• Σχόλιο του χρήστη 'Λάμπροσς Σακελλαρίου' | 18 Νοεμβρίου 2025, 18:48

    Το έργο αυτό εγείρει τα εξής ζητήματα: Ι. Παράβαση της αρχής της προφύλαξης (άρθρο 191 ΣΛΕΕ): Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο, όταν υπάρχει αβεβαιότητα με βάση τους κινδύνους για το περιβάλλον και την υγεία, πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της προφύλαξης. Ωστόσο με το έργο αυτό παραβιάζεται η “θεμελιώδης συνταγματική βάση” της ΕΕ για την προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 191 ΣΛΕΕ), δεδομένου ότι η πρόταση και το σχέδιο αδειοδότησης δεν πληρούν τα κριτήρια που απαιτεί η Οδηγία 2009/31/ΕΚ ως εξειδικευμένος κανονισμός που εφαρμόζει αυτή την συνταγματική βάση για το CCS. Γνωρίζουμε στην Επιτροπή ότι η CCS τεχνολογία ως μια πιθανή λύση για το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής πρέπει να αξιολογείται με βάση τους τοπικούς συγκεκριμένους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και τους κίνδυνους για το περιβάλλον. Η εκτίμηση αυτών των κινδύνων στην περίπτωση του Πρίνου εδράζεται σε μελέτες που συνέταξε η ίδια η εταιρεία. Πρέπει να ελεγχθεί εάν τηρήθηκαν οι σχετικές έννομες υποχρεώσεις, και ιδίως (ενδεικτικά): (α) οι απορρέουσες από τα άρ. 4 παρ. 2 - 4, άρ. 5, άρ. 6 παρ. 3, άρ. 7 έως και 11, άρ. 26, και από το Παράρτημα Ι της εφαρμοστέας Οδηγίας 2009/31/ΕΚ, (β) οι απορρέουσες από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο (βλ. ιδίως 191 παρ. 2 ΣΛΕΕ), και (γ) οι προκύπτουσες από τη συναφή νομολογία των ενωσιακών δικαστηρίων (βλ. ιδίως Τ-429/13 - σκέψη 109, Τ-141/00 - σκέψη 184, Τ-392/02 - σκέψη 121, Τ-584/13 - σκέψη 58, Τ-817/14 - σκέψη 51, Τ-257/07 - σκέψη 66, Τ-433/13 - σκέψη 102, Τ-31/07 - σκέψη 134, C-180/96 σκέψη 99) κυρίως σε σχέση με τους κινδύνους για το περιβάλλον και την ασφάλεια, αλλά και ως προς τη διαφάνεια και συμμέτοχη των πολιτών. Γνωστοποιώ επίσης ότι η συστηματική υποβάθμιση (degradation) της αξιολόγησης των κινδύνων είναι διάχυτη σε όλες τις παραγράφους της αξιολόγησης της διακινδύνευσης (risk assessment). Αγνοείται πράγματι πλήρως η υπαρκτή πιθανότητα μεγάλου ατυχήματος ευρείας κλίμακας, τύπου SEVESO, για το οποίο δεν λαμβάνεται στην ΜΠΕ καμία απολύτως μέριμνα. Σημειώνω ότι με την χρησιμοποίηση των χερσαίων εγκαταστάσεων στη Νέα Καρβάλη και την επέκταση αυτών, η μονάδα αποθήκευσης CO₂ αποτελεί ενιαίο βιομηχανικό συγκρότημα που υπάγεται ούτως ή άλλως στις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις των μονάδων SEVESO. ΙΙ. Κίνδυνοι για το περιβάλλον και την ασφάλεια/Risk Assessment Τεκτονική της Περιοχής Η ΜΠΕ (σελίδες 10-84) στην τελική αξιολόγηση θεωρεί τον κίνδυνο σεισμικότητας ως αμελητέο. Η εταιρεία τοποθετεί την περιοχή στην σεισμική