• Σχόλιο του χρήστη 'Ένωση Διπλωματικών Υπαλλήλων' | 6 Μαΐου 2019, 11:13

    Παρατίθεται κείμενο γνωμοδότησης Νομικού Συμβούλου Ένωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων, κ. Σπυρόπουλου, επί σχεδίου νέου οργανισμού, σύμφωνα με την οποία υφίστανται ποικίλα νομοτεχνικά προβλήματα που παραβιάζουν τα δικαιώματα των υπαλλήλων του ΥΠΕΞ, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καθιστούν τον νέο οργανισμό αντιβαίνοντα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Λόγω μεγέθους το κείμενο της γνωμοδότησης θα χωριστεί σε τμήματα: Άρθρο 72: Αξιολόγηση των μη διοικητικών καθηκόντων υπαλλήλων (α) Η μέθοδος αξιολόγησης που προβλέπεται στο άρθρο αυτό είναι ιδιαιτέρως περίπλοκη και χρονοβόρα, με αποτέλεσμα να τίθεται σε αμφιβολία η επιτυχής εφαρμογή της διάταξης, ιδίως όσον αφορά τις παρ. 8 και 9 του άρθρου αυτού, που προβλέπει την σύνταξη εκθέσεων αξιολόγησης από τον ίδιο τον Υπουργό για πλήθος υπαλλήλων (β) Στην παρ. 7 του ίδιου άρθρου, είναι ορθή η παρατήρηση της ΕΔΥ ότι Θα πρέπει να υπάρχει μηχανισμός όπως, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ο κρινόμενος να μπορεί να προσφύγει κατά τις έκθεσης αξιολόγησης και να ζητήσει από τη Διοίκηση να εξετάσει κατά πόσο περιέχει μεροληπτική έκθεση ή έκθεση με κρίσεις και χαρακτηρισμούς που δεν δικαιολογούνται. Προτείνεται μάλιστα να τεθεί ορισμένη, σύντομη και δεσμευτική προθεσμία και για την έκδοση απόφασης επί της προσφυγής, με την προσθήκη όρου που θα προβλέπει ότι «έκθεση αξιολόγησης η οποία έχει προβληθεί με προσφυγή από τον κρινόμενο δεν λαμβάνεται υπόψη κατά την κρίση περί προαγωγής του υπαλλήλου πριν το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο αποφανθεί επί της προσφυγής αυτής». Μια τέτοια πρόβλεψη, θα επιταχύνει την διαδικασία κρίσης των εκθέσεων αξιολόγησης από τα ανώτερα όργανα, με αποτέλεσμα τόσο την αποφυγή των «αναβολών» κατά τις περί προαγωγών κρίσεις, όσο και την ταχεία δίωξη του προϊσταμένου με τις πειθαρχικές επιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 16β (οι οποίες όμως είναι προβληματικές όπως επισημαίνεται στην επόμενη παρατήρηση). (γ) Στην παρ. 16 του ίδιου άρθρου, προβλέπεται η πειθαρχική τιμωρία του προϊσταμένου του υπαλλήλου για την μη σύνταξη ή την εκπρόθεσμη σύνταξη των εκθέσεων αξιολόγησης, αλλά και για την σύνταξη «μεροληπτικής» έκθεσης αξιολόγησης και για την σύνταξη έκθεσης αξιολόγησης «με κρίσεις ή χαρακτηρισμούς που δεν αιτιολογούνται ή που η υπηρεσιακή παρουσία και πορεία του αξιολογημένου υπαλλήλου δεν επαληθεύει». Η διάταξη αυτή είναι πολλαπλώς προβληματική, δεδομένου ότι αφενός μεν δημιουργεί κίνδυνο πειθαρχικών