Αρχική Ρυθμίσεις για τη δέσμευση, χρήση, μεταφορά και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα...ΜΕΡΟΣ Β’ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΥΣ Β΄ (άρθρα 44-67)Σχόλιο του χρήστη Ελληνικός Σύνδεσμος Παραγωγών Βιοαερίου | 18 Νοεμβρίου 2025, 12:58




Άρθρο 64, Παράταση προσαύξησης τιμών αποζημίωσης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από σταθμούς βιοαερίου – Τροποποίηση άρθρου 151 ν. 5037/2023 Η βιωσιμότητα των μονάδων βιοαερίου είναι οριακή και δεδομένου ότι βρισκόμαστε ήδη στα τέλη του 2025, η ημερομηνία παράτασης της προσαύξησης μέχρι 31/12/2025 κρίνεται ανεπαρκής. Η προσαύξηση θα πρέπει να παραταθεί και μετά το 2025, τουλάχιστον για το έτος 2026, και με εύλογη προοπτική επέκτασης για μία τριετία, έως ότου αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του κλάδου. Οι σχετικές ημερομηνίες στο άρθρο 64 θα πρέπει να τροποποιηθούν ανάλογα. Η έκτακτη προσαύξηση +25% δεν αποτελεί πρόσθετο κέρδος, αλλά αντισταθμιστικό μέτρο επιβίωσης του κλάδου. Αιτιολόγηση: O κλάδος του βιοαερίου, σε αντίθεση με όλες τις άλλες μορφές ΑΠΕ, έχει σημαντικά λειτουργικά κόστη τα οποία αντιστοιχούν περίπου στο 70% του συνολικού κόστους παραγωγής, και συνεπώς επηρεάζεται άμεσα από την αύξηση του κόστους εργασίας, καυσίμων, της ενέργειας και των ανταλλακτικών. Με βάση τα δημοσιευμένα αποτελέσματα των σταθμών βιοαερίου το 2023 (ισολογισμοί 2024), η έκτακτη αυτή ενίσχυση απλώς επιτρέπει στον κλάδο να παραμένει βιώσιμος, καθώς το 2022 ήταν έντονα ζημιογόνος. Πέρα από το υψηλό λειτουργικό κόστος, ο κλάδος υποφέρει και από τη χαμηλή φόρτιση, εξαιτίας της προβληματικής προμήθειας πρώτης ύλης, η οποία μεν υπάρχει, αλλά είτε διατίθεται παράνομα είτε καταλήγει σε ταφή, είτε απαιτεί μεγάλο κόστος μεταφοράς για να φτάσει στους σταθμούς βιοαερίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΑΠΕΕΠ, ο κλάδος εμφανίζει συντελεστή παραγωγικότητας μόλις 52%, ενώ η τιμή αναφοράς του 2016 για τη βιώσιμη λειτουργία προϋποθέτει συντελεστή της τάξης του 85%. Τα στατιστικά στοιχεία του 2024 δείχνουν ελάχιστη βελτίωση σε σχέση με το 2023 ενώ αντίστοιχα είναι και τα στοιχεία του 2025. Επιπρόσθετα, το 2025 ο κλάδος αντιμετωπίζει τρία ακόμη σημαντικά προβλήματα: – τις μηδενικές ή αρνητικές τιμές στην Αγορά Επόμενης Ημέρας, οι οποίες μηδενίζουν την αποζημίωση των σταθμών. Το φαινόμενο αυτό αναμένεται να ενταθεί περαιτέρω, το 2026. – την εφαρμογή του μέτρου διακοψιμότητας, – και τον εσφαλμένο τρόπο υπολογισμού της ειδικής τιμής αναφοράς για την εκκαθάριση από τον ΔΑΠΕΕΠ, ο οποίος οδηγεί σε πραγματική αποζημίωση χαμηλότερη κατά 3% έως 5% για όλους τους σταθμούς με καθεστώς Feed-in Premium. Η συνδυασμένη επίδραση των παραπάνω παραγόντων έχει οδηγήσει σε σημαντικές ζημίες, της τάξης του 10-15% καθιστώντας τη λειτουργία πολλών μονάδων οριακή. Επιπλέον, μέχρι σήμερα δεν έχει διαμορφωθεί πλαίσιο στήριξης για το βιομεθάνιο, ούτε έχουν καθοριστεί σαφείς κανόνες μετάβασης. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απολύτως αναγκαία η συνέχιση της έκτακτης ενίσχυσης κατά +25% και μετά το 2025, τουλάχιστον για το έτος 2026, και με εύλογη προοπτική επέκτασης για μία τριετία, έως ότου αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του κλάδου. Η ενδεχόμενη λήξη της ενίσχυσης τον Δεκέμβριο του 2025 θα οδηγήσει τον κλάδο σε κατάσταση οικονομικής ασφυξίας και εν δυνάμει χρεοκοπίας. Η διατήρηση της ενίσχυσης, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2026 και κατά προτίμηση μέχρι το 2028, αποτελεί ζωτικής σημασίας μεταβατικό μέτρο, το οποίο θα επιτρέψει στον κλάδο να επιβιώσει έως ότου θεσμοθετηθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και αυξηθεί ο συντελεστής παραγωγικότητας. Το βιοαέριο αποτελεί κρίσιμο πυλώνα της κυκλικής οικονομίας, της ενεργειακής ασφάλειας και της αποανθρακοποίησης της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, και η στήριξή του υπηρετεί με σαφήνεια τους εθνικούς και ευρωπαϊκούς στόχους για την πράσινη μετάβαση. Η λειτουργία των σταθμών βιοαερίου αποτελεί τον βασικό αποδέκτη για τη διαχείριση αγροκτηνοτροφικών αποβλήτων, καθώς και αποβλήτων της άμεσα συνδεδεμένης βιομηχανίας. Τα απόβλητα αυτά, καμία άλλη τεχνολογία δεν μπορεί να διαχειριστεί με περιβαλλοντικά ορθό τρόπο. Σήμερα, με βάση τα στοιχεία του ΗΜΑ, ο κλάδος διαχειρίζεται περίπου 2,2 εκατομμύρια τόνους αγροκτηνοτροφικών υπολειμμάτων, ενώ στην πλήρη ανάπτυξή του αναμένεται να καλύπτει περισσότερους από 4 εκατομμύρια τόνους.