ζώνη κινδύνου Ι σύμφωνα με τον Ελληνικό Αντισεισμικό Κανονισμό (ΕΑΚ) παρόλο που αυτός ο κανονισμός δεν καλύπτει τα έργα υψηλού κινδύνου όπως φράγματα, πυρηνικά εργοστάσια και θαλάσσια έργα σαν το εξεταζόμενο. Στη ΜΠΕ αποσιωπώνται σημαντικά σεισμικά γεγονότα στην περιοχή, όπως ο σεισμός των 7.3 Richter στη Δράμα στις 05.05.1829 και οι σεισμοί ανάμεσα Θάσου και Αγίου Όρους της τάξης των > 6.0 Richter. Δεν υπάρχει ασεισμική περιοχή στην Ελλάδα. Η φυσική γεωλογική αποθήκη υφίσταται εδώ και εκατομμύρια χρόνια και δεν είναι ανθρώπινο έργο ώστε να σχεδιαστεί και να κατασκευαστεί όπως επιβάλλει ένας αντισεισμικός κανονισμός, όπως δηλαδή συμβαίνει για έργα κανονικού κινδύνου (ήτοι έργα, η ενδεχόμενη βλάβη των οποίων περιορίζεται στο ίδιο το έργο, στο περιεχόμενό του ή στην άμεση γειτονιά του). Ο κίνδυνος να διαταραχθεί η γεωλογική δομή της περιοχής από σεισμό ή από επαγόμενο σεισμό είναι πάντοτε υπαρκτός. Ασφαλώς, εάν η αποθήκευση του CO2 είχε τον ίδιο χρονικό ορίζοντα «ζωής» με την άντληση πετρελαίου (50 χρόνια), ο κίνδυνος θα ήταν περιορισμένος διότι ο σεισμός είναι ένα στοχαστικό φαινόμενο (η χρονική μεταβολή του δεν είναι γνωστή) και ως εκ τούτου προσεγγίζεται πιθανοτικά. Όσα αναφέρονται στη ΜΠΕ για ανυπαρξία σεισμικού κινδύνου είναι υποκειμενικές εκτιμήσεις στο επίπεδο του επιθυμητού και όχι επιστημονικά τεκμηριωμένες αποδείξεις. Στο έργο του Πρίνου δεν υπάρχει καμία δυνατότητα αποτίμησης του σεισμικού κινδύνου. Το επιπλέον πρόβλημα που δημιουργείται με την επαγομένη σεισμικότητα (ΜΠΕ 10.4.1.4.1) αυξάνει τον κίνδυνο διαρροής. Η εισπίεση CO2 σε γεωλογικούς σχηματισμούς δύναται να αυξήσει την πίεση στον γεωλογικό σχηματισμό προκαλώντας σεισμικά συμβατά, όπως στο έργο Salah Αλγερίας, όπου η πίεση έγχυσης υπερέβη το όριο θραύσης του πετρώματος και το έργου εγκαταλείφθηκε αν και θα αναπτυσσόταν σε ακατοίκητη περιοχή. Οι ενεργές τεκτονικές ζώνες στην περιοχή του έργου είναι οι εξής: Ρήγμα Χαλκιδικής/Βορείας Θάσου, Ρήγμα Βορείου Αιγαίου ανατολικά της Χαλκιδικής, Ρήγματα Σαμοθράκης, και Ρήγμα Αξιού Πολύκαστρου. H εγγύτητα των ταμιευτήρων σε κατοικημένες περιοχές H εγγύτητα των ταμιευτήρων με την ακτή σε συνδυασμό με την υψηλή σεισμικότητα της περιοχής συνηγορούν υπέρ της διακοπής του έργου, και αποτελούν το μείζον καίριο επιχείρημα των πολιτών της Θάσου, της Καβάλας, καθώς και της ευρύτερης περιοχής ενάντια στην υλοποίηση του CCS Prinos. Σε αντίθεση με τα ανάλογα έργα της Βορείου Θαλάσσης που βρίσκονται πάνω από 150 χιλιόμετρα από τις ακτές, η εγκατάσταση του Πρίνου βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από πυκνοκατοικημένες ακτές, τις οποίες μάλιστα κατά τους θερινούς μήνες επισκέπτονται και εκατομμύρια άνθρωποι. Μια ξαφνική έκρηξη