διώξεων για κάθε προϊστάμενο και κάθε φύλλο αξιολόγησης (αρνητικό ή και θετικό) που συντάσσεται, αφετέρου δε εξαρτά την πειθαρχική ευθύνη από απολύτως αόριστες αξιολογικές έννοιες, όπως είναι η «μεροληψία» και η ένταξη, στην έκθεση αξιολόγησης κρίσεων που «δεν επαληθεύονται από την υπηρεσιακή παρουσία και πορεία» (;;;) του υπαλλήλου. Σύμφωνα με την νομολογία του ΣτΕ, γεγονότα που αναφέρονται είτε στη συνήθη άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων είτε στην έκφραση γνώμης για τον διοικούμενο, η οποία σχηματίσθηκε από την υπηρεσιακή επαφή μαζί του δεν συνιστούν την έννοια της οξείας έχθρας ή διάστασης που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει κώλυμα μεροληψίας του οργάνου (αντί πολλών ΣτΕ 2068/86, 2263/1991 κλπ). Πάντοτε, η μεροληψία του οργάνου κρίνεται εκ των προτέρων, ουδέποτε δε εκ των υστέρων, δηλαδή βάσει του πορίσματος ή της έκθεσης αξιολόγησης που συνέταξε. Επιπλέον, τίποτε δεν αποκλείει μία έκθεση αξιολόγησης να απάδει της εν γένει «υπηρεσιακής παρουσίας» του υπαλλήλου και παρά ταύτα να είναι αληθής, όταν, π.χ. ο υπάλληλος επέδειξε πλημμελή υπηρεσιακή απόδοση σε μεμονωμένο περιστατικό ή περίοδο. Η νομολογία προβλέπει – εξάλλου - ότι οι μεμονωμένες αρνητικές κρίσεις δεν αρκούν για την περί μη προαγωγής κρίση του υπαλλήλου. Επομένως η διάταξη της παρ. 16 του άρθρου 72 όχι μόνον δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό αλλά, εν όψει της γενικότητος και της αοριστίας της κινδυνεύει να καταστεί «κενό γράμμα». (δ) Συναφώς, προβληματική παρίσταται και η κατά την παρ. 17 του ίδιου άρθρου σύσταση της «επιτροπής διενέργειας δειγματοληπτικών ελέγχων». Όπως ορθώς παρατηρείται από την ΕΔΥ, η παράγραφος αυτή διευρύνει τη δυνατότητα παρέμβασης της πολιτικής ηγεσίας στην διαδικασία αξιολόγησης των υπαλλήλων. Είναι άλλωστε ανεφάρμοστη η προβλεπόμενη διαδικασία «επαλήθευσης». Η ανωτέρω πρόταση για δυνατότητα άμεσης υποβολής αιτήματος επαναξιολόγησης από τον ίδιο τον κρινόμενο είναι επαρκής. Άρθρο 73: Μεταθέσεις: Με την διάταξη της παρ. 5 του άρθρου αυτού, μειώνεται ο μέγιστος χρόνος υπηρεσίας του υπαλλήλου στην ίδια αρχή σε πέντε (5) αντί έξι (6) έτη που προέβλεπε ο προηγούμενος Οργανισμός. Κατά την παρ. 7 του ίδιου άρθρου, ο συνολικός χρόνος παραμονής του υπαλλήλου στο εξωτερικό «βελτιώθηκε» σε δέκα (10) έτη (αντί επτά έτη που προέβλεπε το προηγούμενο σχέδιο) για όλους γενικά τους υπαλλήλους του Υπ. Εξωτερικών. Παρά ταύτα, ο μέγιστος χρόνος υπολείπεται αυτού που ίσχυε (12 έτη) για τους κλάδους ΠΕ & ΤΕ Διοικητικού, ΔΕ Δ. Γραμματέων και ΠΕ & ΤΕ ΕΠΛ. Εξακολουθεί να μην περιέχεται μεταβατική διάταξη για υπαλλήλους που υπηρετούν στιν ίδια αρχή επί 5ετία – χωρίς να έχουν συμπληρώσει 6ετία – καθώς και για υπαλλήλους παραπάνω κλάδων που ήδη υπηρετούν στο εξωτερικό κατά την έναρξη ισχύος του νόμου και έχουν συμπληρώσει 10, αλλά όχι 12 έτη υπηρεσίας, με συνέπεια οι υπάλληλοι αυτοί να κινδυνεύουν να μετατεθούν άμεσα είτε προς άλλη Αρχή, είτε προς την Κ.