• Σχόλιο του χρήστη 'Ένωση Διπλωματικών Υπαλλήλων' | 6 Μαΐου 2019, 11:55

    Παρατίθεται κείμενο γνωμοδότησης Νομικού Συμβούλου Ένωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων, κ. Σπυρόπουλου, επί σχεδίου νέου οργανισμού, σύμφωνα με την οποία υφίστανται ποικίλα νομοτεχνικά προβλήματα που παραβιάζουν τα δικαιώματα των υπαλλήλων του ΥΠΕΞ, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καθιστούν τον νέο οργανισμό αντιβαίνοντα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Λόγω μεγέθους το κείμενο της γνωμοδότησης θα χωριστεί σε τμήματα: Άρθρο 97: Πρέσβεις εκ προσωπικοτήτων Το παρεχόμενο κατά την παρ. 3 του άρθρου αυτού δικαίωμα παραίτησης των Πρέσβεων εκ προσωπικοτήτων από τις αποδοχές τους, ενδεχομένως προσκρούει στο άρθρο 22 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος. Επιπλέον, θα πρέπει ρητώς να προβλεφθεί ότι κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διατάξεως, η παραίτηση του Πρέσβη εκ προσωπικοτήτων από τις αποδοχές του, συνεπάγεται την μη εφαρμογή, σε αυτόν, της διάταξης του άρθρου 20 του ν. 4387/2016 (περί ολοσχερούς αναστολής καταβολής της σύνταξης στον συνταξιούχο που αναλαμβάνει εργασία ή αποκτά δραστηριότητα σε φορείς της γενικής Κυβέρνησης). Άρθρα 100 (προαγωγές ΕΝΥ), 105 (Προαγωγές Εμπειρογνωμόνων), 111 (Προαγωγές ΟΕΥ): Ισχύουν οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν παραπάνω επί του άρθρου 93. Άρθρο 104: Διαδικασία και ειδικά προσόντα διορισμού (Κλάδος Εμπειρογνωμόνων): Η πρόσληψη Εμπειρογνωμόνων εναπόκειται, κατά το άρθρο αυτό, στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εξωτερικών, ο οποία α) προκηρύσσει τον διαγωνισμό, β) ορίζει τα μέλη της Επιτροπής Επιλογής Υποψηφίων, γ) ορίζει τον τρόπο διεξαγωγής του διαγωνισμού, την εξεταστέα ύλη, τον τρόπος βαθμολόγησης και κάθε άλλη λεπτομέρεια. Η διάταξη, προσκρούει ευθέως σε αυτή του άρθρου 103 παρ. 7 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία (πλην των περιπτώσεων των διοριζομένων απευθείας με Πρεσβευτικό βαθμό και άλλων, που εν προκειμένω δεν συντρέχουν), «Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο ... γίνεται με διαγωνισμό ή με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει». Επιπλέον, η ίδια διάταξη προσκρούει – κατά την άποψή μου - και προς αυτή του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος. Όπως έχει κριθεί (ΣΤΕ ΟΛ 235/12, βλ. και ΣτΕ Ολ. 1892/2010, 3973/2009), με την διάταξη αυτή παρέχεται μεν στον κοινό νομοθέτη η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα να μεταβιβάζει στην εκτελεστική εξουσία την αρμοδιότητά του προς θέσπιση κανόνων δικαίου, θα πρέπει όμως η σχετική νομοθετική εξουσιοδότηση να είναι ειδική και ορισμένη, και να αφορά μόνον ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Ως «ειδικότερα», δε, θέματα, νοούνται μερικότερες περιπτώσεις