• Σχόλιο του χρήστη 'HIAS ΕΛΛΑΔΟΣ' | 21 Οκτωβρίου 2019, 14:11

    Δεν είναι σαφές σε ποια διαδικασία αναφέρεται η περίπτωση ζ’ της παρ. 2 (κράτηση, «για να αποφασιστεί, στο πλαίσιο διαδικασίας, το δικαίωμα του αιτούντος για είσοδο στο έδαφος.») Δεν προσδιορίζονται τα αντικειμενικά κριτήρια που τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους «να θεωρείται ότι ο αιτών υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής, εφόσον πιθανολογείται ότι η εκτέλεση της απόφασης αυτής μπορεί να υλοποιηθεί» (άρθρ. 46, παρ. 2, περ. γ’ και άρθρ. 46, παρ. 3, περ. γ’). Επιπλέον, αναφορικά με την παρ. 5(β), σύμφωνα με την οποία «(χ)ρονικά διαστήματα κράτησης που έχουν επιβληθεί βάσει των σχετικών διατάξεων των νόμων 3386/2005 (Α 212) και 3907/2011 (Α 7), δεν μπορούν να θεωρηθούν ως χρόνος κράτησης κατά την έννοια του άρθρου αυτού», δέον σημειωθεί ότι κρατούμενοι που έχουν εκδηλώσει βούληση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας εξακολουθούν να κρατούνται βάσει των σχετικών διατάξεων των νόμων 3386/2005 (Α 212) και 3907/2011 (Α 7) έως ότου το αίτημά τους καταγραφεί πλήρως από το αρμόδιο γραφείο της Υπηρεσίας Ασύλου. Ωστόσο, συχνά σημειώνονται σημαντικές καθυστερήσεις στην καταγραφή του αιτήματος από την Υπηρεσία Ασύλου, συνήθως αναγόμενες στην αδυναμία της Ελληνικής Αστυνομίας να μεταγάγει τους αιτούντες αμελλητί ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, λόγω υποστελέχωσης, καθώς και στην αδυναμία της Υπηρεσίας Ασύλου να διασφαλίσει διερμηνεία σε γλώσσα που κατανοούν οι αιτούντες. Άλλωστε, η έλλειψη διερμηνείας στα περισσότερα κέντρα διοικητικής κράτησης καθιστά αδύνατη την επικοινωνία των εκεί κρατούμενων με τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να εκφράσουν τη βούλησή τους να υποβάλουν αίτημα διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, στην παρούσα διατύπωσή της, η εν λόγω διάταξη ουδόλως διασφαλίζει τους κρατούμενους από την ελεύθερη επέκταση της διοικητικής τους κράτησης μέχρι το ανώτατο όριο, σε περιπτώσεις που η μη έγκαιρη καταγραφή της βούλησης ή του αιτήματός τους για διεθνή προστασία ανάγεται σε δυσλειτουργίες τις Διοίκησης. Επιπλέον, η δυνατότητα παράτασης της κράτησης μέχρι το ανώτατο όριο των 18 μηνών αφορά, σύμφωνα με το άρθρ. 30 του ν. 3907/2011, μόνο στην κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας ενόψει απομάκρυνσης και όχι στην κράτηση αιτούντων άσυλο (βλ. σχετικά και C-357/2009 PPU, Said Shamilovich Kadzoev), η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, πρέπει να έχει τη «μικρότερη δυνατή διάρκεια». Η εν λόγω διάταξη, στην παρούσα διατύπωση της, και υπό το φως της προαναφερθείσας νομολογίας, αφήνει περιθώρια παράτασης της διοικητικής κράτησης μέχρι και 36 μήνες (18 μήνες ενόψει απομάκρυνσης και 18 μήνες ως αιτούντος άσυλο). Εξάλλου και με βάση το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. γ΄ του ν. 3386/2005 εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διαδικασιών απέλασης και κράτησης προς το σκοπό αυτό οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο. Επομένως, η κράτηση ενόψει απομάκρυνσης, η οποία διέπεται από την οδηγία 2008/115 και η κράτηση που διατάσσεται κατά ατόμου που ζητεί άσυλο, εντάσσονται σε διαφορετικές νομικές ρυθμίσεις (απόφαση ΔΕΕ Said Shamilovich Kadzoev της 30-11-2009, βλ. και Απόφαση ΑνωτΔικΚυπρ 18.1.2011 ΕΜΕΔ 2011 σ. 75) Παράβαση των