Άρθρο 151: Εξαίρεση μελών πειθαρχικού συμβουλίου

1. Οι διατάξεις για την εξαίρεση των δικαστών του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 52επ.) ισχύουν και για την εξαίρεση των μελών των πειθαρχικών συμβουλίων.
2. Η αίτηση για την εξαίρεση επιδίδεται στον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου ο οποίος την εισάγει στο πειθαρχικό συμβούλιο για να αποφανθεί. Η απόφαση που εκδίδεται είναι αμετάκλητη. Κάθε εγκαλούμενος έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης εξαίρεσης μόνο μία φορά σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας.
3. Αν η αίτηση εξαίρεσης γίνει δεκτή και δεν μένει επαρκής αριθμός μελών για συγκρότηση του πειθαρχικού συμβουλίου η υπόθεση με την ίδια απόφαση παραπέμπεται σε άλλο πειθαρχικό συμβούλιο στην έδρα του ίδιου πολιτικού εφετείου, στην περίπτωση που λειτουργούν περισσότερα από ένα τμήματα ή στο πειθαρχικό συμβούλιο όμορου εφετείου.

  • 15 Φεβρουαρίου 2013, 18:06 | Κ.Ν.ΚΑΡΛΗΣ

    Δεν ορίζεται προθεσμία για την υποβολή της αίτησης εάν πρέπει να υποβληθεί πριν από την έναρξη της πειθαρχικής δίκης ούτε διαδικασία για την συζήτησή της. Επίσης δεν είναι σαφές αν μπορεί να υποβληθεί κατά την διάρκεια της πειθαρχικής δίκης. Εφόσον η παρ. 1 παραπέμπει ήδη στα άρθρα 52 επ ΚΠολΔ, οι υπόλοιπες παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 151 δεν χρειάζονται. Βέβαια δεδομένου ότι στο άρθρο 148 δεν προβλέπεται η εκλογή αναπληρωματικών μελών, σε περιπτώσεις που γίνει δεκτή η αίτηση εξαίρεσης, αναγκαίως θα παραπέμπεται η υπόθεση σε άλλο πειθαρχικό συμβούλιο. Σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να περιορίζεται ο αριθμός των αιτήσεων εξαιρέσεως που είναι δυνατόν να υποβληθούν . Ο περιορισμός αυτός είναι λογικός αν απορριφθεί η αίτηση. Σε περίπτωση όμως που γίνει δεκτή υπάρχει πάντοτε ενδεχόμενο να συντρέχει αυτοτελής λόγος εξαίρεσης για την νέα σύνθεση του πειθαρχικού συμβουλίου. Και βέβαια δεν είναι σαφές αν η παραπομπή στο άρθρο 52 ΚΠολΔ ισχύει και για τα άρθρα 55-56. Για την εξαίρεση υπάρχουν βέβαια διατάξεις και στον ΚΠοινΔ, οι οποίες διαφοροποιούνται σε ορισμένα σημεία δεδομένου ότι είναι προσαρμοσμένες στην ποινική δίκη. Λόγω όμως της φύσης της πειθαρχικής δίκης σκόπιμο θα ήταν να προστεθούν περιπτώσεις αντίστοιχες αυτών που προλέπονται στις ΚποινΔ 305 παρ.2,14 παρ.3 κλπ ( βλ και ΣτΕ 4654/1984, ΕΔΔΑ Piersack κατά Βελγίου, Hauschildt κατά Δανίας, Padovani κατά Ιταλίας, Nortier κατά Ολλανδίας).