτει μόνο στον αρχαιότερο να επωμιστεί όλα τα οικονομικά βάρη, και να παραμελήσει την εργασία του ιδίως στην εποχή αυτή που χρειάζεται μεγάλη περιφρούρηση. Δεν τηρείται η αρχή της αναλογικότητας με τον τρόπο αυτό, και οφείλει η πολιτεία να διορίζει προς αναπλήρωση εκ περιτροπής διαφορετικό Συμβολαιογράφο κάθε μήνα. ΣΤ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Το ουσιαστικό πρόβλημα για τη μη λειτουργία των υποθηκοφυλακείων είναι η κατακόρυφη πτώση των εσόδων τους. Εάν η πολιτεία συνεχίσει να εθελοτυφλεί, και να μην αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί ένας ελεύθερος επαγγελματίας, όπως ο συμβολαιογράφος να καλύπτει με την προσωπική του περιουσία τα έξοδα λειτουργία μίας δημόσιας υπηρεσίας, τότε θα οδηγήσει όλους τους αρχαιότερους συμβολαιογράφους σε παραίτηση, χωρίς να το θέλουν , αλλά αυτή η οδός θα αποτελεί μονόδρομο για να μην υπερχρεωθούν. Το πρόβλημα λοιπόν θα μετακυλήσει σε πιο νέους συμβολαιογράφους, οι οποίοι θα αδυνατούν κι αυτοί να ανταπεξέρχονται στα έξοδα των υποθηκοφυλακείων και θα αναγκάζονται να παραιτούνται των διορισμών τους. Η διάταξη αυτή σε καμία περίπτωση δεν επιλύει το πρόβλημα της λειτουργίας των υποθηκοφυλακείων, αλλά αντίθετα το διαιωνίζει. Οφείλει ο νομοθέτης να σκεφθεί σοβαρά όλα τα ατομικά και συνταγματικά δικαιώματα που θίγει στους συμβολαιογράφους που καλεί να αναπληρώσουν και κατ’ ουσίαν συντρίβει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και της επαγγελματικής τους πορείας (άρθρο 5 παρ. 1 Σ) καλώντας τους να αντικαταστήσουν ως οικονομικές οντότητες το ελληνικό κράτος. Αθήνα, 17η Νοεμβρίου 2015 Μάριος Χ. Μπράμος Δικηγόρος Υπ. Διδάκτωρ Νομικής