στον Πρίνο θα είχε λόγω των φυσικών ιδιοτήτων του CO2 (βαρύτερο από τον αέρα) καταστρεπτικές συνέπειες για την ζωή τεράστιου πλήθος ανθρώπων. Οι τοπικές κοινωνίες δεν πρέπει να λειτουργούν ως πεδίο δοκιμών ή ως πειραματόζωα για τεχνολογίες αμφίβολης απόδοσης και ασφάλειας. Τα αποτελέσματα της έκθεσης του Institute for Energy Economics and Financial Analysis ακόμα και για τα CCS έργα της Νορβηγίας (Sleipner, Snohvit) που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από την ακτογραμμή είναι αρκετά προσεκτικά διατυπωμένα καθώς οι προβλέψεις των σχεδιαστών δεν επαληθεύτηκαν. Πόσο μάλλον περισσότερο παραβιάζεται η αρχή της προφύλαξης όταν μιλούμε για αποστάσεις από την ακτογραμμή από 4 (Θάσος) έως 8 (Καβάλα) μίλια; Το παράδειγμα της Ραβένας που αναφέρεται είναι διαφορετικό γιατί η εξέδρα απέχει 14 μίλια από τις ιταλικές ακτές. Η επιχειρηματολογία της ελληνικής κυβέρνησης ότι δεν έχουμε άλλο χώρο αποθήκευσης εκτός του Πρίνου αντίκειται στην αρχή της προφύλαξης (άρθρο 191 ΣΛΕΕ), ιδίως αν ληφθεί υπόψη η χωρική αφθονία που προσφέρουν οι εκτεταμένες θαλάσσιες περιοχές πέριξ της ηπειρωτικής Ελλάδας. H εγγύτητα του ταμιευτήρα σε κατοικημένες περιοχές εγκυμονεί τεράστιους πρόσθετους κίνδυνους. Σε περίπτωση υλοποίησης του έργου η αρχή της προφύλαξης προϋποθέτει και ένα σχέδιο εκκένωσης των οικισμών που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από τον ταμιευτήρα. Ο χρόνος προειδοποίησης θα εξαρτάται από την ποιότητα των συστημάτων monitoring του έργου. Ας μην γελιόμαστε. Ένα σχέδιο εκκένωσης είναι στην περίπτωση του Πρίνου, φυσικά αδύνατο γιατί δεν υπάρχουν υποδομές και ο κίνδυνος θα εκδηλώνεται ταχύτερα από οποιαδήποτε ανθρώπινη αντίδραση. Θα είναι οργανωτικά αδύνατο γιατί ένας μεγάλος και ανεξέλεγκτος αριθμός ανθρώπων πρέπει να αντιδράσει ταυτόχρονα και θα είναι και πρακτικά αδύνατο γιατί η καταστροφή θα εκδηλωθεί τόσο ξαφνικά που δεν υπάρχει χρόνος για οργανωμένη εκκένωση. Εδώ θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την υπόθεση ότι θα απαιτούνται και δοκιμαστικές εκκενώσεις και μάλιστα σε περίοδο μεγάλης επισκεψιμότητας (Ιούλιο, Αύγουστο) όπου θα έχουμε χιλιάδες επισκέπτες. Αυτό είναι από την μια μεριά αδύνατο να πραγματοποιηθεί και από την άλλη θα αποτελέσει ένα τεράστιο εμπόδιο για όσους επιθυμούν να περάσουν τις διακοπές τους στο νησί. Έτσι οδηγούμαστε στο αποτέλεσμα να πλήττεται σοβαρά η σημερινή οικονομική βάση της νήσου, η οποία βασίζεται στον τουρισμό. Ανεπάρκειες της εκτίμησης κινδύνων που περιλαμβάνονται στην ΜΠΕ Κανένα γεωλογικό σύστημα δεν μπορεί να θεωρηθεί απολύτως σταθερό σε βάθος αιώνων. Όσο αφορά συγκεκριμένα τον Πρίνο, βρίσκεται σε εξέλιξη μελέτη (σελίδα 10-300 ΜΠΕ) για να επιβεβαιωθεί εάν τα στρώματα είναι κατάλληλα ως αποθήκη συγκράτησης του CO2. Η πληρότητα του φακέλου αδειοδότησης και της ΜΠΕ επιτάσσει, κατά μείζονα λόγο, την μη εξάρτηση από μελέτες που δεν έχουν πραγματοποιηθεί. π.