Άρθρο 127
Επαναπροσδιορισμός εκκρεμών ανακοπών κατά της εκτέλεσης
1. Ανακοπές κατά της εκτέλεσης, που εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό και των οποίων η συζήτηση έχει προσδιορισθεί μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, εισάγονται προς συζήτηση υποχρεωτικά και αποκλειστικά σύμφωνα με τα άρθρα του παρόντος μέρους. Ως συζήτηση νοείται τόσο η αρχικώς ορισθείσα όσο και η οριζόμενη μετά από αναβολή ή μετά από ματαίωση της συζήτησης.
2. Για την εισαγωγή προς συζήτηση των εκκρεμών ανακοπών κατά της εκτέλεσης, απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου η υποβολή αίτησης επαναπροσδιορισμού από τον ανακόπτοντα. Η αίτηση επαναπροσδιορισμού επέχει θέση κλήσης προς συζήτηση.
Άρθρο 128
Υποβολή αίτησης επαναπροσδιορισμού
1. Η αίτηση επαναπροσδιορισμού υποβάλλεται αποκλειστικά μέσω πλατφόρμας που φιλοξενείται σε υποδομές του Ενιαίου Κυβερνητικού Υπολογιστικού νέφους (G CLOUD), μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου και περιλαμβάνει τα εξής:
α) το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο, την κατοικία, τη διεύθυνση και τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.) των διαδίκων και των νόμιμων εκπροσώπων τους. Εφόσον μετέχουν στη διαδικασία νομικά πρόσωπα, αναγράφονται στην αίτηση η εταιρική επωνυμία και ο εταιρικός τύπος, καθώς και η καταστατική έδρα, η διεύθυνση και ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου,
β) τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του ανακόπτοντος ή του πληρεξουσίου δικηγόρου του, στην οποία μπορεί να διενεργείται κάθε κοινοποίηση σχετική με τη δίκη της ανακοπής. Αν ο ανακόπτων ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος του δεν διαθέτουν διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δηλώνονται στην αίτηση επί ποινή απαραδέκτου αντίκλητος και η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του τελευταίου, στην οποία διενεργείται το σύνολο των κοινοποιήσεων της δίκης,
γ) τα στοιχεία της εκκρεμούς ανακοπής και, ειδικότερα, τον γενικό και τον ειδικό αριθμό κατάθεσής της, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί το ένδικο βοήθημα και τον αριθμό κατάθεσης ενδιάμεσων κλήσεων, που έχουν κατατεθεί και αφορούν στην αρχική ανακοπή,
δ) το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων τυχόν αναβολών και ματαιώσεων που έχουν μεσολαβήσει, καθώς και προσωρινών διαταγών ή αποφάσεων αναστολής που έχουν χορηγηθεί.
2. Σε περίπτωση ομοδικίας, η αίτηση επαναπροσδιορισμού κατατίθεται και από έναν ή περισσότερους από τους ομόδικους. Οι ομόδικοι που δεν συμπράττουν μνημονεύονται στην αίτηση επαναπροσδιορισμού και κλητεύονται σύμφωνα με το άρθρο 130.
Άρθρο 129
Διαβίβαση αίτησης προσδιορισμού στην οικεία γραμματεία
Η αίτηση επαναπροσδιορισμού διαβιβάζεται ηλεκτρονικά στη γραμματεία του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η ανακοπή, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Ο γραμματέας του δικαστηρίου συντάσσει πράξη κατάθεσης της αίτησης, την οποία και αναρτά στην ηλεκτρονική πλατφόρμα.
Άρθρο 130
Επίδοση αίτησης επαναπροσδιορισμού
1. Η αίτηση μαζί με την πράξη κατάθεσης κοινοποιούνται προς τον ανακόπτοντα και τους λοιπούς διαδίκους της παρ. 2 του άρθρου 128 με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας.
2. Πρόσωπα εμπλεκόμενα σε δίκη περί την εκτέλεση του παρόντος υπό οποιαδήποτε ιδιότητα έχουν δικαίωμα να εγγραφούν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της παρ. 1 του άρθρου 128 και να δηλώσουν τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των ιδίων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων ή αντικλήτων τους, στην οποία επιθυμούν τη διενέργεια των επιδόσεων από την έναρξη λειτουργίας της πλατφόρμας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 138.
