• Σχόλιο του χρήστη 'Ένωση Διπλωματικών Υπαλλήλων' | 6 Μαΐου 2019, 11:09

    Παρατίθεται κείμενο γνωμοδότησης Νομικού Συμβούλου Ένωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων, κ. Σπυρόπουλου, επί σχεδίου νέου οργανισμού, σύμφωνα με την οποία υφίστανται ποικίλα νομοτεχνικά προβλήματα που παραβιάζουν τα δικαιώματα των υπαλλήλων του ΥΠΕΞ, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καθιστούν τον νέο οργανισμό αντιβαίνοντα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Λόγω μεγέθους το κείμενο της γνωμοδότησης θα χωριστεί σε τμήματα: Άρθρο 46: Αναπλήρωση προϊσταμένων διπλωματικών αρχών Σε σχετική, από 30.1.2019 Γνωμοδότησή μου προς του Σύλλογο των Υπαλλήλων του Κλάδου Ο.Ε.Υ., είχα διατυπώσει την άποψή μου επί της συγκεκριμένης διάταξης, την οποία επισυνάπτω στο παρόν, ως παράρτημα. Άρθρο 65: Κανονικές Άδειες Η διάταξη της παρ. 6, τελευταίο εδάφιο, αντίκειται στην αρχή της ισότητος που επιβάλλεται από την παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι δεν υφίσταται αποχρών λόγος αποστέρησης του αντιτίμου των εισιτηρίων αδείας από υπαλλήλους που επιστρέφουν στην ΚΥ το ίδιο έτος. Η διάταξη έχει βελτιωθεί έναντι του αρχικού σχεδίου, δεδομένου ότι η χορήγηση των εισιτηρίων γίνεται μετά την συμπλήρωση 6 μηνών (και όχι έτους) από την ανάληψη υπηρεσίας. Άρθρο 67: Ιατροφαρμακευτική και Νοσοκομειακή Περίθαλψη: Η διάταξη επιχειρεί να διορθώσει το ζήτημα των εξαιρετικά μεγάλων καθυστερήσεων στην εξόφληση των νοσηλείων υπαλλήλων που υπηρετούν σε χώρες που δεν δέχονται το έντυπο Ε112 (είτε ανήκουν είτε όχι στην Ε.Ε.), χωρίς όμως να το επιτυγχάνει. Άρθρο 69: Μητρώο Υπαλλήλων (α) Στην παράγραφο 2(δ) του άρθρου αυτού, ορίζεται ότι περιεχόμενο του φακέλου αυτού είναι και «δ. έγγραφα θετικού ή αρνητικού περιεχομένου, που αφορούν την υπηρεσιακή δραστηριότητα του υπαλλήλου». Παρότι παρέχεται δικαίωμα προσφυγής και κατά των εγγράφων αυτών (βλ. παρ. 7 ίδιου άρθρου), η διατύπωση αυτή είναι εξαιρετικά ευρεία και δημιουργεί προβλήματα συνταγματικότητος, καθώς δεν ορίζεται ούτε η προέλευση των εγγράφων αυτών, ούτε το αναγκαίο περιεχόμενό τους. Με τον τρόπο αυτό, παρίσταται δυνατή η αρνητική κρίση περί προαγωγής υπαλλήλου με άριστες εκθέσεις αξιολόγησης, μόνον και μόνον ως εκ του περιεχομένου αγνώστου και αμφίβολης προελεύσεως τέτοιων εγγράφων. Παρατηρητέο, επίσης, ότι όταν τα έγγραφα αυτά περιέχουν μόνον κρίσεις (και δη αρνητικές), αυτά δεν προσβάλλονται. Εξάλλου, όπως ορθά παρατηρείται από την ΕΔΥ, οι υπάλληλοι του ΥΠΕΞ είναι εκτεθειμένοι σε ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας που τους καθιστούν δυνητικά ευάλωτους σε ποικίλες πιέσεις – εξ ου άλλωστε και η διπλωματική ασυλία. Υπάρχει κανονική διαδικασία καταχώρησης ή αφαίρεσης εγγράφων από το φάκελο των υπαλλήλων που πρέπει να ακολουθείται. Η πρόβλεψη αυτή θα μειώσει τη δυνατότητα των υπαλλήλων να ανθίστανται σε πολιτικές πιέσεις, αθέμιτες πιέσεις των προϊσταμένων τους ή και ατόμων από την χώρα στην οποία υπηρετούν. Επιπλέον, τα «έγγραφα θετικού ή αρνητικού περιεχομένου», που μπορεί να προέρχονται και από ιδιώτες, δεν αποτελούν διοικητικές πράξεις (όπως αντίθετα είναι και οι εκθέσεις αξιολόγησης και οι πειθαρχικές ποινές), με συνέπεια να είναι αμφίβολο αν το παρεχόμενο «δικαίωμα» του υπαλλήλου να προσφύγει κατ’ αυτών βρίσκει συνταγματικό έρεισμα και είναι λίαν αμφίβολο αν, κατόπιν τυχόν απόρριψης προσφυγής ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, τα διοικητικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να τροποποιήσουν, κατά περιεχόμενο, τα «έγγραφα» αυτά. Τέλος, δεδομένου ότι τέτοια έγγραφα προβλέπεται να συμπεριλαμβάνονται και στις εκθέσεις αξιολόγησης του υπαλλήλου, η ένταξή τους «αυτοτελώς» στον υπηρεσιακό φάκελο του υπαλλήλου παρίσταται άκρως προβληματική και περιττή. Γι’ αυτό, προτείνεται η διαγραφή της περίπτωσης δ. Της παρ. 2 του άρθρου 69. Σε κάθε περίπτωση, και για να τηρείται η αρχή της ισότητος και η αρχή της αξιοκρατίας, αμφότερες των οποίων απορρέουν από το Σύνταγμα, θα πρέπει κατ’ ελάχιστον να προβλεφθεί ότι τα έγγραφα αυτά δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την προαγωγή του υπαλλήλου αν, α) για την ίδια χρονική περίοδο που αφορούν υπάρχει συντεταγμένη και νομίμως κατατεθειμένη έκθεση αξιολόγησης του υπαλλήλου, β) δεν περιέχουν κρίσεις απολύτως τεκμηριωμένες από πραγματικά περιστατικά που πιστοποιούνται εγγράφως, ή γ) είναι ανώνυμα ή έχουν συνταχθεί από πρόσωπα που δεν προϊστανται, υπηρεσιακά του υπαλλήλου. (γ) Στην παρ. 7 του ίδιου άρθρου, επαναλαμβάνεται όμοια διάταξη του προγενέστερου οργανισμού, σύμφωνα με την οποία ο υπάλληλος δικαιούται να προσφύγει κατά της έκθεσης αξιολόγησης «προς απάλειψη πραγματικών περιστατικών που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα καθώς και των συνδεομένων με αυτά αξιολογικών κρίσεων». Παρά την προσπάθεια βελτίωσης της διάταξης αυτής, παραμένει το πρόβλημα που τέθηκε με την προηγούμενη γνωμοδότησή μου, και το οποίο ήταν το ακόλουθο: Ενώ - σύμφωνα με τις διατάξεις του Οργανισμού - οι κρίσεις των εκθέσεων αξιολόγησης θα πρέπει να είναι σαφείς και τεκμηριωμένες. Συνεπώς, οι μη τεκμηριωμένες και ασαφείς κρίσεις είναι παράνομες. Δεδομένου ότι η ατεκμηρίωτη κρίση δεν μπορεί να προσβληθεί καθεαυτή (γιατί δεν περιέχει πραγματικά περιστατικά), έχει κριθεί ότι μπορεί όμως, ο δυσμενώς κριθείς υπάλληλος να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του δυσμενούς φύλλου αξιολόγησης, βάσει του οποίου κρίθηκε μη προακτέος, με την αίτηση ακυρώσεως, την οποία ασκεί κατά της δυσμενούς κρίσεως του περί μη προαγωγής (ΔΕΑ 3232/2015 ad hoc, 2104/2014, πρβλ. ΣτΕ 2685/2005, 3256/2002, 786/1997). Στην περίπτωση όμως αυτή, η ακυρότητα της κρίσης που στηρίχθηκε σε τέτοια έκθεση αξιολόγησης είναι αυταπόδεικτη (γιατί αν δεν περιέχει πραγματικά περιστατικά είναι παράνομη, ως προελέχθη). Αποτέλεσμα, λοιπόν, του άρθρου αυτού, είναι να διαιωνίζεται η ύπαρξη άκυρων εκθέσεων αξιολόγησης στον φάκελο του υπαλλήλου και να ακυρώνονται οι περί προαγωγής κρίσεις λόγω λήψης υπόψη τέτοιων εκθέσεων. Το πρόβλημα βεβαίως επιτείνεται, από το γεγονός ότι, πλέον, στις «προσβλητές» (?) πράξεις εντάσσονται και τα «έγγραφα θετικού ή αρνητικού περιεχομένου» τα οποία – κατά τεκμήριο – είναι πολύ λιγότερο τεκμηριωμένα από τις εκθέσεις αξιολογησης. Γι’ αυτό προτείνεται μετ’ επιτάσεως να παρασχεθεί δικαίωμα προσφυγής του υπαλλήλου κατά εκθέσεων αξιολόγησης (αλλά και – πολύ περισσότερο - των «εγγράφων θετικού ή αρνητικού περιεχομένου») για οποιοδήποτε λόγο, δηλαδή είτε προς απάλειψη πραγματικών περιστατικών που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα είτε και προς απάλειψη κρίσεων που δεν τεκμηριώνονται ή δεν είναι σαφείς. Με τον τρόπο αυτό η τυχόν ακυρότητα του συνόλου της έκθεσης αξιολόγησης ή του εγγράφου διαγιγνώσκεται στο αρχικό στάδιο (της σύνταξής της) και αποκλείει την επίκληση ακυρότητος κατά το μεταγενέστερο στάδιο της περί προαγωγής κρίσης του υπαλλήλου.