• Σχόλιο του χρήστη 'Μανος' | 7 Ιουλίου 2025, 12:23

    Η νέα νομοθετική πρόβλεψη που περιλαμβάνεται στο άρθρο 248 στοχεύει να παρακάμψει τη βασική νομική θέση του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία δεν τεκμηριώνεται επιβολή τέλους επιτηδεύματος για κάθε ακίνητο που προσφέρεται για βραχυχρόνια μίσθωση. Η επιδίωξη του νομοθέτη να εντάξει τεκμαρτά τα εν λόγω ακίνητα στον ορισμό του υποκαταστήματος προσκρούει σε συνταγματικούς περιορισμούς, εγκυμονεί τον κίνδυνο νομικής ακυρότητας και ενδέχεται να οδηγήσει σε φορολογική και διοικητική αστάθεια. Σύμφωνα με την προτεινόμενη ρύθμιση, οποιοδήποτε ακίνητο ενοικιάζεται ή υπεκμισθώνεται για βραχυχρόνια χρήση θεωρείται αυτοδικαίως ως υποκατάστημα για σκοπούς επιβολής του τέλους επιτηδεύματος. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή συγκρούεται ευθέως με τις διατάξεις του Συντάγματος, τη νομολογία του ΣτΕ και τις βασικές αρχές που διέπουν το φορολογικό δίκαιο. 1. Αντίθεση με τη νομολογία του ΣτΕ (Απόφαση 602/2025 – μη τελεσίδικη) Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ έχει ήδη εκφράσει την άποψη ότι η διάθεση ενός ακινήτου για βραχυχρόνια εκμίσθωση δεν ισοδυναμεί με άσκηση επιχειρηματικής ή συναλλακτικής δραστηριότητας εντός του χώρου. Συνεπώς, δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως υποκατάστημα. Παρότι η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον της Ολομέλειας, η αιτιολόγηση της απόφασης είναι δεσμευτική και δεν μπορεί να παρακαμφθεί με ρυθμιστική πρωτοβουλία που στόχο έχει να προκαταλάβει την κρίση της δικαιοσύνης. Μια τέτοια ενέργεια υπονομεύει τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26). 2. Παραβίαση της συνταγματικής αρχής της φορολογικής ασφάλειας και της αρχής της νομιμότητας στη φορολογία (άρθρα 78 §1 και 25 §1 του Συντάγματος) Η επιβολή φορολογικών βαρών πρέπει να στηρίζεται σε σαφή και νομικά καθορισμένα κριτήρια. Η έννοια του «υποκαταστήματος» προϋποθέτει συγκεκριμένη επιχειρησιακή ή συναλλακτική παρουσία, την οποία η νέα ρύθμιση αγνοεί. Η αυθαίρετη διεύρυνση του ορισμού και η τεκμαρτή φορολόγηση, χωρίς πραγματική επιχειρηματική λειτουργία, καταλύουν την προβλεψιμότητα για τον φορολογούμενο και αντίκεινται στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές. 3. Φορολογική ανισότητα και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας Η πρόβλεψη επιβολής τέλους αποκλειστικά σε νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα με περισσότερα από δύο ακίνητα εισάγει άνιση μεταχείριση, αφού δεν λαμβάνει υπόψη την πραγματική έκταση ή φύση της οικονομικής δραστηριότητας. Επιχειρηματικές δραστηριότητες με ανάλογη ή και μεγαλύτερη φοροδοτική ικανότητα εξαιρούνται, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ισότητας στη φορολογία. 4. Εσφαλμένος εξομοιωτικός χαρακτηρισμός: Μίσθιο ≠ Υποκατάστημα Η νέα ρύθμιση αντιμετωπίζει κάθε ακίνητο που ενοικιάζεται βραχυπρόθεσμα ως υποκατάστημα, ακόμη και αν δεν υπάρχει φυσική παρουσία, προσωπικό ή εγκατεστημένη λειτουργία στον χώρο. Έτσι, αγνοεί τη διαφορά μεταξύ ενός απλού μισθίου και ενός πλήρως λειτουργικού υποκαταστήματος επιχείρησης, οδηγώντας σε λανθασμένο νομικό και λογικό συμπέρασμα. 5. Έλλειψη φορολογικής ασφάλειας – Υπέρμετρο κόστος και νομική αβεβαιότητα Η επιβολή ετήσιου τέλους 600 ευρώ ανά ακίνητο, ανεξάρτητα από την πραγματική οικονομική του χρήση, δημιουργεί δυσανάλογη επιβάρυνση για μικρές επιχειρήσεις και νεοφυείς εταιρείες. Ταυτόχρονα, ενδέχεται να οδηγήσει σε πλήθος δικαστικών προσφυγών, ακυρώσεις πράξεων και επιστροφές ποσών, επιβαρύνοντας υπέρμετρα το διοικητικό και δικαστικό σύστημα. Συμπερασματικά Η διάταξη του άρθρου 248 δεν απλώς παρεκκλίνει της υφιστάμενης νομολογίας, αλλά την παραβιάζει κατάφωρα. Πριν ακόμη αποφανθεί τελεσίδικα η Ολομέλεια του ΣτΕ, ο νομοθέτης επιχειρεί να νομοθετήσει σε ευθεία αντίθεση με τις υφιστάμενες δικαστικές κρίσεις, θεσπίζοντας ρύθμιση που: είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές του ενωσιακού δικαίου, και είναι πρακτικά μη εφαρμόσιμη, με βαρύτατες συνέπειες για τη δημόσια διοίκηση και τους φορολογουμένους. Για τους λόγους αυτούς, προτείνεται είτε η πλήρης κατάργηση είτε η ουσιαστική αναδιαμόρφωση της ρύθμισης του άρθρου 248