3. Οι επιδόσεις προς τους διαδίκους που έχουν την ιδιότητα του τραπεζικού ιδρύματος, της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού φορέα εν γένει, ασφαλιστικής εταιρείας, του Δημοσίου, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού, ενεργούνται αποκλειστικά με την ηλεκτρονική διαβίβαση της αίτησης και των προσαρτημάτων της στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που έχουν δηλώσει.
4. Ο αιτών μπορεί να ενεργήσει την κοινοποίηση της αίτησης και σύμφωνα με τα άρθρα 122 έως 143 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ν. 503/1985, Α’ 182). Για όσα πρόσωπα του άρθρου 128 δεν δηλώθηκε στην αίτηση επαναπροσδιορισμού διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή Αριθμός Φορολογικού Μητρώου, η επίδοση διενεργείται υποχρεωτικά σύμφωνα με τα άρθρα 122 έως 143 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Για όσες κοινοποιήσεις ενεργούνται με ηλεκτρονικά μέσα μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης, με χρήση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, εκδίδεται ηλεκτρονικό πιστοποιητικό, το οποίο αναρτάται στην πλατφόρμα και επέχει θέση έκθεσης επίδοσης. Το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση τεκμαίρεται ότι αποκτά πρόσβαση στο περιεχόμενο της αίτησης, που κοινοποιείται ηλεκτρονικά, δέκα (10) το αργότερο εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίησή της, εκτός εάν το πρόσωπο αυτό αποδείξει τη συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας που δεν επέτρεψαν την πρόσβαση στο περιεχόμενο της αίτησης. Οι εκθέσεις για τη διενέργεια των επιδόσεων σύμφωνα με τα άρθρα 122 έως 143 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αναρτώνται στην ηλεκτρονική πλατφόρμα με επιμέλεια του επισπεύδοντος την επίδοση.
5. Εφόσον η αίτηση επαναπροσδιορισμού δεν έχει κοινοποιηθεί με ηλεκτρονικά μέσα ή σύμφωνα με τα άρθρα 122 έως 143 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, λογίζεται ως μηδέποτε ασκηθείσα.
6. Εφόσον συντρέχει περίπτωση διενέργειας επίδοσης στην αλλοδαπή, ο χρόνος συντέλεσης αυτής ως προς τον επισπεύδοντα την επίδοση καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 του Κανονισμού (ΕΚ) 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων) και κατάργησης του κανονισμού (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου (L 324), το άρθρο 136 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις.
Άρθρο 131
Παράλειψη επαναπροσδιορισμού
Ανακοπή του παρόντος Μέρους για την οποία δεν υποβάλλεται εμπροθέσμως αίτηση επαναπροσδιορισμού, λογίζεται ως μηδέποτε ασκηθείσα. Προσωρινή διαταγή ή αναστολή εκτέλεσης, η οποία χορηγήθηκε στο πλαίσιο ανακοπής για την οποία δεν υποβλήθηκε εμπρόθεσμα αίτηση επαναπροσδιορισμού, καταργείται αυτοδικαίως. Η γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμούσε η αίτηση, χορηγεί σχετική βεβαίωση σε κάθε πρόσωπο που δικαιολογεί έννομο συμφέρον ως προς τη μη υποβολή εμπρόθεσμης αίτησης επαναπροσδιορισμού.
Άρθρο 132
Συγκέντρωση του φακέλου της δικογραφίας
1. Μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αίτησης επαναπροσδιορισμού σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 130, οι διάδικοι καταθέτουν τις προτάσεις και προσκομίζουν τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται σε αυτές. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται τα αποδεικτικά επίδοσης της αίτησης επαναπροσδιορισμού και της ανακοπής ή τα πιστοποιητικά για τη διενέργεια των κοινοποιήσεων μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης με χρήση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Σε όσα δικαστήρια έχουν ενταχθεί στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων για την Πολιτική και Ποινική Διαδικασία (Ο.Σ.Δ.Δ.Υ.-Π.Π.) μπορεί η κατάθεση να ενεργείται ηλεκτρονικά και ο φάκελος της δικογραφίας να τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή. Αν άπαντες οι διάδικοι δεν καταθέσουν προτάσεις ή καταθέσουν εκπροθέσμως προτάσεις, η αίτηση λογίζεται ως μηδέποτε ασκηθείσα.
2. Οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία αντικρούονται οι προσκομισθείσες αποδείξεις και ισχυρισμοί, οι οποίοι προβλήθηκαν το πρώτον με τις προτάσεις, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων. Με την προσθήκη προσκομίζονται νέα αποδεικτικά μέσα και προβάλλονται νέοι ισχυρισμοί, αποκλειστικά για την αντίκρουση ισχυρισμών που προβλήθηκαν το πρώτον με τις προτάσεις ή αφορούν σε αποδεικτικά μέσα που προβλήθηκαν το πρώτον με αυτές. Από την παρέλευση της προθεσμίας κατάθεσης της προσθήκης κλείνει ο φάκελος της δικογραφίας.
3. Μέσα επίθεσης και άμυνας προβάλλονται αποκλειστικά με τις προτάσεις επί ποινή απαραδέκτου. Εκπρόθεσμες προτάσεις και προσθήκες δεν λαμβάνονται υπόψη.
Άρθρο 133
Παρέμβαση – Προσεπίκληση – Ανακοίνωση δίκης
Οι παρεμβάσεις ασκούνται με τις προτάσεις εντός της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 132. Η προσεπίκληση ή η ανακοίνωση της δίκης ασκούνται σύμφωνα με το άρθρο 215 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κατάθεση της αίτησης επαναπροσδιορισμού.
Άρθρο 134
Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής
Νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και κοινοποιείται στον αντίδικο μέσα σε τριάντα ημέρες (30) από την κατάθεση της αίτησης επαναπροσδιορισμού.
Άρθρο 135
Δικάσιμος
1. Μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας με πράξη του διευθύνοντος το αρμόδιο πρωτοδικείο, ορίζεται ο δικαστής για την εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τον κανονισμό του δικαστηρίου. Η ημέρα και η ώρα συζήτησης στο ακροατήριο ορίζονται εντός τριάντα (30) ημερών από την παρέλευση της δεκαπενθήμερης προθεσμίας της παρούσας. Κατ’ εξαίρεση, αν ο προβλεπόμενος από τον κανονισμό του δικαστηρίου αριθμός υποθέσεων, που ανατίθεται σε κάθε δικαστή, καλυφθεί, ο ορισμός του δικαστή και του χρόνου της συζήτησης της υπόθεσης γίνεται στον απολύτως αναγκαίο χρόνο.
2. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με επιμέλεια του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Με επιμέλεια, επίσης, του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η δικάσιμος που ορίστηκε με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων.
3. Κατά την ορισμένη δικάσιμο δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους. Αναβολή της συζήτησης κατά το άρθρο 241 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν επιτρέπεται. Μετά από τη συζήτηση εκδίδεται η οριστική απόφαση, με βάση τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας.
4. Αν από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας ο δικαστής κρίνει ότι η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο ή η παροχή διευκρινίσεων από τους διαδίκους είναι απολύτως αναγκαία, διατάσσει με διάταξη, που κοινοποιείται στους διαδίκους με ηλεκτρονικά μέσα και επέχει θέση κλήτευσης, την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι συντομότερο από δεκαπέντε (15) ημέρες και όχι μεγαλύτερο από εξήντα (60) ημέρες από τη δημοσίευση της διάταξης. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης των μαρτύρων ή της παροχής διευκρινίσεων από τους διαδίκους θεωρείται συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης. Μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την εξέταση των μαρτύρων ή την παροχή διευκρινίσεων, οι διάδικοι δικαιούνται με προσθήκη να προβούν σε αξιολόγηση των αποδείξεων αυτών. Νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη και δεν κατατίθενται νέες προτάσεις.
5. Στη διαδικασία του παρόντος δεν εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 115 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Κάθε έλλειψη της δικογραφίας μπορεί να συμπληρωθεί σύμφωνα με το άρθρο 227 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Άρθρο 136
Επικοινωνία του δικαστηρίου και των διαδίκων
Κάθε επικοινωνία του δικαστηρίου και των διαδίκων κοινοποιείται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις δηλωθείσες ηλεκτρονικές διευθύνσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων ή των αντικλήτων τους και τίθεται στη δικογραφία με επιμέλεια του γραμματέα ή αναρτάται στον ηλεκτρονικό φάκελο, σε όσες περιπτώσεις η δικογραφία τηρείται ηλεκτρονικά.
