• Σχόλιο του χρήστη 'Ε.Π.' | 21 Οκτωβρίου 2019, 14:05

    Σε συνέχεια των προηγούμενων σχολίων, δεόν είναι να καταδειχθεί ότι ο ακυρωτικός έλεγχος των Διοικητικών Δικαστηρίων, δεν υπεισέρχεται σε ουσιαστική εξέταση των ισχυρισμών των προσφευγόντων, δηλαδή σε εξέταση των ισχυρισμών τους σε σχέση με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής τους, όπως απαιτεί η διαδικασία εξέτασης ενός αιτήματος ασύλου. Επομένως, δεν υπάρχουν Διοικητικοί Δικαστικοί Λειτουργοί με εμπειρία στην επί της ουσίας εξέταση αιτημάτων ασύλου, πέραν αυτών που ήδη υπηρετούν στις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, που έμαθαν να διαχειρίζονται τις υποθέσεις αυτές τα τελευταία τρία έτη, που λειτουργεί υπό αυτήν τη μορφή η Αρχή Προσφυγών. Αντιθέτως, τα τρίτα μέλη των Επιτροπών είναι ειδικοί εμπειρογνώμονες-νομικοί, εκπαιδευμένοι ήδη από το ελληνικό Κράτος στην εξέταση των προσφυγών, με πολυετή πείρα, αφού Επιτροπές Προσφυγών λειτουργούν στην Ελλάδα, ήδη από το 2011. Άλλωστε, η εμπειρία των τρίτων μελών αναγνωρίζεται, αφού θα τους δοθεί η δυνατότητα, σύμφωνα με το σχέδιο νόμου να συνάψουν συμβάσεις ως βοηθοί εισηγητές. Αυτό σημαίνει ότι αποκλείονται από τις Επιτροπές τα τρίτα μέλη, που είναι και τα μοναδικά μέλη αποκλειστικής απασχόλησης, για να αντικατασταθούν από δικαστές μερικής απασχόλησης και τα άτομα αυτά θα προσληφθούν εκ νέου για να εκπονούν εισηγήσεις, επί της ουσίας των υποθέσεων που θα χρεώνονται. Θα εκτελούν δηλαδή ακριβώς τα ίδια καθήκοντα, που έχουν και σήμερα, με τη μόνη διαφορά ότι, αντί να υπογράφουν οι ίδιοι τις εκθέσεις που συντάσσουν, θα τις υπογράφουν τα μέλη-δικαστές. Επομένως, η τοποθέτηση νέων μελών, χωρίς εξειδικευμένη εμπειρία στις βασικές αρχές του προσφυγικού δικαίου, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερα αυξημένες ροές, μόνο καθυστερήσεις μπορεί να επιφέρει, αφού τα νέα μέλη θα χρειαστούν αρχικά επιμόρφωση, αλλά και χρόνο προσαρμογής. Περαιτέρω, η αντικατάσταση των τρίτων μελών αποκλειστικής απασχόλησης και η μετατροπή τους σε βοηθούς εισηγητές δε θα βοηθήσει στην επιτάχυνση της διαδικασίας, αφού για την εξέταση μίας προσφυγής θα απασχολούνται/αμείβονται δύο άτομα ( ο εισηγητής που θα εκπονεί την εμπεριστατωμένη έκθεση και ο δικαστής που θα την υπογράφει), αλλά ούτε την αμεροληψία στην κρίση, επειδή η τελική κρίση δεν είναι ανεξάρτητη από την έρευνα στις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, εργασία ωστόσο που ήδη θα εκπονείται από τους βοηθούς εισηγητές και όχι από τους ίδιους τους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι – λόγω των παράλληλων καθηκόντων τους- είναι αδύνατο να διεξάγουν τέτοιου είδους ενδελεχή έρευνα. Εν κατακλείδι, η ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στην εξέταση των προσφυγών, χωρίς εκπτώσεις στα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την πρόσληψη εργαζομένων αποκλειστικής απασχόλησης. Έτσι ώστε, η κάθε Επιτροπή να μπορεί να συνεδριάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα και όχι δύο φορές τον μήνα, όπως συμβαίνει σήμερα, λόγω των παράλληλων καθηκόντων των δικαστών, ενώ θα χρειάζεται ελάχιστη επικουρία στο έργο των μελών -σε πολύ δύσκολες υποθέσεις, που οι πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής είναι πολύ περιορισμένες- αφού θα έχουν όλον τον χρόνο να διεξάγουν την έρευνα μόνα τους. Περαιτέρω, αντί να προσληφθούν 20 επιπλέον διοικητικοί δικαστές μερικής απασχόλησης, που θα λαμβάνουν επιμίσθιο [μεγαλύτερο από τον μισθό των τρίτων μελών που είναι αποκλειστικής απασχόλησης, σύμφωνα με τις διατάξεις της 10175/30.6.2016 κοινής υπουργικής απόφασης «Ορισμός του ύψους μηνιαίας αποζημίωσης των δικαστικών λειτουργών και των αναπληρωτών τους και του μισθού του τρίτου μέλους και του αναπληρωτή του, ως μελών των Ανεξαρτήτων Επιτροπών Προσφυγών της Αρχής Προσφυγών» (ΦΕΚ ΥΟΔΔ 344) και το οποίο θα φορολογείται αυτοτελώς], σε αντικατάσταση των ειδικών εμπειρογνωμόνων των Επιτροπών, που θα προσληφθούν με τη σειρά τους ως βοηθοί εισηγητές, θα εξυπηρετούσε στην ταχύτητα και στην δίκαιη κρίση επί των προσφυγών, η πρόσληψη ακόμα 20 ειδικών εμπειρογνωμόνων-μελών αποκλειστικής απασχόλησης, με σχετική προϋπηρεσία, για δημιουργία έξι επιπλέον Επιτροπών Προσφυγών, με το ίδιο αν όχι και λιγότερο κόστος για το ελληνικό Κράτος. Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι με Δελτίο Τύπου την 04/09/2019, η Ένωση Διοικητικών Δικαστών δήλωνε αντίθετη στην πλήρη κατάργηση των Επιτροπών Προσφυγών και την απευθείας μεταφορά της εξέτασης των προσφυγών στα Διοικητικά Δικαστήρια, αναφέροντας -μεταξύ άλλων- ότι: «με τη σημερινή τους στελέχωση σε δικαστές και υπαλλήλους θα επιβαρυνθούν υπέρμετρα με δυσμενείς επιπτώσεις στην ταχύτητα και αποτελεσματικότητα της συνολικής λειτουργίας τους». Είναι εμφανές ότι οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί αναγνωρίζουν ότι η εξέταση των εν λόγω προσφυγών αποτελεί ύλη ιδιαίτερα επιβαρυντική, ακόμα κι αν αυτή θα αποτελούσε κομμάτι των κύριων καθηκόντων τους, πόσο μάλλον όταν θα πρέπει να την καλύψουν εργαζόμενοι παράλληλα με τα κύρια καθήκοντά τους. Άλλωστε, η πλειοψηφία των Διοικητικών Δικαστών που αυτήν τη στιγμή απασχολούνται στις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών και γνωρίζουν επακριβώς τις ανάγκες και τις αδυναμίες του συστήματος αυτού, έχουν δηλώσει την αντίθεσή τους με την προτεινόμενη αλλαγή στη σύνθεση των Επιτροπών, με επιστολή τους στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη.