Άρθρο 11 – Ποινική καταδίκη και υποδικία

1. Δεν διορίζονται υπάλληλοι της Δικαστικής Αστυνομίας:
α) Όσοι καταδικάστηκαν αμετάκλητα για κακούργημα, καθώς και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία δικηγόρου, δωροδοκία, ή παράνομη βεβαίωση ή είσπραξη δικαιωμάτων του Δημοσίου, απιστία κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, παράβαση καθήκοντος, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.
β) Όσοι καταδικάστηκαν αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας, διάρκειας μεγαλύτερης από ένα (1) έτος, για έγκλημα που έχει τελεστεί με δόλο.
2. Όσοι έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα ή με απευθείας κλήση για κακούργημα ή με τελεσίδικο βούλευμα για πλημμέλημα της περ. α) της παρ. 1 μπορούν να λαμβάνουν μέρος στις διαδικασίες επιλογής, αλλά δεν διορίζονται υπάλληλοι Δικαστικής Αστυνομίας, εάν κατά τον χρόνο διορισμού δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ή αμετάκλητο αθωωτικό βούλευμα ή αμετάκλητο βούλευμα ή απόφαση που παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
3. Η ανικανότητα προς διορισμό αίρεται μόνο με την έκδοση διατάγματος κατά την παρ. 1 του άρθρου 47 του Συντάγματος, με το οποίο αίρονται οι συνέπειες της ποινής.