Άρθρο 137
Έκδοση απόφασης
Η απόφαση εκδίδεται το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από τη συζήτηση της αίτησης επαναπροσδιορισμού και μπορεί να αναρτηθεί με επιμέλεια της γραμματείας του οικείου δικαστηρίου και στο Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων για την Πολιτική και Ποινική Διαδικασία.
Άρθρα 125 έως 137 Σχεδίου Νόμου – ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ – Παρεμβάσεις για τη μείωση του χρόνου εκδίκασης των ανακοπών κατά της εκτέλεσης και Πλατφόρμα Επαναπροσδιορισμού Ανακοπών
1. Προτείνεται η τροποποίηση των προτεινόμενων ρυθμίσεων με προσθήκη πρόβλεψης ότι ειδικά στις δίκες με ανακόπτοντα Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, ο επαναπροσδιορισμός διενεργείται αυτεπαγγέλτως με Πράξη του Δικαστηρίου η οποία κοινοποιείται στους πληρεξουσίους αυτών, διατηρούμενης της υποχρέωσης του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ για περαιτέρω κοινοποιήσεις της εν λόγω Πράξης (κατ’ αντιστοιχία με την υποχρέωση για κοινοποιήσεις της αίτησης επαναπροσδιορισμού στις λοιπές δίκες).
2. Επιπροσθέτως η πρόβλεψη της παρ. 3 του άρθρου 130 του σχεδίου νόμου για ηλεκτρονικές επιδόσεις να επεκταθεί και στις περιπτώσεις που αυτές διενεργούνται σε συμβολαιογράφους και δικαστικούς επιμελητές.
3. Περαιτέρω, προτείνεται η τροποποίηση των προτεινόμενων ρυθμίσεων με προσθήκη πρόβλεψης ότι ειδικά στις δίκες με ανακόπτοντα το Δημόσιο/ΝΠΔΔ, κάθε είδους οριζόμενη προθεσμία αναστέλλεται για όλους τους διαδίκους κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (1 Ιουλίου – 15 Σεπτεμβρίου).
Τεκμηρίωση αναγκαιότητας:
1. Η μη πρόβλεψη ειδικής ρύθμισης για τους πληρεξούσιους του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ θα επιβαρύνει υπέρμετρα τους λειτουργούς του ΝΣΚ που κατά τεκμήριο ασχολούνται με πλήθος υποθέσεων δημοσίου συμφέροντος.
2. Η καθιέρωση ηλεκτρονικών επιδόσεων σε περισσότερους παράγοντες της διαδικασίας συμβάλλει στην αποφυγή δικαστικών εξόδων τόσο για το Δημόσιο όσο και για τους υπόλοιπους παράγοντες της δίκης.
3. Λόγοι προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και ενδεχόμενης ερμηνευτικής απόκλισης της νομολογίας επιτάσσουν να αποτυπώνεται ρητά το εν λόγω δικονομικό προνόμιο του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ το οποίο όπως έχει κριθεί και νομολογιακά επεκτείνεται και στους αντιδίκους αυτών
Άρθρα 127-137 ΣχΝ: Ως προς τον επαναπροσδιορισμό των ανακοπών
Με τις προτεινόμενες διατάξεις επιχειρείται η προσπάθεια να λάβει χώρα διαχείριση του όγκου των προσδιορισμένων ανακοπών, ιδίως στο Πρωτοδικείο Αθηνών, οι χρόνοι προσδιορισμού των οποίων έχουν καταστεί μη διαχειρίσιμοι. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αναγνωρίζει την αναγκαιότητα να λάβει χώρα μια διαδικασία εκκαθάρισης, ώστε να προκύψει το πραγματικό μέγεθος της εκκρεμότητας, καθώς ένας σημαντικός αριθμός εκ των προσδιορισμένων ανακοπών έχει ήδη εκδικασθεί κατά προτίμηση ή αναμένεται να ματαιωθεί, πλην όμως καταλαμβάνει χώρο στα πινάκια, εμποδίζοντας την επιτάχυνση της εκδίκασης των πραγματικά εκκρεμών υποθέσεων.