χ. σύμφωνα με την ΜΠΕ από τις 76 γεωτρήσεις του Πρίνου, οι 29 εκτιμώνται χαμηλού κινδύνου, οι είναι εκτός δομής , οι 28 θεωρούνται ανεκτές (μέτριου κίνδυνου) και οι υπόλοιπες 12 θεωρούνται μη αποδεκτές (υψηλού κίνδυνου). Γενικά, η καταγραφή των πιθανών κινδύνων στη ΜΠΕ (στην οποία η Οδηγία 2009/31/ΕΚ δίνει μεγάλη έμφαση) είναι γενικόλογη, αόριστη, και ανεπαρκής. Όλα αυτά ενισχύουν το ενδεχόμενο διαφυγής CO2. Η αντιμετώπιση των συγκεκριμένων κινδύνων διαρροής CO2 παραπέμπεται σε μελλοντικές μελέτες και γενεές. Ωστόσο, η ΜΠΕ οφείλει να τηρεί την ενωσιακή νομοθεσία, η οποία προτάσσει σαφώς την αρχή της προφύλαξης. Δεν υφίστανται ποσοτικές εκτιμήσεις των πιθανοτήτων με βάση τα τεχνικά χαρακτηριστικά του έργου, ούτε αναφορά σε μέτρα πρόληψης ή και αντιμετώπισης των κινδύνων. Η αξιολόγηση της καταλληλόλητας του γεωλογικού σχηματισμού για την αποθήκευση CΟ2 υλοποιείται αποκλειστικά από στοιχεία της τεχνικής ομάδας της Energean, δηλαδή η ENERGEAN εκτελεί, η ENERGEAN ελέγχει, και η ENERGEAN παρέχει εγγυήσεις τις οποίες και θεωρεί επαρκείς για τη διασφάλιση της καταλληλότητας του γεωλογικού σχηματισμού, παρότι η Energean δεν διαθέτει εμπειρία στην αποθήκευση CO2.9 Τόσο η περιγραφή, η αξιολόγηση, και ο υπολογισμός των υπολειπόμενων κινδύνων (residual risks) όσο και η διαχείριση τους απουσιάζουν παντελώς. Οι κίνδυνοι αυτοί αναφέρονται στις ανεξέλεγκτες διαρροές CO₂ από το αποθετήριο, απρόβλεπτες γεωλογικές αστάθειες, πιθανές επιπτώσεις στο περιβάλλον ή/και τους ανθρώπους. Χωροταξικός σχεδιασμός Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ειδικό χωροταξικό σχέδιο για την αποθήκευση CO₂. Αυτό το θεσμικό κενό δεν το κάλυψε η Energean αλλά το παρέκαμψε ουσιωδώς. Πράγματι, παρουσιάζει την αποθήκευση CO₂ όχι ως νέα δραστηριότητα, αλλά ως συνέχεια της ήδη υπάρχουσας εκμετάλλευσης πετρελαίου στον ίδιο γεωλογικό χώρο. Με αυτόν τον τρόπο, η εταιρεία στηρίχθηκε σε τρεις βάσεις: 1) στην παραχώρηση υδρογονανθράκων που ήδη κατέχει, 2) στον ειδικό νόμο για το CCS (ν. 4062/2012), και 3) στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης (ν. 4014/2011). Επιπλέον, χρησιμοποίησε το επιχείρημα της στρατηγικής σημασίας για την ενεργειακή μετάβαση, επικαλούμενη το ΕΣΕΚ και το Ευρωπαϊκό Green Deal. Η Energean ισχυρίζεται ότι η σχεδιαζόμενη μονάδα είναι συμβατή με τις γενικές κατευθύνσεις περί κλιματικής αλλαγής, ενώ δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο από το Χωροταξικό. Βεβαίως, λόγω της ιδιαιτερότητας του έργου (αναπτύσσεται σε περιοχή NATURA) επιβάλλεται και η εκπόνηση δεύτερης μελέτης περί της «Ειδικής Οικολογικής Αξιολόγησης» που εξειδικεύει τα θέματα της περιβαλλοντικής διαχείρισης, τόσο κατά την διάρκεια κατασκευής του έργου, όσο και κατά εκείνη της λειτουργίας του. Στο Περιφερειακό Χωροταξικό Σχέδιο για τη Θάσο αναφέρεται: Ενισχύεται ο τουρισμός, με τη διαφύλαξη της φυσιογνωμίας του νησιού ως τοπικής ταυτότητας και τουριστικού πόρου και δίδεται προτεραιότητα στην προστασία των αλιευτικών πεδίων σε σχέση με άλλες δραστηριότητες που ασκούνται στο θαλάσσιο χώρο, όπως οι θαλάσσιες μεταφορές και η εξόρυξη υδρογονανθράκων. Επιπλέον, στη ΜΠΕ εσφαλμένα αναφέρεται ότι σύμφωνα με το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Καβάλας η περιοχή των χερσαίων εγκαταστάσεων του Έργου εμπίπτει εντός «Περιοχής Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων Δευτερογενούς Τομέα». Η συγκεκριμένη περιοχή (εγκαταστάσεις ΣΙΓΜΑ) είναι χαρακτηρισμένη ως Ζώνη Ανάπτυξης μη οχλουσών Δραστηριοτήτων Δευτερογενούς Τομέα. Συγκρούσεις χρήσης του περιβάλλοντος: Απειλή για το Υδάτινο περιβάλλον τον τουρισμό και την αλιεία Η ΜΠΕ εκκινεί τις περισσότερες εκτιμήσεις της από το best case scenario και δεν αναμένει περιορισμό και αρνητικές επιπτώσεις στις υφιστάμενες δραστηριότητες, δηλαδή δεν αναμένει να δημιουργηθούν αξιοσημείωτα αρνητικά δευτερογενή αποτελέσματα στον τουρισμό, την αλιεία, και το θαλάσσιο περιβάλλον. Τυχόν διαρροή CO2 από υποθαλάσσια εγκατάσταση αποθήκευσης CCS θα μπορούσε σε σημαντικό βαθμό να βλάψει μακροπρόθεσμα τα θαλάσσια οικοσυστήματα. Ειδικότερα, τυχόν διαρροή CΟ2 θα οδηγήσει σε οξίνιση του ύδατος με απρόβλεπτες συνέπειες στο θαλάσσιο περιβάλλον και φυσικά και την αλιεία. Περαιτέρω, η οξίνιση οδηγεί τοπικά σε ραγδαία ελάττωση της βιοποικιλότητας, καθώς ελάχιστα είδη επιζούν σε υδάτινο περιβάλλον με υψηλή περιεκτικότητα σε CO2. Σε περίπτωση που οι βιότοποι αναπαραγωγής των ψαριών καταστραφούν και οι τροφικές αλυσίδες αλλοιωθούν, τότε θα προκληθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη στην παράκτια και βαθιά αλιεία. Περαιτέρω, τα αποτελέσματα της εισπίεσης CΟ2 σε αλατούχα υδροφόρα στρώματα εξακολουθούν να είναι ορατά σε αποστάσεις περίπου 100 χιλιομέτρων, και επομένως μπορούν να επηρεάσουν και την ηπειρωτική χώρα. Κατά συνέπεια, τα αλατούχα νερά των σχηματισμών θα μπορούσαν επίσης να συμπιεστούν άνωθεν και να διεισδύσουν στους υπόγειους υδροφορείς που περιέχουν γλυκό νερό, αλατοποιώντας τους και καθιστώντας τους ακατάλληλους για ανθρώπινη χρήση, γεγονός ακραία επικίνδυνο σε εποχές λειψυδρίας όπως η τρέχουσα. Ο κίνδυνος αυτός εντείνεται ακόμη περισσότερο αν λάβουμε υπόψη ότι η Θάσος απέχει μόνο μερικά χιλιόμετρα από τον ταμιευτήρα, και μεγάλο ποσοστό του πόσιμου