• Σχόλιο του χρήστη 'Σκίννερ Ανδρέας-Γεώργιος' | 5 Μαρτίου 2020, 23:02

    Παρότι το παρόν Σχέδιο Νόμου πράγματι προβλέπεται από το άρθρο 11 του Συντάγματος, η δημοκρατικότητά και συνταγματικότητά του είναι αμφίβολη. Κατ' αρχάς, το άρθρο 11 με τη σημερινή του μορφή εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1975. Το αμέσως προηγούμενο Σύνταγμα, αυτό του 1952, αναφέρει για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι στο άρθρο 10 «Οἱ Ἕλληνες ἔχουσι τὸ δικαίωμα τοῦ συνέρχεσθαι ἡσύχως καὶ ἀόπλως. Μόνον εἰς τὰς δημοσίας συναθροίσεις δύναται νὰ παρίσταται ἡ ἀστυνομία. Αἱ ἐν ὑπαίθρῳ συναθροίσεις δύνανται ν’ ἀπαγορευθῶσιν ἂν ὡς ἐκ τούτων ἐπίκειται κίνδυνος εἰς τὴν δημοσίαν ἀσφάλειαν.» Με το άρθρο αυτό δεν υπήρχε πρόβλεψη για νόμο που θα περιόριζε το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, ιδίως με το πρόσχημα της «διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής». Το πρώτο νομοθέτημα που περιόριζε το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ήταν το Νομοθετικό Διάταγμα 794 του 1971, όταν «πρωθυπουργός» ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Μάλιστα, βάσει αυτού του διατάγματος υπήρξε και η πρόβλεψη για αντίστοιχο νόμο στο Σύνταγμα της Μεταπολίτευσης. Οπότε εδώ γεννάται η πρώτη απορία για τη δημοκρατικότητα του παρόντος Σ/Ν, αφού στην ουσία αποτελεί αντικατάσταση ή/και επικαιροποίηση νομοθετήματος της Χούντας. Η άλλη απορία περί της δημοκρατικότητας του παρόντος Σ/Ν είναι το αποτέλεσμα των αντίστοιχων νομοθετημάτων γενικώς στην ανθρώπινη ιστορία. Στην ουσία δεν προστατεύουν την κοινωνική συνοχή, αλλά προστατεύουν το κράτος από αντιφρονούσες κινητοποιήσεις πολιτών. Τρανέστερο παράδειγμα ίσως αποτελεί το Αμερικανικό Civil Rights Movement, όταν αγωνιστές όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ συνελήφθησαν επανειλημμένως με την κατηγορία της συναθροίσεως χωρίς άδεια. Γενικά αναρωτιέται κανείς τον λόγο εφαρμογής τέτοιου νόμου. Αν κρίνει κανείς από την προεκλογική, αλλά και τη μετεκλογική ρητορεία της κυβέρνησης, υπάρχει «παράπονο» για τις πορείες που «κλείνουν δρόμους» και για τις απεργίες που υποτίθεται κωλύουν την καθημερινότητα των πολιτών. Όταν ακροδεξιές ομάδες έκαναν κινητοποιήσεις, κλείνοντας δρόμους, κατά των προσφύγων μοιράζοντας φέιγ βολάν της Χρυσής Αυγής, η κυβέρνηση δεν έβγαλε άχνα. Όταν κατέβηκαν εκατοντάδες χιλιάδες στο Σύνταγμα παραλύοντας την Αθήνα για τη Συμφωνία των Πρεσπών, η ΝΔ δεν είπε λέξη. Όταν όμως υπήρξαν απεργίες και κινητοποιήσεις κατά της επαναφοράς του νόμου Διαμαντοπούλου στην Παιδεία, κατά της μονιμοποίηση του νόμου Κατρούγκαλου στο ασφαλιστικό, και γενικά κατά νομοθετημάτων της παρούσας κυβέρνησης, τότε μόνο «θυμήθηκε» τους δύστυχους ταλαιπωρημένους πολίτες. Μάλιστα, έχουν γίνει απανωτές αναφορές σε «50 άτομα», που υποτιμά και εξευτελίζει το ρόλο των κοινωνικών διεκδικήσεων και των μαζικών κινητοποιήσεων φοιτητών, εργαζομένων και συνταξιούχων, αλλά και υπονοεί ότι εάν η διεκδίκηση είναι από λίγους, τότε αυτή δεν έχει σημασία. Πόσο, άλλωστε, κωλύουν τις ζωές εκατομμυρίων, όπως έχει πει ο πρωθυπουργός, οι «λίγες δεκάδες», και πόσο ένας Υπουργός που ανεβάζει το όριο συνταξιοδότησης στα 72 έτη, ή που κόβει μονομερώς κατά €160 τον κατώτατο μισθό; Ο λαός