• Σχόλιο του χρήστη 'Stama Greece' | 3 Ιουλίου 2025, 21:47

    Το άρθρο 248 συνιστά απόπειρα παραγνώρισης της κρίσιμης νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έχει καταστήσει σαφές ότι το τέλος επιτηδεύματος δεν μπορεί να επιβάλλεται αυτομάτως σε κάθε ακίνητο που εκμισθώνεται για βραχυχρόνια διαμονή. Η νομοθετική πρωτοβουλία να υπαχθούν τεκμαρτά τα εν λόγω ακίνητα στην έννοια του υποκαταστήματος και μάλιστα με αναδρομικλη ισχύη από το 2024 προσκρούει όχι μόνο σε βασικές συνταγματικές διατάξεις, αλλά και σε αρχές του φορολογικού δικαίου, προκαλώντας σημαντικά ζητήματα νομικής ακυρότητας, διοικητικής πολυπλοκότητας και φορολογικής αστάθειας. Συγκεκριμένα, η νέα διάταξη προβλέπει ότι κάθε ακίνητο το οποίο εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια χρήση θεωρείται αυτοδικαίως υποκατάστημα, για σκοπούς επιβολής τέλους επιτηδεύματος. Μια τέτοια ρύθμιση αντιβαίνει στις επιταγές του Συντάγματος, στην εδραιωμένη νομολογία του ΣτΕ, και σε βασικά θεμέλια της φορολογικής νομιμότητας. 1. Παραβίαση νομολογιακής θέσης του ΣτΕ (απόφαση 602/2025 – μη τελεσίδικη αλλά αιτιολογημένη) Το Β΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην απόφαση 602/2025, έκρινε ότι: «Η απλή εκμίσθωση ακινήτου για βραχυχρόνια χρήση δεν συνιστά δραστηριότητα εντός του ακινήτου με παραγωγικό ή συναλλακτικό χαρακτήρα, και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί υποκατάστημα». Η εν λόγω κρίση, παρότι παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, εκφράζει σαφή και αιτιολογημένη ερμηνεία. Ο νομοθέτης δεν δικαιούται να τη ματαιώσει εκ των προτέρων, μέσω αντίθετης τεκμαρτής ρύθμισης, καθώς κάτι τέτοιο θα παραβίαζε κατάφωρα την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Συντάγματος). 2. Παραβίαση των αρχών της φορολογικής νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου (άρθρα 78 §1, 25 §1 Συντάγματος) Η επιβολή φορολογικής υποχρέωσης πρέπει να στηρίζεται σε σαφείς και προβλέψιμες έννοιες. Η έννοια του "υποκαταστήματος", όπως ερμηνεύεται σταθερά από το ΣτΕ (π.χ. αποφάσεις 3464/1990, 459/2020), αφορά χώρο με πραγματική και ενεργή επιχειρηματική παρουσία. Αντίθετα, η προτεινόμενη ρύθμιση: .διαστέλλει αυθαίρετα την έννοια αυτή, .θεσπίζει τεκμαρτή φορολόγηση χωρίς πραγματικό στοιχείο δραστηριότητας, .καθιστά αδύνατη την πρόβλεψη της φορολογικής επιβάρυνσης από τον φορολογούμενο. 3. Παραβίαση της αρχής της ισότητας και της αναλογικότητας Η διάταξη επιβάλλει τέλος μόνο σε νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα με περισσότερα από δύο ακίνητα, ανεξαρτήτως του είδους ή της έκτασης της δραστηριότητας. Έτσι: 1.δημιουργεί άνιση μεταχείριση μεταξύ παρόμοιων περιπτώσεων, 2.αγνοεί την πραγματική φοροδοτική ικανότητα, 3.εισάγει διακρίσεις που δεν συνδέονται με αντικειμενικά ή λογικά κριτήρια. 4. Μίσθιο ≠ Υποκατάστημα Η ρύθμιση εξομοιώνει ένα ακίνητο χωρίς προσωπικό, χωρίς επιτόπια συναλλαγή ή λειτουργία και με νομική απαγόρευση οποιαδήποτε παροχής υπηρεσίας εκτός της παροχής κλινοσκεπασμάτων, με υποκαταστήματα επιχειρήσεων όπως τράπεζες, καταστήματα ή ξενοδοχεία. Αυτή η προσέγγιση συνιστά λογική υπερβολή και ερμηνευτική αυθαιρεσία, καθώς αγνοεί εντελώς τον λειτουργικό ορισμό του υποκαταστήματος, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί από το ΣτΕ. 5. Ασάφεια και κίνδυνοι νομικής και διοικητικής αστάθειας Η επιβολή τέλους 600€ ανά ακίνητο ετησίως, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει ουσιαστική δραστηριότητα, επιφέρει: 1. δυσανάλογη φορολογική επιβάρυνση, ιδίως για μικρές επιχειρήσεις και νεοφυείς δραστηριότητες, 2. έκθεση σε σωρευτικές χρεώσεις και ένδικες διεκδικήσεις, 3. διοικητική ανασφάλεια, με αυξημένο κίνδυνο ακυρωτικών αποφάσεων και αναδρομικών επιστροφών. Συμπέρασμα Η διάταξη του άρθρου 248 δεν αποτελεί απλώς μια αμφισβητήσιμη νομοθετική επιλογή, αλλά μια σαφή παραβίαση της δικαιοκρατικής τάξης. Πριν ακόμη αποφανθεί η Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιδιώκει να καθορίσει τελεσίδικα το αποτέλεσμα, ακυρώνοντας στην πράξη τη δικαστική λειτουργία. Η εν λόγω ρύθμιση: 1. αντίκειται στο Σύνταγμα, 2. συγκρούεται με το ενωσιακό δίκαιο, και οδηγεί σε πρακτικές αδιέξοδες εφαρμογές με σοβαρές νομικές και διοικητικές συνέπειες. Ζητείται η πλήρης απόσυρση ή ουσιαστική αναθεώρηση του άρθρου 248.