νερού αντλείται από γεωτρήσεις. Αυτός ο κίνδυνος δεν υφίσταται σε έργα CCS τα οποία υλοποιούνται μακριά από ακτές. Επιπλέον, το πρόβλημα της αέριας ρύπανσης θα επιδεινωθεί λόγω του γεγονότος ότι στην ευρύτερη περιοχή της Καβάλας η επιβάρυνση από οξείδια του θείου και αζώτου είναι τεράστια. Η δε υψηλή συγκέντρωση ραδιενεργού φωσφόγυψου ως αποβλήτου της βιομηχανίας λιπασμάτων Νέας Καρβάλης που μέσω του υδροφόρου ορίζοντα επικοινωνεί με τη θάλασσα συμπληρώνει την εικόνα της επιβάρυνσης. ΙΙΙ. Διαφάνεια και συμμετοχή πολιτών - Δημοκρατικό έλλειμμα Η Οδηγία 2009/31/ΕΚ για την αποθήκευση CO₂ και η ελληνική μεταφορά της (Ν. 3851/2010, ΠΔ 51/2012) προβλέπουν την τήρηση διαδικασιών αδειοδότησης με βάση Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ), δημόσια διαβούλευση, και δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων από πολίτες και τοπικούς φορείς. Η Energean υπέβαλε Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) για το έργο, η οποία τέθηκε σε διαβούλευση μέσω του συστήματος Ηλεκτρονικής Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης (ΗΠΜ). Υπήρξαν κάποιες ανακοινώσεις και παρουσιάσεις, κυρίως σε επίπεδο ΥΠΕΝ και Τύπου, αλλά όχι εκτενείς ανοιχτές διαβουλεύσεις σε τοπικό επίπεδο. Είναι γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει κρατήσει την κοινωνία στο σκοτάδι σχετικά με το κόστος που συνδέεται με το CCS και τους σοβαρούς κινδύνους για το περιβάλλον, την υγεία και το κλίμα. Όλα αυτά αποτελούν μέρος των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι της περιοχής. Οι τοπικές κοινωνίες (Θάσος, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη) δεν έχουν ενημερωθεί επαρκώς, ούτε βεβαίως έχουν συμμετάσχει στη λήψη αποφάσεων. Η περιβαλλοντική μελέτη συντάχθηκε απολύτως ερήμην της τοπικής κοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο καταστρατηγείται και η Συνθήκη του Ααρχους για την ενημέρωση και πληροφόρηση του κοινού. Μάλιστα, δημιουργεί σοβαρές υποψίες η βιασύνη με την οποία η ΜΠΕ αποσύρθηκε από το σύστημα του ΗΠΜ λίγο μετά την ημερομηνία περάτωσης της διαβούλευσης. Για αυτούς τους λόγους, η τοπική κοινωνία έχει πολλές φορές εκφράσει ανησυχίες για την ασφάλεια και για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, καθότι δεν υπήρξε ευρεία και διαρκής ενημέρωση και συμμετοχή των πολιτών. Οι διαδικασίες έμειναν σε μεγάλο βαθμό κεντρικά ελεγχόμενες, χωρίς ενεργό διάλογο με πολίτες και φορείς της περιοχής. Τυπικά υπήρξε διαβούλευση (μέσω ΜΠΕ και θεσμικών διαδικασιών), ουσιαστικά όμως, η συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, χωρίς συστηματική διαφάνεια και ουσιαστικό διάλογο. Αυτό δημιούργησε ένα τεράστιο έλλειμμα κοινωνικής αποδοχής (social license to operate).