θεμάτων που ρυθμίζονται ήδη στον τυπικό νόμο σε γενικό έστω, αλλά πάντως ορισμένο πλαίσιο Κατά συνέπεια, δεν είναι επιτρεπτή η, δια της παραπάνω διάταξης, μεταβίβαση στον Υπουργό όλων των ως άνω εξουσιών με αόριστη νομοθετική εξουσιοδότηση που δεν ορίζει, έστω κατά γενικό τρόπο μεταξύ ποίων επιλέγονται τα μέλη της επιτροπής εξετάσεων, ποιά γνωστικά αντικείμενα αφορά κλπ. Άρθρο 136: Αποδοχές προσωπικού (α) Η παρ. 2 του εν λόγω άρθρου είναι πλήρως ασύντακτη και θέτει σε αμφιβολία την καταβολή τόσο αποζημίωσης υπηρεσίας αλλοδαπής όσο και μισθού στον υπάλληλο. Κατ’ αρχάς (εκ παραδρομής ;), στο σχέδιο αναφέρεται ότι: «Το προσωπικό του Υπουργείου Εξωτερικών, που τοποθετείται ή αποσπάται στην αλλοδαπή, λαμβάνει, κατ’ επιλογήν του, ανά Αρχή, σε ευρώ ή στο καθορισθέν νόμισμα καταβολής αποζημίωσης υπηρεσίας αλλοδαπής, τις εκάστοτε αποδοχές ημεδαπής ή και αποζημίωση υπηρεσίας αλλοδαπής». Η λέξη «ή» θα πρέπει να απαλοιφθεί. Περαιτέρω η καταβολή αποδοχών και Α.Υ.Α. - κατά την ίδια διάταξη - στο μέτρο που αντιστοιχούν «στο βαθμό ή στο μισθολογικό κλιμάκιο που κατέχει» δημιουργεί προβλήματα εφαρμογής της διάταξης. Ορθό είναι να έχει η διάταξη ως εξής: «Το προσωπικό του Υπουργείου Εξωτερικών, που τοποθετείται ή αποσπάται στην αλλοδαπή, λαμβάνει, κατ’ επιλογήν του σε ευρώ ή στο καθορισθέν ανά Αρχή νόμισμα καταβολής αποζημίωσης υπηρεσίας αλλοδαπής, τις εκάστοτε αποδοχές ημεδαπής που αντιστοιχούν στο μισθολογικό κλιμάκιο το οποίο κατέχει και αποζημίωση υπηρεσίας αλλοδαπής που αντιστοιχεί στο βαθμό που κατέχει». Άρθρο 153: Μεταβατικές Διατάξεις (α) Με την παρ. 11 γίνεται απόπειρα να διορθωθεί η ανισότητα που είχε παρατηρηθεί ως προς τους υπηρετούντες στο εξωτερικό κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 4336/2015 (1.1.2016) οι οποίοι κατελήφθησαν από τις διατάξεις του νόμου αυτού με αποτέλεσμα, κατά τον επαναπατρισμό τους, να εισπράξουν πολύ μικρότερο ποσό απ’ ότι το πραγματικό κόστος μεταφοράς της οικοσκευής τους προς την Ελλάδα ή προς την νέα τους θέση στο Εξωτερικό χωρίς να μπορούν να διευθετήσουν διαφορετικά τις οικοσκευές τους. Όμως η διάταξη περιέχει δύο προφανείς αστοχίες, οι οποίες την καθιστούν ανεφάρμοστη: Α) αναφέρεται ότι τα έξοδα μεταφοράς οικοσκευής καταβάλλονται στο ύψος και με τις προϋποθέσεις που ίσχυαν «κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του Ν. 4369/2016». Η παραπομπή είναι εσφαλμένη, διότι ο νόμος που προβλέπει τον νέο τρόπο αποζημιωσης της μεταφοράς των οικοσκευών είναι ο Ν. 4336/2015, ενώ ο ν. 4369/2016 απλώς προσθέτει, με την διάταξη του άρθρου 67 αυτού, μεταβατική διάταξη ως προς τα στρατιωτικά στελέχη και σε τίποτε δεν μεταβάλλει το καθεστώς των υπαλλήλων του Υπ.