• Σχόλιο του χρήστη 'Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος' | 4 Νοεμβρίου 2010, 12:22
    Το βλέπω Θετικά/Αρνητικά: 40  24

    Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος Η Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος εκφράζει την αντίθεσή της με το σχέδιο νόμου που αναρτήθηκε προς διαβούλευση, θεωρώντας ότι: α) καταστρατηγείται η κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα ελευθερία της Τέχνης με τον επιχειρούμενο ασφυκτικό έλεγχο της κινηματογραφικής παραγωγής από το κράτος, μέσω της διοριζόμενης από τον Υπουργό διοίκησης του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. β) απουσιάζουν συνολικά, από αυτό, οι απαραίτητες εγγυήσεις διαφάνειας, δημοκρατικότητας και αξιοκρατίας στη διαχείριση των ζητημάτων του Κινηματογράφου, γ) οι προτάσεις ενίσχυσης της παραγωγής, όταν δεν είναι αφηρημένες, πρόχειρες και ασαφείς, παραμένουν σε επίπεδο ευχολογίων, χωρίς πειστικές δικλείδες ασφαλείας. δ) ο ρόλος του σεναριογράφου ως συνδημιουργού στο κινηματογραφικό έργο, αντί να εξασφαλίζεται και ενισχύεται, υποβαθμίζεται. Καμία ιδιαίτερη φροντίδα δεν παρέχεται για τη σεναριακή ανάπτυξη και κατάρτιση, καμία μέριμνα για τον “χρόνιο ασθενή” της ελληνικής παραγωγής, το σενάριο και τη μυθοπλασία. Γενικότερα, μάλιστα, η ΕΣΕ διαπιστώνει ότι οι προηγούμενες προτάσεις της, μαζί και πλείστων συλλογικών φορέων και αρμόδιων επιτροπών, δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψιν. Ολόκληρο το νομοσχέδιο άλλωστε διάκειται εχθρικά στον ρόλο των σωματείων, τα απαξιώνει και λίγο-πολύ τα θεωρεί υπεύθυνα για τα όποια δεινά της εθνικής παραγωγής. Συνέπεια αυτής της στάσης, μάλιστα, είναι και η πλήρης εξαίρεσή τους από κάθε δημόσιο φορέα της κινηματογραφίας μας! Πιο συγκεκριμένα, εκφράζουμε την ολοκληρωτική απόρριψή μας στο άρθρο 2, παρ. 6, («δημιουργός του οπτικοακουστικού έργου νοείται ο σκηνοθέτης»), όπου παραβλέπεται ο σεναριογράφος ως ισότιμος συν-δημιουργός του κινηματογραφικού έργου με αντίστοιχα πνευματικά δικαιώματα – ερχόμενο σε σύγκρουση με την σύγχρονη ευρωπαϊκή νομοθεσία. Το ζήτημα είναι πάρα πολύ σοβαρό για εμάς, γιατί απηχεί δυστυχώς το συνολικότερο πνεύμα του νομοσχεδίου, το οποίο περιφρονεί απόλυτα το σενάριο και τη σημασία του στη χάραξη μιας αποτελεσματικής κινηματογραφικής πολιτικής. Έτσι, πουθενά δεν γίνεται αναφορά σε στρατηγικές ανάπτυξης του σεναρίου, πουθενά δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη για την ωφελιμότητα στους διακριτούς ρόλους σκηνοθέτη και σεναριογράφου, η ιδέα για τη δημιουργία Ινστιτούτου Σεναρίου εγκαταλείφθηκε, πουθενά δεν υπάρχει στο ΕΚΚ έστω κάποια Διεύθυνση ή Γραφείο Σεναρίου που θα μπορούσε να συνδράμει στην κατεύθυνση ενίσχυσης της εγχώριας σεναριογραφίας. Κι όλα αυτά, παρότι είναι πολλαπλά διαπιστωμένο το πρόβλημα στα σενάρια των ελληνικών ταινιών, πρόβλημα που τις εμποδίζει να επικοινωνήσουν γόνιμα με το πλατύ κοινό και να είναι κοινωνικά ανταποδοτικές και εμπορικά ανταγωνιστικές, πέρα από τον στενό κύκλο κάποιων φεστιβαλικών διακρίσεων. Παραπέρα, εκφράζουμε την πλήρη αντίθεσή μας με τον εξοβελισμό κάθε εκπροσώπου σωματείου όχι μόνο από τη διοίκηση αλλά και ακόμα κι από αυτό τον έλεγχο των δημόσιων φορέων όπως το ΕΚΚ και το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, φορείς που διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα και χαράζουν εθνικές πολιτικές στην κινηματογραφία μας. Διαφωνούμε