• Σχόλιο του χρήστη 'Κέντρπο Έρευνας Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Κρίσεων' | 8 Νοεμβρίου 2022, 21:55

    *Εισαγωγικές Παρατηρήσεις* Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, συνιστά ένα φαινόμενο που παράγεται και αναπαράγεται μέσα στα όρια της κοινωνίας και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Η δέσμη μέτρων που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την προστασία των παιδιών από την σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση, αναμφίβολα εισάγει μια σειρά από καινοτομίες και θετικές προτάσεις. Συνολικά, η αναφορά σε ζητήματα πρόληψης είναι μια θετική εξέλιξη, ωστόσο είναι σημαντικό αυτή να υπερβαίνει το στενό πλαίσιο της "ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης του παιδιού" και να βασίζεται κυρίως στην πολύ-επίπεδη και ολιστική στήριξη των οικογενειών. Πιο συγκεκριμένα: *Διασαφήνιση του ρόλου της σχολικής κοινότητας στην πρόληψη και τον εντοπισμό περιστατικών κακοποίησης και εκμετάλλευσης ανηλίκων*. Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την προστασία των παιδιών από την σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση θέτει πολύ ορθά την σημασία της πρόληψης στην ανάσχεση του φαινομένου της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών. Ανάμεσα στις προτεινόμενες ενέργειες είναι και η εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών, οι οποίοι λειτουργούν για τα παιδιά ως οι «σημαντικοί άλλοι» και είναι πολύ πιθανό να γίνουν αποδέκτες καταγγελιών κακοποίησης από τους μαθητές τους. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί. Η ύπαρξη κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία, σε καθημερινή και μόνιμη βάση, μπορεί να αποτελέσει έναν πρώτο κόμβο πρόληψης, ανίχνευσης και δια-υπηρεσιακής σύνδεσης με το σύστημα δίωξης των δραστών και υποστήριξης των θυμάτων. Η παρουσία ενός επαγγελματία στον φυσικό χώρο των παιδιών-το σχολείο- μπορεί να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες εμπιστοσύνης και σύνδεσης τόσο των μαθητών, όσο και των οικογενειών για τα ζητήματα που τους αφορούν, γεγονός που θα συμβάλει στην δημιουργία ενός ασφαλούς πλαισίου μέσα στο οποίο κανείς μπορεί να καταγγείλει τη σεξουαλική κακοποίηση. Επιπλέον, οι υποστηρικτικές υπηρεσίες των κοινωνικών λειτουργών μπορούν να εστιάσουν στην πρόληψη του φαινομένου και την ευαισθητοποίηση όλων των μελών της σχολικής κοινότητας, των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των οικογενειών. Επιπλέον, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης είναι σημαντικό να λάβει υπόψιν την άμεση σύνδεση του φαινομένου της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης των παιδιών με τις συνθήκες φτώχειας, δεδομένου ότι η βιβλιογραφική έρευνα έχει αποδείξει πως τα θύματα είναι πολύ συχνά παιδιά χαμηλών οικονομικών στρωμάτων. Η υποστήριξη των οικογενειών σε καθολικό επίπεδο και με οριζόντια μέτρα (δωρεάν φοίτηση σε Κέντρα δημιουργικής απασχόλησης, αύξηση του επιδόματος παιδιού) είναι υψίστης σημασίας για τη δημιουργία ενός ελάχιστου δικτύου προστασίας μέσα στο οποίο τα παιδιά θα είναι ασφαλή. *Κακοποίηση ανηλίκων και το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης* Η διαχείριση περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, αναδεικνύει θεωρητικές ελλείψεις και ελλείψεις σε εργαλεία και πρακτικές διαχείρισης. Η επιμέρους παρέμβαση από την εκάστοτε υπηρεσία, όπως προτείνεται, αποδυναμώνει την αποτελεσματικότητα και έρχεται σε αντίθεση με το ολιστικό μοντέλο και την πολυεπίπεδη προσέγγιση που χρειάζονται αντίστοιχα περιστατικά. Το ολιστικό μοντέλο και η πολυεπίπεδη προσέγγιση, μας επιτρέπει είτε να εργαζόμαστε σε ένα επίπεδο (π.