• Σχόλιο του χρήστη 'ΤΟ ΜΩΒ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΓΥΑΙΚΕΙΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ' | 6 Ιανουαρίου 2025, 21:19

    Δυσάρεστη εξέλιξη, και δυστυχώς καθόλου έκπληξη, ότι το νομοσχέδιο υποβλήθηκε για διαβούλευση τις μέρες των εορτών, από 24 Δεκεμβρίου μέχρι και τις 7 Ιανουαρίου, προφανώς γιατί το υπουργείο δεν επιθυμεί παρεμβάσεις και συζήτηση. Αυτό προκύπτει και από την άρνηση του υπουργού να δεχθεί για συζήτηση επί αυτών των θεμάτων, και πριν την υποβολή του νομοσχεδίου, τις δεκάδες γυναικείες οργανώσεις (που εκφράζονται μέσα από την Επιτροπή για το Οικογενειακό Δίκαιο και τη Συναινετική Συνεπιμέλεια και την Πρωτοβουλία κατά των Γυναικοκτονιών), που του έχουν στείλει πλήθος επιστολών από τότε που ανέλαβε υπουργός ο κ. Φλωρίδης. Συνεχίζει την τακτική του προκατόχου του κ. Τσιάρα, που ουδέποτε δέχθηκε τις γυναικείες οργανώσεις να εκφράσουν την άποψή τους και την αντίρρησή τους για το νομοσχέδιο για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, που έγινε ο νόμος 4800/21, παραβιάζοντας τις γενικές συστάσεις της επιτροπής GREVIO η οποία είναι επιφορτισμένη με την τήρηση των προβλέψεων της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης. Για μια φορά ακόμα απουσιάζει η νομοθέτηση της γυναικοκτονίας ως ιδιαίτερου ποινικού κακουργήματος, και η ένταξή του στον Ποινικό Κώδικα ως τέτοιου, καθώς και η θεσμοθέτηση της ενδοοικογενειακής βίας ως ιδιαίτερου ποινικού αδικήματος. Μάταια οι γυναικείες οργανώσεις απαιτούμε εδώ και χρόνια αυτή την θεσμοθέτηση. Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι έχουμε πολλές γυναικοκτονίες στην Ελλάδα, δηλαδή το φόνο γυναικών λόγω του φύλου τους, από άτομα του άμεσου ή ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος, νυν ή πρώην συντρόφους, ακόμα και άγνωστων (υπόθεση Τοπαλούδη κ.ά.). Η πρόνοια για τη δημιουργία αρχείου αναφορών ενδοοικογενειακής βίας είναι μια κίνηση προς την σωστή κατεύθυνση. Βέβαια έχει σημασία πώς θα εφαρμοστεί. Υπάρχει δυσκολία αξιολόγησης της επικινδυνότητας των δραστών, αλλά και εκπλήσσει η αναστολή των ποινών σε άτομα με  επαναλαμβανόμενα περιστατικά βίας. Απαιτείται να προβλέπει ο νόμος κλιμάκωση των ποινών με την επανάληψη των αδικημάτων. Προπάντων απαιτείται γενικότερα πρόνοια για την εφαρμογή αυτών των διατάξεων, που απουσιάζει πλήρως από το νομοσχέδιο. Η αυστηροποίηση των ποινών είναι απαραίτητη, ιδιαίτερα το θέμα των αναστολών που δίνονται αφειδώς με αποτέλεσμα την υποτροπή, συχνά με βιασμό ή και φόνο. Δυστυχώς υπάρχουν πρόσφατα παραδείγματα. Επιπλέον για τη μείωση της βίας αλλά και την υποτροπής, απαιτείται η παρακολούθηση των θυτών μετά την αποφυλάκισή τους, από κοινωνικές υπηρεσίες, με κατάλληλη νομοθέτηση, γιατί κι εδώ έχουμε επιστροφή με βία ή και φόνους γυναικών. Επίσης απαιτείται να ενημερώνεται η αστυνομία αλλά και το θύμα της βίας, για την αποφυλάκιση. Σε περίπτωση  επανάληψης υποθέσεων ενδοεικογενειακής βίας που καταλήγουν στο αυτόφωρο  συχνά  ή σε εκδίκαση της υπόθεσης  και  επανάλαμβάνεται  η αναίρεση της καταγγελίας των θυμάτων για την άσκηση βίας ή δικαιολόγηση των θυτών, να προβλέπει ο νόμος την αναλογούσα ποινή  ανεξάρτητα εάν το θύμα αναιρεί την καταγγελία η  το θύμα παίρνει πίσω την καταγγελία και να ορίζεται ότι θα υπόκεινται σε παρακολούθηση από κοινωνικό λειτουργό.  