Εξ., Β) Η υποβολή των δικαιολογητικών όσων ήδη έχουν μετακινηθεί προβλέπεται να γίνει έως 31.12.2017. Προφανές σφάλμα. (β) Στο νέο σχέδιο, τροποποιούνται οι τυπικές προϋποθέσεις προαγωγής των υπαλλήλων των «ειδικών» κλάδων, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου που απαιτειται να διανυθεί στον προηγούμενο βαθμό, αλλά και οι ελάχιστοι και μέγιστοι χρόνοι παραμονής στην ίδια Αρχή της αλλοδαπής. Όπως ήδη ελέχθη, αμφότερα τα ζητήματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με μεταβατικές διατάξεις. Ειδικά στην περίπτωση των προαγωγών, υφίσταται το ειδικότερο ζήτημα όσων έχουν ήδη συμπληρώσει ή πρόκειται σύντομα να συμπληρώσουν τα προσόντα προαγωγής στον επόμενο βαθμό υπό τα προβλεπόμενα στον ήδη εν ισχύ Οργανισμό, οι οποίοι κινδυνεύουν να καθυστερήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα να προαχθούν έναντι συναδέλφων τους που θα «προλάβουν» να προαχθούν υπό την ισχύ του Ν. 3566/2007, είτε να μην δύνανται να προαχθούν καθόλου όπου, για την προαγωγή τους, εισάγεται η προϋπόθεση εκτέλεσης συγκεκριμένου «είδους» υπηρεσίας (π.χ. για την προαγωγή σε Σύμβουλο Πρεσβείας Β’ η συμπλήρωση τριετούς υπηρεσίας σε αρχή δυσμενών συνθηκών κλπ.). Τα αποτελέσματα αυτά είναι – κατά την άποψή μου - αντίθετα προς την Αρχή της χρηστής διοίκησης. Το ζήτημα αντιμετωπίζεται εν μέρει μόνον με τις μεταβατικές διατάξεις των παρ. 5 και 7 του άρθρου 153 και προτείνονται οι κατωτέρω προσθήκες: Άρθρο 153 παρ. 5: «Οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, σε Αρχές της Αλλοδαπής υπάλληλοι διέπονται ως προς την ελάχιστη και μέγιστη διάρκεια παραμονής τους στις Αρχές αυτές, από τις διατάξεις του Ν. 3566/2007. Για υπαλλήλους που μετατίθενται υποχρεωτικώς στην Κεντρική Υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης συνεχούς 10ετούς υπηρεσίας στην αλλοδαπή, η ημερομηνία (10ήμερο) αναχώρησης δεν μπορεί να ορισθεί σε χρόνο που να απέχει ολιγότερο του ενός (1) έτους από την θέση σε ισχύ του παρόντος, εκτός αν οι υπάλληλοι αυτοί είχαν ήδη συμπληρώσει, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, τον μέγιστο χρόνο συνεχούς υπηρεσίας στην αλλοδαπή που προβλεπόταν, ανά κλάδο, από τις διατάξεις του Ν. 3566/2007 ως ίσχυε κατά την θέση του παρόντος σε ισχύ». [Οι παρ. 5, 6 και 7 του υφιστάμενου Άρθρου 153 του σχεδίου αναριθμούνται σε 6, 7 και 8, αντίστοιχα] Άρθρο 153 παρ. 9: «Ο απαιτούμενος χρόνος ελάχιστης υπηρεσίας στον κατώτερο βαθμό, που προβλέπεται ως τυπικό προσόν προαγωγής στον ανώτερο βαθμό, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93, 100, 105 και 111 του παρόντος ισχύει για υπαλλήλους που θα προαχθούν στους κατώτερους βαθμούς που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Οι ήδη υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, στους βαθμούς αυτούς, υπάλληλοι προάγονται στον επόμενο βαθμό εφ’ όσον συμπληρώσουν τον απαιτούμενο χρόνο ελάχιστης υπηρεσίας που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις του Ν. 3566/2007».