• Σχόλιο του χρήστη 'HIAS ΕΛΛΑΔΟΣ' | 21 Οκτωβρίου 2019, 14:38

    Άρθρο 104, παρ.2: Δεν προσδιορίζεται προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να κατατεθεί το αίτημα παραμονής του αιτούντος στη χώρα έως της επίδοση της απόφασης επί της προσφυγής. Δεν προβλέπεται διαδικασία επίδοσης της απόφασης επί του αιτήματος παραμονής ούτε σχετική ενημέρωση του αιτούντος. Επιπλέον, από το γράμμα της διάταξης («ο αιτών εκθέτει τους σχετικούς λόγους που καθιστούν αδύνατη την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του σύμφωνα με το Ν. 3907/2011 και δικαιολογούν την παραμονή του στη χώρα»), φαίνεται να αποκλείεται η δυνατότητα επίκλησης λόγων που αναφέρονται σε αδυναμία επιστροφής σε χώρα που έχει θεωρηθεί ως «πρώτη χώρα ασύλου» ή «ασφαλής τρίτη χώρα» (προσφυγές κατά αποφάσεων που απορρίπτουν το αίτημα διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτο, λόγω συνδρομής των ανωτέρω ρητρών). Παράλληλα, η Επιτροπή Προσφυγών/αρμόδιος δικαστής καλείται να εξετάσει και να αποφανθεί επί του ιδίου υλικού δυο φορές (κατά την εξέταση του αιτήματος παραμονής και κατά την εξέταση της προσφυγής), δημιουργώντας πρόσθετο φόρτο εργασίας στις ήδη ιδιαίτερα βεβαρημένες Επιτροπές Προσφυγών. Άλλωστε, η πρωτοβάθμια συνέντευξη επί του παραδεκτού της αίτησης διεθνούς προστασίας λόγω εφαρμογής των ρητρών της «πρώτης χώρας ασύλου» και «ασφαλούς τρίτης χώρας» περιορίζεται στην εξέταση της πλήρωσης των κριτηρίων των σχετικών εννοιών και ουδόλως διερευνά λόγους που σχετίζονται με την αδυναμία επιστροφής του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του. Συγκεκριμένα, το άρθρο 77 του παρόντος σχεδίου νόμου προβλέπει ότι «σε περίπτωση που από το διοικητικό φάκελο της αίτησης διεθνούς προστασίας προκύπτουν ενδείξεις ότι η αίτηση εμπίπτει στις περιπτώσεις απαράδεκτων αιτήσεων του άρθρου 84 του παρόντος, η συνέντευξη μπορεί να περιοριστεί στη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της διάταξης αυτής και να δοθεί η ευκαιρία στον αιτούντα να εκφραστεί σχετικά». Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις αιτημάτων παραμονής εκκρεμούσης επίδοσης απόφασης επί προσφυγών κατά αποφάσεων που απορρίπτουν το αίτημα διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτο, τυχόν ισχυρισμοί ως προς την αδυναμία του αιτούντος να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του τίθενται, το πρώτον, ενώπιον της Αρχής Προσφυγών, και στα πλαίσια διαδικασίας για την οποία δεν προβλέπεται δυνατότητα προφορικής ακρόασης ή εκπροσώπησης από δικηγόρο. Παραβιάζεται, δηλαδή, εν προκειμένω, και το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του αιτούντος (βλ. άλλωστε και την ΣτΕ Ολ. 2348/2017 όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη ακρόαση του αιτούντος στο δεύτερο βαθμό επιτρέπεται «όταν τα πραγματικά περιστατικά δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ως προς το βάσιμο της αποφάσεως αυτής, υπό την προϋπόθεση, αφ’ ενός, ότι κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία παρεσχέθη στον αιτούντα η ευκαιρία προσωπικής συνεντεύξεως σχετικά με το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 14 της ως άνω οδηγίας και την συνάδουσα προς την διάταξη αυτή εθνική νομοθεσία, και ότι το πρακτικό της εν λόγω συνεντεύξεως περιελήφθη στον φάκελο της υποθέσεως, και αφ’ ετέρου ότι η επιληφθείσα της προσφυγής αρχή μπορεί να διατάξει μια τέτοια ακρόαση εφ’ όσον το κρίνει αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.» ) Επιπροσθέτως, η μη χορήγηση αυτόματου ανασταλτικού αποτελέσματος στις προβλεπόμενες στην παρ. 2 προσφυγές, σε συνδυασμό με το μη αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα της αίτησης ακύρωσης, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρ. 13 της ΕΣΔΑ και στην πάγια ερμηνεία του από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. ενδεικτικά την απόφαση Μ.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδος, παρ. 293: «Τέλος, έχοντας υπόψη την σημασία που δίνει το Δικαστήριο στο άρθρο 13 και στην μη αναστρέψιμη φύση της ζημίας που μπορεί να προκληθεί λόγω της πραγματοποίησης του κινδύνου βασανιστηρίων ή κακοποιήσεων, ο πραγματικός χαρακτήρας μιας προσφυγής υπό την έννοια του άρθρου 13 απαιτεί επιτακτικά ένα έλεγχο προσεκτικό από πλευράς εθνικής αρχής (Chamaïev και λοιποί κατά Γεωργίας και Ρωσίας, αρ. 36378/02, § 448, CEDH 2005-ΙΙΙ), μια εξέταση ανεξάρτητη και αυστηρή κάθε αιτίασης σύμφωνα με την οποία υπάρχουν λόγοι να πιστεύει κανείς ότι συντρέχει κίνδυνος μεταχείρισης αντίθετης στο άρθρο 3 (προαναφερθείσα Jabari, §50) καθώς και ιδιαίτερη ταχύτητα (Bati και λοιποί κατά Τουρκίας, αρ. 33097/96 και 57834/00, § 136, CEDH 2004-IV, αποσπάσματα). Απαιτεί επίσης να έχουν οι ενδιαφερόμενοι μια προσφυγή που να έχει αυτοδικαίως ανασταλτικό αποτέλεσμα (Conka κατά Βελγίου, αρ. 51564/99, § §81-83, CEDH 2002-Ι, προαναφερθείσα Gebremedhin [Gaberamadhien], §66).») Άρθρο 104, παρ.3: Η αναφορά στην προϋπόθεση παροχής συνδρομής διερμηνείας και νομικής συνδρομής για την προετοιμασία του αιτήματος παραμονής προκειμένου να εφαρμοστεί η παρ. 2 στη διαδικασία συνόρων, δημιουργεί αμφιβολία ως προς την υποχρέωση τήρησης αυτών των διαδικαστικών εγγυήσεων στις άλλες διαδικασίες. Επιπλέον, η ήδη ασφυκτική προθεσμία των 3 ημερών για κατάθεση προσφυγής στη διαδικασία συνόρων καθίσταται ανέφικτη στην περίπτωση που η προσφυγή πρέπει να συνοδεύεται και από αίτημα παραμονής, ιδίως σε περίπτωση που το σχετικό αίτημα πρέπει να διαλαμβάνει μνεία των λόγων αδυναμίας επιστροφής στη χώρα καταγωγής, που ωστόσο δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας (σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτης). Άλλωστε, ενώ η εν λόγω παράγραφος προβλέπει την παροχή προθεσμίας μιας εβδομάδας για την προετοιμασία του αιτήματος παραμονής, δέον σημειωθεί ότι η διαδικασία συνόρων του άρθρ. 90 προβλέπει 3ήμερη προθεσμία για την κατάθεση της προσφυγής και προσδιορισμό της συζήτησής της εντός 3 ημερών.