• Σχόλιο του χρήστη 'Τάσος' | 13 Οκτωβρίου 2025, 13:52

    Για τους μεν κατόχους μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης για τίτλους που έχουν χορηγηθεί μετά τη λήψη του πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι απολύτως λογικό να πρέπει να εξεταστεί η συνάφειά τους με το αντικείμενο της απασχόλησής τους καθόσον οι σπουδές αυτές πραγματοποιήθηκαν κατόπιν επιλογής των ενδιαφερομένων. Από την άλλη όμως, για τους κατόχους του ενιαίου και αδιάσπαστου τίτλου σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου του άρθρου 46 του ν. 4485/2017 (Α΄ 114) και του άρθρου 78 του ν. 4957/2022 (Α’ 141), και οι οποίοι δεν κατέχουν διακριτό μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης μετά τη λήψη του πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ο έλεγχος συνάφειας με το αντικείμενο της απασχόλησης για να προωθούνται κατά δύο (2) Μ.Κ. δεν συνάδει με τις αρχές της χρηστής διοίκησης δεδομένου ότι ο τίτλος αυτός είναι ο βασικός τίτλος πρόσληψης του υπαλλήλου στην κατηγορία/κλάδο που απασχολείται (ή τουλάχιστον αυτός που επέτρεψε την πρόσληψη), εξυπακούεται δηλαδή ότι είναι ήδη συναφής με το αντικείμενο απασχόλησης. Η απαίτηση περαιτέρω «συνάφειας» για την αναγνώριση του μεταπτυχιακού επιπέδου αυτού του βασικού τίτλου δημιουργεί μια αντιφατική και δυσανάλογη απαίτηση, η οποία θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη υπέρβαση της νομιμότητας. Σημειώνεται δε, το γεγονός ότι από τη στιγμή που έγινε δεκτός ο βασικός, ενιαίος και αδιάσπαστος αυτός τίτλος πρόσληψης (ή μετάταξης σε άλλο ή ανώτερο κλάδο κλπ.) η συνάφεια είναι ενυπάρχουσα και τεκμαρτή, άρα η οποιαδήποτε πρόσθετη αξιολόγηση περί συνάφειας εισάγει στη διοίκηση μια σοβαρότατη ανασφάλεια δικαίου! Επιπροσθέτως, αποτελεί ένα εν δυνάμει έρεισμα μη εφαρμογής της Αρχής της Προστασίας της Δικαιολογημένης Εμπιστοσύνης του διοικούμενου καθόσον οι υπάλληλοι οφείλουν να γνωρίζουν εκ των προτέρων τα κριτήρια βάσει των οποίων θα αναγνωριστούν τα προσόντα τους, χωρίς ασαφείς ή μεταγενέστερες ερμηνείες. Η διπλή εξέταση συνάφειας –μία κατά τον διορισμό και μία για τη μισθολογική προώθηση– θα συνιστούσε περιττή επανάληψη, η οποία αφενός αυξάνει τον γραφειοκρατικό φόρτο και αφετέρου θα είχε ως αποτέλεσμα να αμφισβητείται εκ των υστέρων η κρίση της αρχικής επιλογής του υπαλλήλου, δηλαδή της πρόσληψής του ή της ένταξής του σε συγκεκριμένη κατηγορία/κλάδο. Αυτό οδηγεί σε μια αδικαιολόγητη διπλή αξιολόγηση που αντίκειται στην αρχή της διαφάνειας και της εύλογης εμπιστοσύνης που πρέπει να εμπνέει η διοικητική δράση. Επιπλέον, ο έλεγχος συνάφειας θα οδηγούσε σε αντιφατικά αποτελέσματα, αφού η ίδια διοίκηση θα απαιτούταν να εξετάσει εκ νέου, υπό διαφορετικό πρίσμα, έναν τίτλο σπουδών που ήδη έχει αποδεχθεί ως κατάλληλο και συναφή για την πρόσληψη, τη μετάταξη ή την υπηρεσιακή εξέλιξη του υπαλλήλου. Μια τέτοια πρακτική πλήττει την αρχή της συνέπειας της διοικητικής δράσης και υπονομεύει το κύρος των ίδιων των διοικητικών πράξεων πρόσληψης, μετάταξης ή κατάταξης. Σε τελική ανάλυση, η μη εξέταση συνάφειας για τους εν λόγω τίτλους δεν συνιστά προνομιακή μεταχείριση, αλλά λογική εφαρμογή του νόμου, διασφαλίζοντας τη συνέχεια και την αξιοπιστία του διοικητικού συστήματος. Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνεται να απαλειφθεί η ανάγκη ελέγχου συνάφειας του περιεχομένου του ενιαίου και αδιάσπαστου τίτλου σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου του άρθρου 46 του ν. 4485/2017 (Α΄ 114) και του άρθρου 78 του ν. 4957/2022 (Α’ 141) με το αντικείμενο της απασχόλησης του υπαλλήλου και οι υπάλληλοι – κάτοχοι του τίτλου αυτού να προωθούνται αυτοδικαίως κατά δύο (2) Μ.Κ. στην κατηγορία που ανήκουν, ήτοι δηλαδή προώθηση χωρίς δικό τους αίτημα αλλά από τη δημοσίευση του Νόμου σε Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, μετά τις σχετικές ενέργειες της Διεύθυνσης Διοίκησης των Υπηρεσιών στις οποίες εργάζονται.