• Σχόλιο του χρήστη 'ΕΝΩΣΗ ΑΜΙΣΘΩΝ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ' | 18 Νοεμβρίου 2015, 18:55

    Αναφορικά με το προτεινόμενο άρθρο 48, κατ’ αρχήν διαπιστώνεται η εξής θεμελιώδης διαφοροποίηση σε σχέση με την τροποποιούμενη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 4 του Κ.Δ. της 19/23 Ιουλ. 1941: Απαλείφεται εξ ολοκλήρου η διατύπωση «ανατίθεται προσωρινώς και μέχρι διορισμού ….ειδικού αμίσθου υποθηκοφύλακος». Εν ολίγοις, πέρα από τις επιμέρους ρυθμίσεις που εισάγει η νέα διάταξη, η βασική κανονιστική της εισφορά είναι η ξεκάθαρη κατάργηση του προσωρινού χαρακτήρα της αναπλήρωσης από συμβολαιογράφο! Επομένως, μιλάμε ουσιαστικά για την κατάργηση του επαγγέλματος του υποθηκοφύλακα και την αντικατάσταση αυτού από τον συμβολαιογράφο, πράγμα που αποτελεί σοβαρότατη θεσμική στρέβλωση αντίθετη στο Σύνταγμα που προβλέπει και κατοχυρώνει το θεσμό του υποθηκοφύλακα. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι εξ αρχής η αναπλήρωση από συμβολαιογράφο προβλέφθηκε ως προσωρινή λύση στις περιπτώσεις που για διαφόρους λόγους ήταν αδύνατος ο άμεσος διορισμός νέου υποθηκοφύλακα. Και μόνο ως προσωρινή λύση θα μπορούσε να θεσπισθεί, καθώς η σύμπτωση καθεαυτή της ιδιότητας του συμβολαιογράφου και του υποθηκοφύλακα στο ίδιο πρόσωπο είναι προβληματική σε κάθε περίπτωση. Πρόκειται για διακριτά λειτουργήματα, με διαφορετικές απαιτήσεις και ευθύνες, που μπορεί να αφορούν εν πολλοίς στο ίδιο αντικείμενο, πλην όμως σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονται. Άραγε θα εισηγούνταν ποτέ κανείς να αναπληρώνεται συμβολαιογράφος από υποθηκοφύλακα; Αυτό που φαντάζει αδιανόητο στην αντίστροφή του όψη, γιατί γίνεται αποδεκτό με τόση ευκολία και μάλιστα όχι μόνο ως προσωρινή λύση, αλλά ως μόνιμη κατάσταση; Να σημειωθεί δε ότι και πρόσφατη γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (174/2013) έκρινε ότι η αναπλήρωση σε καμία περίπτωση δε δύναται να ξεπερνά έναν εύλογο χρόνο, ορίζοντάς αυτόν σε ένα έτος. Παρά τα ανωτέρω, το Υπουργείο προτείνει, σε περίπτωση οριστικής αποχώρησης ή θανάτου ειδικού αμίσθου υποθηκοφύλακα, η λειτουργία του υποθηκοφυλακείου να ανατίθεται σε συμβολαιογράφο, καταργώντας ουσιαστικά την έννοια της αναπλήρωσης. Δεν αναφερόμαστε πλέον σε αναπλήρωση, μέχρι τον ορισμό νέου υποθηκοφύλακα με διαγωνισμό όπως προέβλεπαν οι διατάξεις μέχρι σήμερα, αλλά σε ανάθεση του έργου του υποθηκοφύλακα σε συμβολαιογράφο! Καθώς, λοιπόν, δεν μιλούμε για αναπλήρωση, εξ ου και δεν υπάρχει πουθενά η έννοια της προσωρινότητας. Η προτεινόμενη διάταξη όχι μόνο δε ρυθμίζει τα πολυάριθμα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από την επί μία εξαετία μη προκήρυξη διαγωνισμού για την κάλυψη κενών θέσεων αμίσθων υποθηκοφυλάκων, αντίθετα επικυρώνει και θεσμοθετεί μία ανώμαλη κατάσταση που επικρατεί σε δεκάδες υποθηκοφυλακεία της χώρας: Στα μεν οικονομικά βιώσιμα γραφεία, τα οποία ως γνωστόν είναι ελάχιστα στην παρούσα δυσμενέστατη οικονομική συγκυρία, ο συμβολαιογράφος που εκτελεί χρέη υποθηκοφύλακα, στον οποίο ανατίθεται η λειτουργία αυτή με μοναδικό κριτήριο την αρχαιότητα (την ίδια στιγμή που ένας μεγάλος αριθμός αμίσθων υποθηκοφυλάκων κατέχει τη θέση αυτή μετά από συμμετοχή σε άκρως απαιτητικές και ανταγωνιστικές εξετάσεις), δραστηριοποιείται σε δύο επαγγέλματα ταυτόχρονα και μάλιστα σε συνθήκες σύγκρουσης καθηκόντων, αφού καλείται ο συμβολαιογράφος να ελέγχει τη νομιμότητα των συμβολαίων των δικών του και συναδέλφων του. Αυτό το φαινόμενο που ήταν απαράδεκτο ακόμη και ως προσωρινή λύση, όχι μόνο δεν αποδοκιμάζεται από το Υπουργείο, αλλά επικυρώνεται δια νόμου ως κανονική και μόνιμη