άρθρων 26 και 31 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων και σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 και 12 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα Σύμφωνα με τη γραμματική και συστηματική ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, η οποία υποστηρίζεται από τη θεωρία, πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31 είναι ο πρόσφυγας που είναι φυσικά παρών στη χώρα, ενώ του άρθρου 26 ο πρόσφυγας, ο οποίος είναι νόμιμα παρών στη χώρα, ήτοι από τη στιγμή που γίνει δεκτός στη διαδικασία εξέτασης αιτήματος ασύλου ή εφόσον του επιτραπεί με άλλο τρόπο προσωρινά η παραμονή στη χώρα (βλ. J.Hathaway, “The rights of refugees”, σελ. 154-193, 370-439 και 695-719). Ως πρόσφυγας δε για την εφαρμογή της εν λόγω Σύμβασης νοείται κάθε πρόσωπο το οποίο «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την υπηκοότητα και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της Χώρας ταύτης». (αρ. 1 Α 2 της αυτής Σύμβασης). Συνεπώς, ο πρόσφυγας είναι το πρόσωπο που έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον εκ των λόγων της Σύμβασης, και όχι ο επίσημα αναγνωρισμένος ως τέτοιος, καθώς η αναγνώριση έχει απλώς διακηρυκτικό και όχι συστατικό χαρακτήρα (βλ. σχετικά Εγχειρίδιο Υ.Α. παρ. 28., Οδηγία 2011/95/ΕΕ του ΕΚ από 13-12-2011, προοίμιο / αιτιολογική σκέψη 21). Ως εκ τούτου υπό το άρθρο 31 παρ. 1 προστατεύεται από ποινικές κυρώσεις ο πρόσφυγας που εισέρχεται παράνομα στη χώρα και χωρίς καθυστέρηση απευθύνεται στις αρχές της χώρας, προκειμένου να ζητήσει άσυλο. Ωστόσο, το «χωρίς καθυστέρηση» χρονικό διάστημα εμφάνισης του ενώπιον των αρχών θα πρέπει να κρίνεται ad hoc, ανάλογα με την πολιτισμική εξοικείωση του πρόσφυγα με τη χώρα υποδοχής, την εκπαίδευση του και τη φυσική και ψυχική του κατάσταση αλλά κατά γενική αποδοχή αυτό δεν μπορεί να είναι μόνο λίγες μέρες ούτε επίσης ορισμένα χρόνια. Επίσης, ως Αρχές της χώρας δεν νοούνται απαραίτητα οι αρμόδιες αρχές παραλαβής αιτήματος ασύλου, καθώς ο πρόσφυγας δεν είναι δυνατό να γνωρίζει το νομικό σύστημα και τις αρμοδιότητες κάθε αρχής της χώρας υποδοχής, αρκεί λοιπόν να απευθυνθεί σε Αρχές της χώρας, κατά τρόπο εύλογο για τις περιστάσεις. Ωστόσο, κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση για τον έλεγχο της συμβατότητας της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης είναι το άρθρο 31 παράγραφος 2 της Σύμβασης, δεδομένου άλλωστε ότι τόσο από το Σύνταγμα (αρ. 28) όσο και από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αρ. 78) αναγνωρίζεται η υποχρέωση συμβατότητας των νόμων, διοικητικών πράξεων ή Οδηγιών προς τη εν λόγω Σύμβαση. Στο άρθρο αυτό ορίζεται ότι τα συμβαλλόμενα κράτη θα εφαρμόζουν επί των κινήσεων των προσφύγων αυτών μόνο τα απαραίτητα περιοριστικά μέτρα, και τούτα μάλιστα μόνον μέχρις ότου ρυθμισθεί το καθεστώς τους στο έδαφος της χώρας που βρίσκονται ή αποκτήσουν άδεια εισόδου σε άλλη χώρα. Όπως δηλαδή καθίσταται προφανές από το άρθρο αυτό επιτρέπεται η επιβολή περιοριστικών μέτρων στην κίνηση των προσφύγων υπό δύο όρους: α) ότι αυτά είναι τα απαραίτητα μόνο και β) μόνο μέχρις ότου ρυθμισθεί το καθεστώς στο έδαφος της χώρας που βρίσκονται ή λάβουν άδεια εισόδου σε άλλη χώρα. Ξεκινώντας προς διευκρίνιση του όρου «μέχρις ότου ρυθμισθεί το καθεστώς», αυτό σημαίνει όχι μέχρι την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα αλλά