• Σχόλιο του χρήστη 'Παναγιώτης Φωκάς - Παγουλάτος' | 13 Νοεμβρίου 2009, 21:51

    Σύμφωνα με το κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης της παραγράφου 1 του κεφαλαίου Γ, η προτεινόμενη ρύθμιση αποσκοπεί ουσιαστικά να άρει τα προβλήματα και την ανισότητα που δημιουργήθηκαν με τις πρόσφατες ρυθμίσεις των ά. 16 του ν. 3727/2008 και άρ. 14 παρ. 2 του ν. 3772/2009. Επισημαίνεται εύστοχα στο κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης ότι η μεν πρώτη από τις παραπάνω ρυθμίσεις δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα στην περίπτωση των καταδικασμένων σε ποινή κάθειρξης πέντε ετών, ενώ η δεύτερη από τις ανωτέρω ρυθμίσεις, με την οποία επιχειρήθηκε η άρση του προβλήματος, είχε ως πρακτικό αποτέλεσμα να μην γίνει αντιληπτό από πολλούς ενδιαφερόμενους ότι η αφετηρία της εννιάμηνης προθεσμίας για την υποβολή της αίτησης μετατροπής ήταν ο Δεκέμβριος του 2008 και όχι ο Ιούλιος του 2009, με αποτέλεσμα να χάσουν το σχετικό δικαίωμα. Δυστυχώς, η προτεινόμενη διατύπωση του εδαφίου α της παραγράφου 1, αντιστρατεύεται το σκοπό της αιτιολογικής έκθεσης, και μετά βεβαιότητας θα οδηγήσει στην άνιση και άδικη μεταχείριση ορισμένων καταδίκων, κατά παράβαση μάλιστα της αρχής της εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση. Συγκεκριμένα - πέραν της ανακρίβειας της διατύπωσης («αμετάκλητη» είναι κατηγορούμενο που προσιδιάζει σε απόφαση και όχι σε ποινή) - το πρόβλημα δημιουργείται διότι στο κείμενο της παραγράφου 1, εδ. α, τίθεται ως προϋπόθεση της μετατροπής, να μην έχει καταστεί η καταγνωσθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή αμετάκλητη μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου. Η προϋπόθεση αυτή τίθεται για πρώτη φορά, ενώ στις προηγούμενες δύο αναφερθείσες ανωτέρω ρυθμίσεις των ν. 3727/2008 και 3772/2009 δεν υπήρχε. Απεναντίας, στη μεν ρύθμιση του ά. 16 παρ. 1 του ν. 3727/2008 ετίθετο ως προϋπόθεση το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή να έχει καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική σε στερητική της ελευθερίας ποινή απόφαση ή να καθίσταται αμετάκλητη εντός έξι μηνών από την έναρξη της ισχύος του νόμου, ενώ στη ρύθμιση του άρ. 14 παρ. 2 του ν. 3772/2009 απαλείφθηκε – και ορθά - η προϋπόθεση του αμετακλήτου, δηλαδή η ρύθμιση ήταν εφαρμοστέα τόσο σε περιπτώσεις που η καταδικαστική απόφαση ήταν αμετάκλητη, όσο και σε περιπτώσεις που δεν ήταν. Η νεότερη διάταξη ήταν πολύ πιο εύστοχη, διότι η αρχική διάταξη είχε δημιουργήσει ερμηνευτικές δυσχέρειες, όσον αφορά το χαρακτήρα μίας απόφασης ως αμετάκλητης ή μη. Έτσι, σε περιπτώσεις όπου είχαν ασκηθεί εκπροθέσμως ένδικα μέσα κατά της καταδικαστικής απόφασης, κρίθηκε, από ορισμένα τουλάχιστον Δικαστήρια, ότι η καταδικαστική απόφαση δεν είχε καταστεί ακόμη αμετάκλητη, με αποτέλεσμα η αίτηση μετατροπής να απορρίπτεται. Και αυτό παρά το γεγονός ότι, κατά την κρατούσα γνώμη, σε περίπτωση που τα ένδικα μέσα απορρίπτονται ως απαράδεκτα λόγω της εκπρόθεσμης άσκησης αυτών, η απορριπτική αυτή απόφαση έχει αναγνωριστικό του αμετακλήτου της προσβαλλόμενης απόφασης χαρακτήρα, και όχι διαπλαστικό (Κονταξής, ΚΠΔ, τόμ. Β, σελ. 3427), και, επομένως, το αμετάκλητο της καταδικαστικής απόφασης έχει ήδη επέλθει από τη στιγμή της παρέλευσης της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση των ενδίκων μέσων. Έτσι, λόγω της αρχικής διατύπωσης του άρ. 16 παρ. 1 του ν. 3727/2008, αλλά και της ερμηνείας της έννοιας του «αμετακλήτου» της απόφασης από ορισμένα Δικαστήρια, πολλοί καταδικασθέντες, προκειμένου να κάνουν χρήση του δικαιώματος της μετατροπής, είτε δεν άσκησαν ένδικα μέσα κατά των εις βάρος τους καταδικαστικών αποφάσεων, είτε και εξωθήθηκαν να παραιτηθούν από τα ήδη ασκηθέντα ένδικα μέσα, ώστε να καταστεί η καταδικαστική απόφαση αμετάκλητη. Αυτομάτως λοιπόν όλοι αυτοί οι καταδικασθέντες, οι οποίοι είχαν δείξει εμπιστοσύνη στην αρχική ρύθμιση και έσπευσαν να αποποιηθούν τα ένδικα μέσα – διευκολύνοντας μάλιστα έμμεσα και τη Δικαιοσύνη με την απαλλαγή της από ικανό φόρτο υποθέσεων – τίθενται εκτός του πεδίου εφαρμογής της προτεινόμενης διάταξης και, αφού στερήθηκαν τα ένδικα μέσα, στερούνται ήδη με την προτεινόμενη διατύπωση και την δυνατότητα της μετατροπής της ποινής τους. Εξάλλου, η προϋπόθεση του μη αμετακλήτου, όπως αντίστοιχα και η προϋπόθεση του αμετακλήτου που είχε τεθεί αρχικά με το ν. 3727/2008, εισάγουν, άνευ αποχρώντος λόγου, διαφορετική μεταχείριση δύο κατηγοριών καταδίκων, τη στιγμή που σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ήτοι τόσο της αμετάκλητης, όσο και της μη αμετάκλητης απόφασης, το ζητούμενο είναι ένα και το αυτό, ήτοι η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των φυλακών. Για το λόγο αυτό θεωρώ ότι θα πρέπει να απαλειφθεί η προτεινόμενη προϋπόθεση να μην έχει καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Κατόπιν τούτων το εδάφιο α της παραγράφου 1, θα μπορεί να διατυπωθεί καλύτερα, βάσει και του αποτυπωμένου στην αιτιολογική έκθεση επιδιωκόμενου σκοπού, ως εξής: «Η στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία έχει καταγνωσθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εφόσον δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, συμπεριλαμβανομένης και της πενταετούς κάθειρξης, μετατρέπεται, με αίτηση του καταδικασθέντος, σε χρηματική.»