θυμάται. Πράγματι, το δικαίωμα αυθαίρετης, ουσιαστικά, απαγόρευσης ή περιορισμού μιας συνάθροισης και η ποινικοποίηση των απαγορευμένων συναθροίσεων επιτρέπει σε μία κυβέρνηση να ποινικοποιεί την διαφωνία και την αντιπολίτευση. Ποια δημοκρατία απαγορεύει τη αντιπολίτευση; Η ελεύθερη έκφραση λόγου, μαζί και η έκφραση πολιτικών αιτημάτων, είναι προαπαιτούμενα ενός δημοκρατικού καθεστώτος. Αυτό αποτελούν, άλλωστε, οι πορείες που «κλείνουν τον δρόμο»: έκφραση πολιτικών αιτημάτων. Παρότι αυτοσκοπός τους δεν είναι η παρακώλυση της «κανονικότητας», εάν δε μαζευτούν οι άνθρωποι δημοσίως, εάν δεν φωνάξουν τα αιτήματά τους, εάν δεν υποχρεώσουν την κυβέρνηση και τις άλλες μερίδες του λαού να ακούσουν τα αιτήματα αυτά, έστω κλείνοντας για μία ώρα έναν δρόμο(!), πώς θα εξασφαλιστούν τα δικαιώματα που διεκδικεί ο λαός; Όταν, μάλιστα, προβλέπεται «φακέλωμα» των διοργανωτών, σε πρώτο χρόνο, και «απονομή» της αστικής ευθύνης αποζημίωσης σε αυτούς, αποθαρρύνονται περισσότερο οι κοινωνικές διεκδικήσεις. Πώς, άλλωστε, προστατεύεται η συνάθροιση και ο διοργανωτής της από προβοκάτσιες; Γεννάται και το άλλο ερώτημα: σε μία χρονική περίοδο απανωτών, σχεδόν καθημερινών καταγγελιών για αστυνομική βία και αυθαιρεσία, ιδίως ως απάντηση σε (νόμιμες) λαϊκές κινητοποιήσεις, με πιο πρόσφατο παράδειγμα η επίθεση σε φοιτητική πορεία στην οδό Πανόρμου και τα βασανιστήρια που ακολούθησαν στον αντίστοιχο σταθμό Μετρό, πώς θα προστατευθούν οι πολίτες από αντίστοιχα και χειρότερα κρούσματα βίας σε περίπτωση «παράνομης» συναθροίσεως; Πώς θα προστατευθεί γενικότερα το δικαίωμα του συνέρχεσθαι από την αυθαιρεσία; Ως προς τη συνταγματικότητα του σχεδίου νόμου, θα παρέθετα το άρθρο του δικηγόρου Στέργιου Σερμπέτη στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 20/02/2020, «Βάλλεται το δικαίωμα του συνέρχεσθαι», όπου αναφέρεται η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας στις διατάξεις του Σ/Ν, η θέση εκτός νόμου των αυθόρμητων συγκεντρώσεων, η σχεδόν αδύνατη νόμιμη, βάσει του Σ/Ν, διεξαγωγή μεγάλων συναθροίσεων, καθώς και η προβληματική φύση της διαδικασίας προαναγγελίας και αδειοδοτήσεως των συναθροίσεων, ως προς τη δημοκρατικότητα και συνταγματικότητά της. Το παρόν Σ/Ν προσπαθεί να βάλει το συνέρχεσθαι «στον γύψο», όπως είχε πει ένας παλιός πραξικοπηματίας. Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι κατακτήθηκε με αγώνες και με αίμα. Την άδεια για τις συναθροίσεις τη δίνει η δημοκρατία, και όχι η αστυνομία. Προτείνεται η απόσυρση του παρόντος σχεδίου νόμου, καθώς στην ουσία νομιμοποιεί και ανοίγει τον δρόμο για την καταπάτηση και τον περιορισμό θεμελιωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων. Παρότι η κατάργηση των αντιστοίχων νομοθετημάτων της Χούντας αποτελεί σίγουρα ευχάριστο γεγονός, η αντικατάστασή τους μηδενίζει την ευχαρίστηση αυτή. Θετική είναι η δημιουργία πλατφόρμας της ΕΛ.ΑΣ. για να γνωστοποιούνται οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις ώστε να μην υπάρχει ταλαιπωρία, αλλά μπορεί να δημιουργηθεί και εκτός του πλαισίου του παρόντος Σ/Ν. Το ελάχιστο ζητούμενο είναι να εφαρμοστούν οι διατάξεις του Συντάγματος του 1952 και τίποτα περισσότερο. Το ιδανικό είναι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι να αφεθεί ελεύθερο.