Όμως, η διαδικασία του επαναπροσδιορισμού, πρέπει να επιτρέπει στις Διοικήσεις των δικαστηρίων τη διακριτκή ευχέρεια να προσδιορίσουν εκ νέου σε συντομότερο χρόνο μεν την εκδίκαση, λαμβάνοντας, όμως, υπόψιν και τα υπόλοιπα δεδομένα υπερχρέωσης που αναμένεται να προκύψουν λόγω των προτεινόμενων ρυθμίσεων του παρόντος Σχεδίου Νόμου. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο ο επαναπροσδιορισμός να γίνει σταδιακά, λαμβάνοντας υπόψιν τον συνολικό αριθμό των αιτήσεων επαναπροσδιορισμού που θα λάβουν χώρα, ώστε να καταστεί διαχειρίσιμη η εκδίκαση υποθέσεων, που είχαν προσδιορισθεί για να εκδικασθούν σε πολύ μακρύτερο χρονικό σημείο, αλλά ταυτόχρονα να αποφευχθεί η δημιουργία νέας πηγής παράλληλης υπερχρέωσης για τους δικαστές σε όλα τα δικαστήρια. Σε αντίθετη περίπτωση, λόγω του τεράστιου όγκου αυτής της δικαστικής ύλης, που έχει καταλάβει δικασίμους μέχρι και το 2034, αναμένεται το ύψος των χρεώσεων κάθε δικαστή να υπερβεί κατά πολύ ακόμα και τα προτεινόμενα από το υπουργείο ανώτατα όρια χρεώσεων. Ρυθμίσεις που περιορίζουν την διακριτική ευχέρεια της διοίκησης των δικαστηρίων, ως προς το χρόνο επαναπροσδιορισμού, θα πρέπει να απαλειφθούν.
Το άρθρο 131 ως έχει είναι προβληματικό ως προς την συνταγματικότητα του ενόψει του άρθρου 26 του Συντάγματος. Εδώ έρχεται ο νομοθέτης και προβλέπει ότι η μη υποβολή αίτησης επαναπροσδιορισμού στη πλατφόρμα συνεπάγεται ότι ασκηθέν ένδικο βοήθημα λογίζεται ως μηδέποτε ασκηθέν και ότι η προσωρινή διαταγή ή αναστολή εκτέλεσης, η οποία χορηγήθηκε στο πλαίσιο της θεωρούμενης πλέον ως μη ασκηθείσας ανακοπής καταργείται αυτοδικαίως.Δηλαδή με νομοθετική πράξη καταργείται ήδη ασκηθέν ένδικο βοήθημα και εκδοθείσα δικαστική απόφαση. Δεν είναι αυτό το σχολικό παράδειγμα αντισυνταγματικής επέμβασης της νομοθετικής στα έργα της δικαστικής εξουσίας;
Η αιτιολογική έκθεση αναφέρει ότι το άρθρο 131 είναι έκφραση της αρχής της διαθέσεως. Όμως ο ανακόπτων έχει ήδη ασκήσει ένδικο βοήθημα. Πώς εκ των υστέρων του ζητείται νέα ενέργεια; Ουσιαστικά αυτό που γίνεται είναι ότι εκ των υστέρων προστίθεται αναδρομικά μια νέα προϋπόθεση του παραδεκτού ενδίκου βοηθήματος, κάτι που έχει κριθεί ότι παραβιάζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (και το 20 του Συντάγματος).
Το πρόβλημα είναι επίσης ότι η έκφραση αυτή της αρχής της διαθέσεως μπορεί να εξαρτηθεί από τυχαία γεγονότα (θάνατος δικηγόρου ή διαδίκου) ή απλά από ανικανότητα ενός δικηγόρου.
Το πρόβλημα που προσπαθεί να αντιμετωπίσει η διάταξη είναι γνωστό: έχουν φορτωθεί τα πινάκια με προσδιορισμούς μετά και το 2030. Αυτό βέβαια θίγει τις τράπεζες και τους δανειστές, ιδίως αν έχει χορηγηθεί και αναστολή. Εδώ όμως ένα σφάλμα που αφορά την δικαστική υπηρεσία τελικά οδηγεί σε βλάβη των συμφερόντων του ανακόπτοντος.
Υπάρχει θεωρώ ηπιότερο μέσο για τη θεραπεία του προβλήματος. Να προβλεφθεί ότι όχι ότι θεωρείται η ανακοπή ως μηδέποτε ασκηθείσα αλλά από την ενεργοποίηση του συστήματος να ακυρώνονται οι χορηγηθείσες πράξεις προσδιορισμού. Ως προς τις χορηγηθείσες ήδη αναστολές επειδή ο ανακόπτων δεν θα έχει συμφέρον να προσδιορίσει, να δοθεί δικαίωμα στους καθ΄ου η ανακοπή να προσδιορίσουν αυτοί την ανακοπή.