χ. παιδί) ή συγχρόνως σε περισσότερα (π.χ. γονείς, αδέρφια) ανάλογα με τον εντοπισμό του προβλήματος, κατά κοινή εκτίμηση με το άτομο/σύστημα. Το σχέδιο νόμου προτάσσει την ανάγκη ενοποίησης διαδικασιών και έναν ενιαίο τρόπο αντιμετώπισης των περιστατικών αλλά κατακερματίζει τις αρμοδιότητες σε πολλές και διαφορετικές υπηρεσίες. Η μείωση της πολυπλοκότητας είναι απαραίτητη έτσι ώστε τα θύματα με τις οικογένειές τους να έχουν άμεση πρόσβαση και ανταπόκριση στις βασικές και κατ' επείγουσες ανάγκες, χωρίς ταλαιπωρία και άσκοπες μετακινήσεις. Παρ’ όλο που το πρωτόκολλο αποτελεί οδηγό διαχείρισης περιστατικών μπορεί να αφαιρέσει την ευελιξία της εξατομικευμένης παρέμβασης και να αποτελέσει τροχοπέδη στην πορεία της υπόθεσης. Προτείνεται να αναβαθμιστεί ο ρόλος και οι αρμοδιότητες που έχει το «Σπίτι του παιδιού» έτσι ώστε να υπάρχει μία υπηρεσία που θα φροντίζει τη διαχείριση του περιστατικού και θα αποφεύγεται η δευτερογενής θυματοποίηση του παιδιού και της οικογένειάς του από τις πολλαπλές καταθέσεις, τις εναλλαγές των ειδικών που έρχονται σε επαφή μαζί του κτλ. Η συμμετοχή πολλών και διαφορετικών φορέων, έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να εμπλακεί σε παράλληλες έρευνες και αξιολογήσεις, να μετακινείται μεταξύ διαφορετικών φορέων και επιστημονικών κλάδων, προκαλώντας του ενδεχομένως επαναλαμβανόμενες και τραυματικές εμπειρίες. Οι επανειλημμένες συνεντεύξεις με διαφορετικά άτομα, σε διαφορετικές τοποθεσίες και από διαφορετικές υπηρεσίες σε συνδυασμό με ανεπαρκείς μεθόδους συνέντευξης, έχει αποδειχθεί από την έρευνα και τις κλινικές εμπειρίες ότι συμβάλλουν στην επανατραυματοποίηση του παιδιού (Promise project ). Με γνώμονα το μοντέλο του “Barnahus” το «Σπίτι του παιδιού» μπορεί να είναι ο χώρος που παρέχει όλες τις υπηρεσίες όπως δικανική κατάθεση, υποστήριξη, θεραπεία, κοινωνική υπηρεσία, ιατροδικαστική εξέταση. Ο βασικός σκοπός των προτύπων είναι να παρέχει ένα κοινό λειτουργικό και οργανωτικό πλαίσιο που προάγει πρακτικές προς αποφυγή του επανατραυματισμό. Ως εκ τούτου, εξασφαλίζονται εγκυρες μαρτυρίες για το Δικαστήριο και συμμόρφωση με τα δικαιώματα των παιδιών για προστασία, βοήθεια και φιλική δικαιοσύνη. Το μοντέλο Barnahus υιοθετεί μια πολυθεματική και διυπηρεσιακή προσέγγιση, εξασφαλίζοντας τη συνεργασία διαφόρων υπηρεσιών (δικαστικών, κοινωνικών, ιατρικών) σε ένα φιλικό προς το παιδί χώρο, ο οποίος προσφέρει ολοκληρωμένες προς το παιδί και την οικογένεια υπηρεσίες, κάτω από μία στέγη. Με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και την αρχή της παιδοκεντρικότητας που επικαλείται το σχέδιο δράσης, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί η γνώμη του παιδιού σε σχέση με το τι καταγράφεται γι’ αυτό και επίσης σε ποιο βαθμό θα υπάρχει πρόσβαση του ίδιου στις πληροφορίες που το αφορούν. Ο ρόλος της αστυνομίας χρειάζεται αποσαφήνιση καθώς η καθημερινή πρακτική δείχνει ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται (πολλές και επαναλαμβανόμενες καταθέσεις, αναγνώριση δραστών) οδηγούν στη δευτερογενή θυματοποίηση του ανηλίκου. Τέτοιου είδους διαδικασίες δημιουργούν αισθήματα ενοχής στα θύματα, επιβαρύνουν την ψυχοσυναισθηματική τους κατάσταση και προωθούν τη στιγματοποίηση του παιδιού. Η βιβλιογραφική ανασκόπηση επισημαίνει ότι η «αποκάλυψη» από το θύμα δεν γίνεται εν θερμώ αλλά μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Αυτό σημαίνει ότι το μεσοδιάστημα από την καταγγελία στην αστυνομία μέχρι την κατάθεση μπορεί να είναι διαφορετική για κάθε παιδί με σεβασμό στις ιδιαίτερες ανάγκες του. Κρίνεται λοιπόν αναγκαίο να υπάρχει άμεση ψυχοκοινωνική υποστήριξη σε ειδική διαμορφωμένη υπηρεσία και όχι