Υ., ενώ έχουν προγραμματίσει την ζωή τους, τις σπουδές των παιδιών τους και έχουν αναλάβει υποχρέωσεις με βάση τις προηγούμενες διατάξεις του ν. 3566/2007. Γι’ αυτό, και προς αποφυγή παράβασης της αρχής της χρηστής διοίκησης, αλλά και προς αποφυγή των τεράστιων εξόδων (οικοσκευές, έξοδα α’ εγκατάστασης, εισιτήρια) που θα προκληθούν απότ ην μαζική μετάθεση υπαλλήλων από την αλλοδαπή, θα πρέπει να εισαχθεί μεταβατική διάταξη, με την οποία να προβλεφθεί είτε α) ότι οι διατάξεις περί μέγιστης διάρκειας παραμονής ισχύουν για μεταθέσεις / τοποθετήσεις που θα γίνουν το πρώτον μετά την έναρξη ισχυος του νόμου, είτε β) ότι οι ήδη υπηρετούντες στην αλλοδαπή υπάλληλοι που έχουν συμπληρώσει κατά τις νέες διατάξεις την μέγιστη διάρκεια παραμονής παραμένουν στις θέσεις τους τουλάχιστον επί ένα (1) έτος μετά την έναρξη ισχύος του νόμου. Άρθρο 75: Αποσπάσεις: Υπάρχει εννοιολογική αντίφαση μεταξύ της διάρκειας των αποσπάσεων (3+6 μήνες κατά μέγιστο) και των ειδικών αποστολών (άρθρ. 79 – διάρκεια έως 3 έτη), διότι κατά τεκμήριο οι ειδικές αποστολές έχουν την έννοια της όλως προσωρινής μετακίνησης με ειδικό σκοπό ενώ οι αποσπάσεις μονιμότερη διάρκεια, με αποτέλεσμα η οριζόμενη εδώ διάρκεια να μην ανταποκρίνεται στην έννοια της κάθε λέξης. Άρθρο 79: Ειδικές Αποστολές (α) Ισχύουν τα αναφερθέντα ανωτέρω, υπό το άρθρο 74, ως προς την διάρκεια της απόσπασης σε σχέση με την διάρκεια των ειδικών αποστολών. (β) Ορθώς παρατηρείται από την ΕΔΥ ότι το άρθρο αυτό ουσιαστικά δημιουργεί παράλληλο σύστημα μεταθέσεων παρακάμπτωντας τις θεσμοθετημένες διαδικασίες και κριτήρια. Ο ορισμός της ειδικής αποστολής είναι αποστολής που γίνεται για εξαιρετικούς λόγους και για σύντομο χρονικό διάστημα, ειδάλλως πρόκειται περί απόσπασης και πρέπει να αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο εκείνο. Μάλιστα στο νέο σχέδιο το ως άνω «παράλληλο σύστημα μεταθέσεων» διευρύνεται κατά πολύ, αφού καταργείται και ο μέγιστος αριθμός επιτρεπόμενων ειδικών αποστολών (25 κατά το προηγούμενο σχέδιο). (β) Εν όψει της αμφιταλάντευσης της νομολογίας, θα πρέπει άντως να διευκρινισθεί αν επιτρέπονται ειδικές απστολές και για υπαλλήλους που δεν ανήκουν στο Υπουργείο Εξωτερικών και, σε καταφατική περίπτωση, αν ο μέγιστος επιτρεπόμενος ειδικών αποστολών (εφ’ όσον τεθεί), αφορά και αυτούς.