Αρχική Δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με τίτλο: «ΕΘΝΙΚΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ – ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»ΜΕΡΟΣ Β΄ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (Άρθρα 206-266)Σχόλιο του χρήστη Κωνσταντίνος | 2 Ιουλίου 2025, 14:28
Σχόλιο επί του Άρθρου 248 – Αντισυνταγματικότητα και νομική ακυρότητα της προβλεπόμενης ρύθμισης Η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 248 επιχειρεί να ακυρώσει στην πράξη τη σαφή θέση που διατύπωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) σχετικά με το τέλος επιτηδεύματος. Συγκεκριμένα, το ΣτΕ έκρινε ότι δεν μπορεί να θεωρείται κάθε ακίνητο που μισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή ως «υποκατάστημα». Η νέα διάταξη, όμως, προσπαθεί να επιβάλει αυτόν τον χαρακτηρισμό μαζικά και αυθαίρετα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές συνθήκες. Μια τέτοια γενίκευση παραβιάζει βασικές συνταγματικές αρχές και δημιουργεί σοβαρά προβλήματα τόσο νομικά όσο και στην πράξη. Με βάση τη ρύθμιση αυτή, κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή θεωρείται αυτόματα ως επαγγελματική εγκατάσταση, δηλαδή υποκατάστημα, και επιβαρύνεται με τέλος επιτηδεύματος. Πρόκειται για ρύθμιση που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το Σύνταγμα, τη νομολογία του ΣτΕ και τις βασικές αρχές που διέπουν τη φορολόγηση στη χώρα μας. 1. Παραβίαση της νομολογίας του ΣτΕ (602/2025 – μη τελεσίδικη, αλλά δεσμευτικά αιτιολογημένη) Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει ήδη κρίνει (απόφαση 602/2025) ότι: «Η απλή παραχώρηση ακινήτου προς βραχυχρόνια μίσθωση \[…] δεν συνεπάγεται συναλλακτική ή παραγωγική δραστηριότητα εντός του ακινήτου. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα». Η απόφαση, αν και παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή νομική κρίση, που ο νομοθέτης δεν μπορεί να προκαταλάβει ή ακυρώσει τεχνητά μέσω νομοθετικής «επιβεβαίωσης» αντίθετης ρύθμισης. Αυτό θα ισοδυναμούσε με απαράδεκτη παρέμβαση στην απονομή δικαιοσύνης και παραβίαση της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος). 2. Παραβίαση της αρχής της βεβαιότητας και της νομιμότητας του φόρου (άρθρα 78 §1, 25 §1 Συντάγματος) Η θεμελίωση φορολογικής επιβάρυνσης σε νομική έννοια όπως το "υποκατάστημα" απαιτεί σαφή και τεκμηριωμένο προσδιορισμό. Αντίθετα, η νέα ρύθμιση: * επεκτείνει καταχρηστικά την έννοια του υποκαταστήματος πέρα από τη νομολογιακά παγιωμένη ερμηνεία (ΣτΕ 3464/1990, 459/2020), * επιβάλλει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς σύνδεση με πραγματική επιχειρησιακή παρουσία ή παραγωγική/συναλλακτική δραστηριότητα. Η αυθαίρετη ένταξη οποιουδήποτε ακινήτου στον ορισμό του υποκαταστήματος στερεί από τον φορολογούμενο κάθε δυνατότητα πρόβλεψης και προσαρμογής, κατά παράβαση των άρθρων 25 παρ. 1 και 78 του Συντάγματος. 3. Ανισότητα και διακριτική μεταχείριση νομικών προσώπων Η επιβολή τέλους αποκλειστικά σε νομικά πρόσωπα, ή φυσικά πρόσωπα με 3+ ακίνητα, χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση ανάλογα με τον όγκο, τη φύση ή το χαρακτήρα της δραστηριότητας, δημιουργεί φορολογική ανισότητα και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Ομοειδείς περιπτώσεις (π.χ. διαχείριση από φυσικό πρόσωπο με 2 ακίνητα) εξαιρούνται πλήρως, παρότι η πραγματική φοροδοτική τους ικανότητα μπορεί να είναι ίση ή ανώτερη. 4. Υποκατάστημα ≠ Μίσθιο χωρίς διοικητική ή συναλλακτική λειτουργία Η νέα ρύθμιση εξομοιώνει μονομερώς ένα κενό ακίνητο χωρίς προσωπικό και σύμβαση επιτόπου, με ένα λειτουργικό υποκατάστημα τράπεζας, σούπερ μάρκετ ή ξενοδοχείου. Καταλήγει έτσι σε λογικό άλμα και κανονιστική αυθαιρεσία, πλήρως αντίθετη με την πάγια ερμηνεία της έννοιας του υποκαταστήματος από το ΣτΕ. 5. Απώλεια φορολογικής ασφάλειας – Κίνδυνος σωρευτικών χρεώσεων και ακυρότητας Η επιβολή 600€ ανά ακίνητο ετησίως για χρήση ως μίσθιο (χωρίς επιτόπια δραστηριότητα) οδηγεί σε: * πλήρη ανατροπή της αρχής της αναλογικότητας στη φορολόγηση, * πολλαπλάσια επιβάρυνση από την πραγματική φοροδοτική ικανότητα μικρών εταιρειών ή startups, * δικαστικά αμφισβητήσιμες βεβαιώσεις με σοβαρότατο ρίσκο επιστροφών, ακυρώσεων και αναδρομικών ενδικοφανών προσφυγών. Συμπέρασμα Η εν λόγω πρόβλεψη δεν αποτελεί απλώς υπέρβαση της νομολογίας, αλλά κατάφωρη περιφρόνησή της. Πριν ακόμα κριθεί οριστικά από την Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να προκαταλάβει την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου, θεσπίζοντας ρύθμιση: * αντισυνταγματική, * αντισυμβατική ως προς τις αρχές δικαίου της Ε.Ε., * και πρακτικά ανεφάρμοστη με τεράστιο διοικητικό και νομικό κόστος. Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή ριζική αναδιατύπωση του άρθρου 248.