μέχρι την καταγραφή του αιτήματος ασύλου. Η ερμηνεία αυτή υποστηρίζεται τόσο από μία συστηματική ερμηνεία των άρθρων 26 και 31 παρ. 2, καθώς διαφορετικά θα έρχονταν σε σύγκρουση (όπως θα φανεί εναργέστερα κατωτέρω) όσο και από την άποψη που υιοθέτηση η ad hoc Επιτροπή για την επεξεργασία της Σύμβασης (UN Doc. E/AC.32/SR.24, 3ης Φεβρουαρίου 1950, σ. 6). Η πρόβλεψη αυτή έχει σκοπό αφενός να βοηθήσει τα κράτη να ανταποκριθούν σε συνθήκες μαζικής εισροής αφετέρου να ολοκληρώσουν μια βασική αναζήτηση των στοιχείων της ταυτότητας και των συνθηκών που συνδέονται με τους παράτυπα εισερχόμενους αιτούντες άσυλο πριν τους αφήσουν ελεύθερους στην κοινωνία. Τα κράτη δηλαδή με την εν λόγω διάταξη δημιούργησαν ένα δικαίωμα των ίδιων να προβαίνουν σε κράτηση των προσφύγων που εισήλθαν παράνομα και ζητούν προστασία για λίγες ημέρες, μέχρι να ολοκληρωθεί η έρευνα αυτή. Όσον αφορά δε στο ποία είναι τα απαραίτητα μέτρα ναι μεν αρμόδιο είναι το κάθε συμβαλλόμενο κράτος να αποφασίζει ωστόσο, τόσο τα travaux preparatoires της Σύμβασης και τα κείμενα της Ad hoc Επιτροπής που παρέχουν καθοδήγηση στην ερμηνεία της Σύμβασης όσο και άλλα διεθνή κείμενα και εν προκειμένω το άρθρο 9 του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, του οποίου οι διατάξεις έχουν δεσμευτική ισχύ και θέτουν σαφώς περιορισμούς, σε μια έννοια επιδεκτική ερμηνειών αλλά και αυθαιρεσιών. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει κρίνει (υποθ. A v. Australia, UN. Doc CCPR/C/59/D/560/1993 Απρίλιος 1997, παρ. 9.4) ότι τα άτομα που ζητούν άσυλο δεν μπορούν να κρατούνται για διάστημα μεγαλύτερο από όσο το κράτος μπορεί να παρέχει κατάλληλη δικαιολόγηση. Και ακόμη και όταν υπάρχουν λόγοι που δικαιολογούν την κράτηση το άτομο που κρατείται πρέπει παρόλα αυτά να έχει τη δυνατότητα να προσφύγει κατά της κράτησης σε δικαστήριο, προκειμένου αυτό το δικαστήριο να αποφασίσει χωρίς καθυστέρηση περί της νομιμότητας της κράτησης και να διατάξει την άρση της, αν αυτή δεν είναι νόμιμη. Επιπροσθέτως, η αδυναμία πρόσβασης των διοικητικά κρατουμένων σε δωρεάν νομική βοήθεια, ιδίως στα σύνορα, είναι επαρκώς καταγεγραμμένη [βλ. και τις πρόσφατες καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ Kaak κ.ά. κατά Ελλάδας της 3/10/2019 (αριθ. 34215/16), O.S.A. κ.ά. κατά Ελλάδας της 21/03/2019 (αριθ. 39065/16), J.R. κ.ά. κατά Ελλάδας της 25/01/2018 (22696/16)]. H δε αναφορά του σχεδίου νόμου (άρθρ. 46, παρ. 7) σε παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας κατά τα προβλεπόμενα στο ν. 3226/2004 ουδόλως διασφαλίζει την πρόσβαση των κρατούμενων σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο, καθώς, αφενός ο ν. 3226/2004 προϋποθέτει μια σειρά δικαιολογητικών τα οποία στερούνται οι διοικητικά κρατούμενοι (βλ. άρθρ. 2, παρ. 2) και, αφετέρου, η δίκη για την οποία ζητείται δωρεάν νομική βοήθεια δε δύναται να λάβει χώρα παρά μόνο τουλάχιστον 15 ημέρες μετά την υποβολή των σχετικών δικαιολογητικών (βλ. άρθρ. 2, παρ. 3), κάτι το οποίο, ωστόσο, έρχεται σε αντίθεση με την προϋπόθεση της «ταχύτητας» του διοικητικού ελέγχου κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5, παρ. 4 της ΕΣΔΑ (βλ. σχετικά και την απόφαση του ΕΕΔΑ Shcherbina κατά Ρωσίας της 26/06/2004 (41970/11), §§ 65-70, όπου η καθυστέρηση 16 ημερών μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης επί ενδίκου μέσου κατά κράτησης θεωρήθηκε υπερβολική).