σε αστυνομικά τμήματα που δεν έχουν ψυχοκοινωνικό χαρακτήρα. Θετικά αποτιμάται η συγκέντρωση – σύνοψη των δυσλειτουργιών και παθογενειών του κρατικού μηχανισμού εν συνόλω στην Ενότητα Α’, καθώς η επιλογή αυτή άσκησης κριτικής δεν μπορεί παρά να αποτελεί μοχλό και κίνητρο αφενός για την πραγματική λειτουργία θεσμών και διαδικασιών που έχουν ήδη θεσπιστεί αλλά αδρανούν, αφετέρου για τη βελτίωση της κρατικής προστασίας των παιδιών από τη θυματοποίηση. Ωστόσο, κίνητρο για την πραγματική παροχή προστασίας δεν μπορεί να είναι η πλήρης απαλλαγή από τυχόν ευθύνη των επαγγελματιών. Αντίθετα, σε συνδυασμό με την ανωτέρω αναφερόμενη συγκεντρωτική ανάληψη ευθύνης από την πλευρά της πολιτείας για τις έως τώρα παρεχόμενες υπηρεσίες από θεσμούς και οργανισμούς (βλ. Ενότητα Α’) - υπηρεσίες ελλιπείς, ασύνδετες, ή παρωχημένες - το ΕΣΔ οφείλει να πάει αυτήν την ανάληψη ευθύνης ένα βήμα παραπέρα: επαγγελματίες σε θέσεις ευθύνης χρειάζεται να οφείλουν να εκφράζουν και να τεκμηριώνουν την επιστημονική τους άποψη για το συμφέρον και την προστασία των παιδιών από τη θυματοποίηση χωρίς το φόβο νομικών διώξεων, αλλά και χωρίς την πλαστή αίσθηση ότι λειτουργούν σε κενό. Η συνεχιζόμενη εκπαίδευση των επαγγελματιών αλλά και η νομική υποστήριξη τους (με το κόστος να βαρύνει τον εργοδότη ή/και τον επαγγελματικό τους σύνδεσμο) είναι αυτή που δύναται να τους δώσει την εμπιστοσύνη στην κρίση και το έργο τους, και όχι η «παθητική ασφάλεια» από ένα νομικό πλαίσιο που πατερναλιστικά κρίνει ότι αδυνατούν να σταθούν επαρκώς υπερασπιζόμενοι τις θέσεις τους. Η συστράτευση όλων στην κατεύθυνση δημιουργίας ασπίδας προστασίας των παιδιών, δεν μπορεί να δημιουργεί ειδικές συνθήκες προστασίας για τα άτομα που εκ της θέσης τους, Παράλληλα, ο κώδικας δεοντολογίας που αναφέρεται αποκλειστικά στους επαγγελματίες που συνεργάζονται με ασυνόδευτα ανήλικα είναι σημαντικό να καλύπτει το σύνολο των επαγγελματιών που εμπλέκονται με ανηλίκους. *Επανορθωτική Δικαιοσύνη* Περαιτέρω, αναφέρεται στο ΕΣΔ (Ενότητα Α4) η Οδηγία 2012/29/ΕΕ για την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων, που ενσωματώθηκε με τον Ν. 4478/2017, στην οποία ρητά αναφέρεται η Επανορθωτική Δικαιοσύνη ως θεσμός υποστηρικτικός στα θύματα. Οι αρχές και η φιλοσοφία της Επανορθωτικής Δικαιοσύνης συμπεριλαμβάνουν την έκφραση του βιώματος και της φωνής των θυμάτων, που έχει κριθεί ότι λειτουργεί ενδυναμωτικά στα άτομα – το οποίο αναφέρεται ως πρίσμα υπό το οποίο συντάχθηκε ίδιο το ΕΣΔ. Με τον ίδιο τρόπο, η προστασία τους από τη θυματοποίηση χρειάζεται να γίνεται με τρόπο που δεν τα αγκυλώνει σε παθητικές συμπεριφορές, αλλά τα εμπλέκει ενεργητικά στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που τα αφορούν. Κατά συνέπεια, η δημιουργία εξειδικευμένων κέντρων παροχής θεραπευτικών υπηρεσιών σε παιδιά-θύματα και στις οικογένειές τους, καθώς και ειδικών προγραμμάτων πρόληψης των υποτροπών για δράστες, ανήλικους και ενήλικους (Μέτρα 8.3 και 8.4), δύναται να ενσωματώσει τους θεωρητικούς πυλώνες και τις πρακτικές της Επανορθωτικής Δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, οι οικογενειακές συνεδρίες (family group conferencing) υποστηρίζουν την οικογένεια στην υποστήριξη του παιδιού τους, είτε πρόκειται για παιδί-θύμα, είτε για παιδί-δράστη, εμπλέκοντας ενεργητικά όλους τους ανθρώπους-κλειδιά στη ζωή του παιδιού, και ακολουθώντας εξατομικευμένα τις ανάγκες του (case by case approach). Οι αρχές της Επανορθωτικής Δικαιοσύνης είναι αυτές που θα διασφαλίσουν το ζητούμενο του ΕΣΔ σχετικά με την μη αντιμετώπιση του παιδιού ως παθητικού δέκτη υπηρεσιών, αλλά ενεργού υποκειμένου που δύναται να αρθρώνει λόγο ως προς την εξέλιξη της υπόθεσής του.