• Σχόλιο του χρήστη 'Μιλτιάδης Σταθόπουλος' | 31 Ιανουαρίου 2024, 20:23

    Αναφέρεται στο άρθρο αλλά και σε όλο τον νόμο ο όρος «ομόφυλα». Εστιάζω στην παντελώς εσφαλμένη χρήση του όρου «ομοφύλων». «Ομόφυλος», κατά κυριολεξία, είναι εκείνος που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλον. Όχι αυτός που έχει το ίδιο φύλο. Άλλο πράγμα η «φυλή» και άλλο το «φύλο». Συνώνυμα του ομόφυλου είναι ο «ομοεθνής», ο «ομογενής». Αντίθετα του ομόφυλου είναι ο «αλλόφυλος», ο «αλλογενής», ο «αλλοδαπός», μεταφορικά ο «ξένος» (βλ. Ἀντιλεξικόν ἤ Ονομαστικόν τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσης, ἐπιμ. Θ. Βοσταντζόγλου, β΄ ἔκδ., Ἀθῆναι 1990, σ. 93). Με αυτή την έννοια, ο όρος χρησιμοποιείται στην Ευχές της Γονυκλισίας της Πεντηκοστής «… καί ἀνάπαυσον πάντας τούς πατέρας ἑκάστου καί μητέρας καί ἀδελφούς καί ἀδελφάς καί τέκνα καί εἴ τι ἄλλον ὁμογενές καί ὁμόφυλον, καί πάσας τάς προαναπαυσαμένας ψυχάς …» (β΄ευχή της γ΄ γονυκλισίας). Με την ίδια λογική συναντούμε και άλλους όρους με πρώτο συνθετικό το «ομο»: ομόβουλος ή ομόθυμος ή ομόφρων, ομοειδής, ομόγλωσσος, ομόθρησκος η ομόδοξος, ομοδίαιτος ή ομόσιτος, ομοδύναμος, ομόδρομος, ομόζυγος ή ομόσκηνος, ομόθρονος, ομόλογος ή ομότιμος, ομόρρυθμος ή ομότροπος, ομόσπονδος κ.ο.κ. (βλ. Ἀντιλεξικόν ἤ Ὀνομαστικόν, ό.π., σ. 990). Εντελώς άλλη σημασία έχει ο όρος «ομοφυλόφιλος»: αυτός που αισθάνεται παρά φύσιν γενετήσια έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου (βλ. Ἀντιλεξικόν ἤ Ὀνομαστικόν, ό.π., σ. 281).