Βέβαια αυτό απαιτεί να εκπαιδευτούν / ευαισθητοποιηθούν οι δικαστές, αλλιώς αυτά θα παραμείνουν στη θεωρία. Είναι μικρός ο αριθμός εισαγγελέων ανηλίκων και η εξειδίκευσή τους στη γονεϊκή (πατρική) βία, καθώς οι γνώσεις τους περιορίζονται επί το πλείστον στα θέματα παιδικής-εφηβικής παραβατικότητας. Άρα ζητάμε περισότερες/ους και εξειδικευμένες/ους εισαγγελείς ανηλίκων αλλά και εξειδικευμένες/ους παιδοψυχίατρους ως αρωγούς στην αποφυγή βίας κατά των μητέρων. Δυστυχώς οι μητέρες απευθύνονται σε σφραγισμένα ώτα, όπως γνωρίζουμε από τις υποθέσεις που φθάνουν στην οργάνωσή μας. Η αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας ή των καταγγελλόμενων περιστατικών καταγράφεται από την Ελληνική Αστυνομία που δίνει αναφορές κάθε μήνα, με αποτέλεσμα δικαιολογημένα και τεκμηριωμένα να θεωρούμε ότι η βία κατά των γυναικών, επειδή είναι γυναίκες, να είναι το λιγότερο καταγγελλόμενο και λιγότερο τιμωρούμενο αδίκημα ή κακούργημα. Τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας είναι πολλά, αυτά που καταγγέλλονται είναι σχετικά λίγα, ενώ αυτά που προχωρούν στη δικαστική οδό είναι ακόμα λιγότερα, λόγω των οικογενειακών πιέσεων, της οικονομικής εξάρτησης των γυναικών και του Γολγοθά που περιμένει μια γυναίκα όταν καταγγείλει και ακολουθήσει τη δικαστική οδό, από άποψη πιέσεων, στερεοτύπων, περαιτέρω θυματοποίησης, οικονομικής αιμορραγίας. Η βία εκτινάχθηκε μετά την ψήφιση του νόμου για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, του νόμου 4800/21, που αφήνει τις γυναίκες έκθετες στη βία και τον εκβιασμό, και τα παιδιά ομήρους σε αρνητικές συνθήκες διαβίωσης. Απαιτούμε και τώρα, όπως και τότε, κατάργηση του νόμου αυτού. Απαιτείται η κατάργηση της δικαστικής διαμεσολάβησης, που είναι μια παγίδα για τις γυναίκες που δέχονται βία και μια απαλλαγή των δραστών από την τιμωρία για τη συνέχιση των κακοποιητικών συμπεριφορών που κάνουν τις ζωές των γυναικών που τις δέχονται ένα διαρκές βάσανο. Απαιτείται η δημιουργία εξειδικευμένων οικογενειακών δικαστηρίων, τα οποία θα στελεχώνονται όχι μόνο από δικαστές αλλά και από κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους, για να μπορούν οι δικαστές να βγάζουν δίκαιες αποφάσεις, τόσο για τις γυναίκες όσο και για τα παιδιά, πολλά από τα οποία είναι θύματα άμεσης ή έμμεσης βίας, με τραγικές συνέπειες, όπως να στέλνονται τα παιδιά στον κακοποιητικό γονέα με δικαστική απόφαση και να καταλήγουν 9χρονα παιδιά σε αστυνομικά τμήματα. Για την μείωση και πρόληψη της ενδοοικογενειακής βίας, που είναι και το ζητούμενο, απαιτούνται συστηματικά προγράμματα εκπαίδευσης στην ισότητα των φύλων, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, όπως έχουμε ζητήσει οι γυναικείες οργανώσεις εδώ και πολλά χρόνια. Η αποτελεσματικότητα κάθε νομοθέτησης κρίνεται όχι από την αυστηροποίηση των ποινών, που όπως λέμε πιο πάνω είναι απαραίτητη, αλλά πρωτίστως από την ικανότητα της πολιτείας να συμβάλει μέσα από τις ενέργειές της στη μείωση της έμφυλης βίας. Οι κατ’ άρθρο παρατηρήσεις μας, για κάποια άρθρα βέβαια, αφού όπως διαμαρτυρηθήκαμε στην αρχή είναι στενά τα περιθώρια: Στο άρθρο 3 του σχεδίου περιγράφεται το έγκλημα του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων, κατά τρόπο που συνάδει μεν ως προς την περιγραφή του αδικήματος με την Οδηγία με την οποία επιδιώκει να εναρμονίσει την εθνική νομοθεσία, όμως δύο είναι τα σημεία προς τα οποία διατυπώνουμε τις ενστάσεις μας: Πρώτον, η οδηγία προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον πέντε ετών, ήτοι ακόμη και κάθειρξη, ενώ στο εν λόγω σχέδιο νόμου προβλέπεται ποινή φυλάκισης δύο ετών. Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με το ίδιο σχέδιο νόμου, οι ποινές φυλάκισης έως δύο ετών εξαγοράζονται ή αναστέλλονται, συνεπώς η ποινική απάντηση στο έγκλημα αυτό είναι μηδαμινή. Άλλωστε και η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης επιβάλλει τη μέγιστη προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών. Στο εν λόγω σχέδιο νόμου ο ακρωτηριασμός δεν θεωρείται σοβαρή σωματική βλάβη, εξού και προβλέπεται η τελευταία ως επιβαρυντική περίσταση. Συνεπώς, σύμφωνα με το σκεπτικό του σχεδίου, η διά βίου αποστέρηση μίας γυναίκας από σημαντικά της όργανα και τις συναφείς σεξουαλικές λειτουργίες της θεωρείται ήσσονος σημασίας. Πολύ δε περισσότερο, όταν η ίδια κυβέρνηση έχει νομοθετήσει, αναφορικά με τα ζώα συντροφιάς, ότι ο ακρωτηριασμός τους τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη. Δεύτερον, η οδηγία προβλέπει όσον αφορά τη διεθνή δωσιδικία του κάθε κράτους μέλους, ότι αυτή υπάρχει ακόμη και όταν το θύμα έχει τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος και η πράξη έχει διαπραχθεί στο εξωτερικό, ενώ το σχέδιο προστατεύει μόνο τις Ελληνίδες υπηκόους όταν η πράξη τελείται σε βάρος τους στο εξωτερικό ή κάθε γυναίκα εφόσον ο δράστης είναι Έλληνας ή το έγκλημα τελέστηκε στην Ελλάδα. Στην ουσία μένει εκτός ρύθμισης το ζήτημα των μεταναστριών στις οποίες γίνεται ακρωτηριασμός στη χώρα καταγωγής και υπηκοότητάς τους, οι οποίες όμως είναι η μόνη ομάδα που υφίσταται τέτοιες απάνθρωπες πράξεις. Ζητάμε να χαρακτηρισθεί σεξουαλικό έγκλημα η μερική  ή πλήρης αφαίρεση των   εξωτερικών γυναικείων οργάνων με ποινές  όχι λιγότερο των πέντε ετών. Ο ακρωτηριασμός γυναικείων οργάνων να χαρακτηρίζεται αντίστοιχο έγκλημα του βιασμού.  Τέλος, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στην οδηγία (άρθρο 13 παρ. 2 «όταν το θύμα είναι παιδί, η προθεσμία παραγραφής για τα αδικήματα του άρθρου 3 αρχίζει να τρέχει το νωρίτερο όταν το θύμα συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του») το σχέδιο δεν προβλέπει διευρυμένη παραγραφή από την ενηλικίωση, στην περίπτωση ανήλικου θύματος. Το άρθρο 6 παραβλέπει και δεν ρυθμίζει ειδικά το ουσιαστικό πρόβλημα του αναγκαστικού γάμου ανηλίκων από τους γονείς τους και κατά συνέπεια δεν προβλέπει οιαδήποτε επιβαρυντική περίσταση ούτε διευρύνει την παραγραφή του αδικήματος από την ενηλικίωση, ρυθμίζοντας χωρίς διάκριση ηλικίας τον «εξαναγκαστικό γάμο προσώπου». Έτσι στην ουσία αποφεύγει τη ρύθμιση του εγκλήματος που αφορά στην πλειονότητά του ανήλικα κορίτσια. Επιπλέον, τα δύο αυτά άρθρα αλλά και στο σύνολό του το σχέδιο δεν προβλέπουν εναρμόνιση με τη ρητή διάταξη του άρθρου 12 παρ. 5 της Οδηγίας, σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται έγκληση του θύματος στον τόπο όπου τελέστηκε το αδίκημα ή καταγγελία από το κράτος στο έδαφος του οποίου διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα. Δεδομένου ότι το σχέδιο δεν καλύπτει πολλά ζητήματα επιβαρυντικών περιστάσεων που αυξάνουν την ποινική απαξία και συναφώς το αξιόποινο, προτείνουμε την εναρμόνιση με το άρθρο 11 της Οδηγίας «Επιβαρυντικές περιστάσεις». Ας σημειωθεί ότι στην οδηγία όχι μόνο δεν αναφέρεται ο όρος «αμετάκλητη καταδίκη», που αντίθετα προβλέπεται στο σχέδιο νόμου, αλλά προβλέπεται η άμεση προστασία των θυμάτων καθώς και πλήθος άλλων περιστάσεων που αυξάνουν το αξιόποινο. Το Διοικητικό Συμβούλιο του σωματείου “Το Μωβ”