κατάσταση, χωρίς να απασχολεί διόλου το γεγονός της προφανούς σύγκρουσης καθηκόντων, του βέβαιου αθέμιτου ανταγωνισμού που ασκείται σε βάρος των λοιπών συμβολαιογράφων της περιοχής, καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο συμβολαιογράφος που αναλαμβάνει δεν έχει περάσει από καμία διαδικασία αξιολόγησης για το νομικό έργο που του ανατίθεται και απλά τυγχάνει να είναι ο αρχαιότερος. Καταργούμε, λοιπόν de facto το διαγωνισμό, που αναμφισβήτητα αναβάθμισε ποιοτικά τον κλάδο και αποτέλεσε καινοτομία η θέσπισή του το 2002, και επαναφέρουμε το κριτήριο της αρχαιότητας του Κ.Δ. του 1941. Με τη μόνη διαφορά ότι προπολεμικά το κριτήριο της αρχαιότητας προβλέφθηκε για την προσωρινή αναπλήρωση, ενώ σήμερα θεσμοθετείται για την ανάθεση καθηκόντων υποθηκοφύλακα καθεαυτή! Αντίθετα, στα υποθηκοφυλακεία που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, που είναι η συντριπτική πλειοψηφία των γραφείων σήμερα, η προτεινόμενη διάταξη συντηρεί και επικυρώνει νομοθετικά μία άλλη ανώμαλη κατάσταση, απαράδεκτη από άποψη όχι μόνο συνταγματική, αλλά και ηθική, αυτή του «εξαναγκασμού» συμβολαιογράφων να αναλάβουν χρέη υποθηκοφύλακα παρά τη θέλησή τους. Διότι περί εξαναγκασμού πρόκειται όταν γίνεται αναφορά σε «δυνατότητα υποβολής αίτησης παραίτησης» (άραγε, εάν δεν το προέβλεπε ο νόμος, δεν θα υπήρχε το δικαίωμα παραίτησης, όπως για κάθε δημόσιο λειτούργημα;) και ακόμη περισσότερο σε αποδοχή η μη της παραίτησης αυτής από τον Υπουργό. Αναφέρει λοιπόν ρητά ο νόμος ότι ο αναλαμβάνων χρέη υποθηκοφύλακα ενδέχεται να μην μπορεί να παραιτηθεί! Η αντισυνταγματικότητα των ρυθμίσεων αυτών είναι καταφανής και θεωρούμε ότι δεν χρήζει περαιτέρω ανάλυσης. Τέλος η θεσμοθέτηση της δυνατότητας εκ περιτροπής ανάληψης καθηκόντων από τους συμβολαιογράφους της ειρηνοδικειακής περιφέρειας συνιστά μία ακόμη ατυχέστατη ρύθμιση που μόνο προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει. Διότι είναι δυνατόν να ασχοληθεί κανείς σοβαρά με τα ζητήματα λειτουργίας ενός υποθηκοφυλακείου, είτε αυτά αφορούν στην άσκηση καθεαυτή του ελέγχου νομιμότητας των εμπραγμάτων συναλλαγών, είτε σε ζητήματα εργασιακά, κάλυψης δαπανών κλπ. και τα οποία συνεπάγονται ευθύνες και υποχρεώσεις που προφανώς το Υπουργείο ουδόλως έχει λάβει υπόψη του. Παραδείγματος χάριν, έναντι του Ι.Κ.Α. θα αλλάζει ο εργοδότης του προσωπικού ανά τρεις μήνες; Ομοίως θα μεταβάλλεται το πρόσωπο του μισθωτή του γραφείου ανά τακτά διαστήματα ή του υποχρέου έναντι της ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ και άλλες ΔΕΚΟ; Είναι, επίσης, αποδεκτό να εξαναγκάζεται ένας συμβολαιογράφος να εκτελεί χρέη υποθηκοφύλακα έστω και για λίγους μήνες, αναλαμβάνοντας πλήρη αστική ευθύνη (άρ. 1344 Α.Κ.) για κάθε πράξη ή παράλειψη δική του ή του προσωπικού του; Ως άμισθοι υποθηκοφύλακες γνωρίζουμε πολύ καλά τι συνεπάγεται η ευθύνη αυτή σε επίπεδο διακινδύνευσης της προσωπικής μας περιουσίας και συχνών δικαστικών εμπλοκών, καθώς προφανώς δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι έναντι των τρίτων συναλλασσομένων με τα άμισθα υποθηκοφυλακεία δεν βρίσκεται ούτε το Δημόσιο ούτε οι υπάλληλοι των γραφείων, αλλά ο ίδιος ο υποθηκοφύλακας με πλήρη προσωπική ευθύνη, όχι μόνο πειθαρχική και ποινική (όπως και οι δημόσιοι υπάλληλοι εξάλλου) αλλά και αστική, γεγονός που τους διαφοροποιεί από κάθε έμμισθο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό. Δυστυχώς, όσο το μείζον αυτό ζήτημα της ευθύνης αντιμετωπίζεται ως επουσιώδες «τεχνικό» θέμα, θα βλέπουμε απίθανες ρυθμίσεις, όπως αυτό της «εκ περιτροπής» ανάληψης καθηκόντων υποθηκοφύλακα που θα οδηγήσουν νομοτελειακά σε αδιέξοδο.