ριζικά με την κατάργηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου, ενός συμβουλευτικού οργάνου που αποτελούσε γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ κινηματογραφικής κοινότητας και Πολιτείας. Ακόμα το σωματείο μας εκφράζει την πλήρη αντίθεσή του στην “εύκολη λύση” της κατάργησης του θεσμού των κρατικών βραβείων ποιότητας (θεσμού που πρόσφερε πολλαπλά στην ενίσχυση παραγωγών και συντελεστών, στην προβολή των ελληνικών ταινιών και την έμμεση ενίσχυση του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και του ελληνικού τμήματός του) αντί στην προσπάθεια βελτίωσης και ανοίγματός του σε ολόκληρο τον επαγγελματικό χώρο του οπικοακουστικού. Σε ό,τι αφορά το σύστημα μοριοδότησης και το σύστημα αξιολόγησης των ταινιών προκειμένου να ενταχθούν στο σύστημα της ενίσχυσης μέσω ανακατανομής του ειδικού φόρου και να καθοριστεί ο συντελεστής τους, υπάρχει πλήρης ασάφεια στον τρόπο και τα αξιολογικά (;) κριτήρια με τα οποία αποδίδονται τα παραπάνω μόρια (πχ. στο άρθρο 4 παρ. 3, εάν υπάρχουν δύο σεναριογράφοι, τα μόρια μειώνονται από 2 σε 1, και γιατί; Ή στο σύστημα μονάδων αξιολόγησης στο άρθρο 4, πότε μια ταινία μυθοπλασίας συγκεντρώνει τις 4 μονάδες για τον σεναριογράφο και με ποια κριτήρια αξιολογείται η δουλειά του, αλλά και των υπολοίπων συντελεστών υπό αξιολόγηση αντιστοίχως;). Αυτή καθεαυτή η ενίσχυση των παραγωγών και των αιθουσαρχών μέσω της ανακατανομής του ειδικού φόρου των εισιτηρίων των ελληνικών ταινιών, είναι μέτρο ευπρόσδεκτο μεν, αλλά στον βαθμό που δεν προβλέπεται καμιά εγγύηση για την εφαρμογή του, και επιπλέον, το ίδιο το κράτος δεν αναλαμβάνει καμιά άλλη ρητή δέσμευση για την επαρκή και αξιοκρατική χρηματοδότηση μέσω ΕΚΚ της εγχώριας παραγωγής, δυστυχώς δεν ισοσταθμίζει τις απώλειες. Η εξαγγελία δε δημιουργίας μητρώου παραγωγών από το ΕΚΚ με αδιαφανή κριτήρια, ενισχύει τους φόβους μας για μεροληπτική αντιμετώπιση των κινηματογραφιστών. Τα ίδια ισχύουν και για το περίφημο πια 1,5%. Ενώ οι πάντες καλωσορίζουμε ευλόγως την επανάληψη της νομικής υποχρέωσης καταβολής του από τα Κανάλια, αλλά και την επέκτασή του στο ανταποδοτικό τέλος της ΕΡΤ και τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους, το γεγονός ότι είκοσι χρόνια τώρα, παρά τις νομικές δεσμεύσεις, ποτέ ο νόμος δεν εφαρμόστηκε, μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που θα αλλάξει σήμερα, σε συνθήκες βαθιάς κρίσης, και από ευχολόγιο θα καταστεί πραγματικότητα. Βαθιά απογοήτευση μας δημιουργεί η συνολική απουσία οράματος για τον κινηματογράφο μας, η απουσία κάθε πρόβλεψης για τον συσχετισμό του με τα Νέα Μέσα και τις ψηφιακές τεχνολογίες, η απουσία ειδικής πρόνοιας για τη μικρού μήκους ταινία, η παντελής έλλειψη πρότασης για την κινηματογραφική παιδεία (βλ. την ξεχασμένη πια Ακαδημία των Τεχνών), τις κινηματογραφικές λέσχες και την περιφερειακή κινηματογραφική ανάπτυξη. Τέλος, την αδιαφάνεια και το ουσιαστικά ανεξέλεγκτο καθεστώς διοίκησης συμπληρώνει η αλλαγή νομικής μορφής του ΕΚΚ σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με εγκατάλειψη των υποχρεώσεων δημοσιοποίησης, που διέπουν τις Ανώνυμες Εταιρείες. Έτσι, για άλλη μια φορά και παρά τις αντίθετες εξαγγελίες, προτείνεται ένα στενά υπουργοκεντρικό, αδιαφανές και ανεξέλεγκτο σχήμα διοίκησης, πρόσφορο σε κάθε είδους κομματικές συναλλαγές, πελατειακές σχέσεις και προσωπικές εξαρτήσεις, που θα λογοδοτεί μόνο στον εαυτό του.