Αρχική Παρεμβάσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας - Τροποποιήσεις σχετικά με τη δημοσίευση διαθηκών - Τροποποιήσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο των ανακοπών…ΜΕΡΟΣ Α΄ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΔΙΑΘΗΚΩΝ – ΣΥΣΤΑΣΗ ΜΗΤΡΩΟΥ ΔΙΑΘΗΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (Άρθρα 23-42)Σχόλιο του χρήστη Μαρία Ευθυμίου | 4 Ιουλίου 2025, 16:29
Σε συνέχεια προηγουμένων σχολίων συναδέλφων Εφετών, Προέδρων Πρωτοδικών (κάποιοι από τους οποίους μάλιστα έχουν επιτελέσει και Προϊστάμενοι Πρωτοδικείων), των οποίων η γνώμη σχετικά με τη διατύπωση γνώμης στη διαβούλευση για την ψήφιση του νέου κώδικα πολιτικής δικονομίας, βαρύνει ένεκα της πολύχρονης εμπειρίας και διαδρομής τους στο δικαστικό σώμα, επιβεβαιώνοντας όσα διεξοδικά εξέθεσαν σχετικά με τις υφιστάμενες συνθήκες απονομής της δικαιοσύνης, θα ήθελα να προσθέσω τα κάτωθι: Αναγιγνώσκοντας κάποιος το report της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα για το έτος 2024 (https://commission.europa.eu/publications/2024-rule-law-report-communication-and-country-chapters_en), ευχερώς διαπιστώνει ότι η Επιτροπή, προκειμένου να διατυπώσει την κρίση της για τις συνθήκες του κράτους δικαίου στη χώρα μας και την ανεξαρτησία των δικαστών, κι ακολούθως να συντάξει το σχετικό πόρισμά της, λαμβάνει υπόψιν της – μεταξύ πολλών άλλων- τις εξής παραμέτρους: 1) Πώς γίνεται η αξιολόγηση των δικαστών για την προαγωγή τους στον επόμενο βαθμό δικαιοδοσίας; 2) την ποιότητα της διαδικασίας. Αναμφισβήτητα, η ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης συνιστά αναγκαίο συστατικό για την επίτευξη μιας αποτελεσματικής ποιοτικής δικαστικής προστασίας. Βιώνοντας όμως κανείς τις πραγματικές υπηρεσιακές συνθήκες και μελετώντας τις προτεινόμενες νέες διατάξεις του ΚΠολΔ, ευλόγως αναρωτιέται με ποιο τρόπο αυτές θα καταστούν λειτουργικές προς την επίτευξη του άνω στόχου; Για όλους τους λόγους που ανέφεραν οι συνάδελφοι δικαστικοί λειτουργοί στα προηγούμενα σχόλια τους, η απάντηση στο ως άνω ερώτημα συνοψίζεται σε μία φράση και τυγχάνει αρνητική. Δε θα καταστούν λειτουργικές διότι δεν υπάρχουν οι αναγκαίες υποδομές. Επίσης, η αξιολόγηση του παραγόμενου δικαστικού έργου θα πρέπει να γίνεται με κριτήριο την ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων και τις εύστοχες κρίσεις σε νομικά και ουσιαστικά ζητήματα σε σχέση φυσικά με την ταχύτητα, χωρίς όμως η τελευταία συνισταμένη της ως άνω συνάρτησης να καταστεί το μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης υπηρεσιακής επάρκειας. Άλλωστε, πόσο αντικειμενική για την κρίση του δικαστικού έργου μπορεί να υπάρξει μια αξιολόγηση για την προαγωγή στον επόμενο βαθμό, εάν το κυριότερο κριτήριο αυτής θα είναι η ταχεία έκδοση απόφασης χωρίς παροχή εργαλείων από το κράτος για την υποστήριξη μιας τέτοιας απαιτήσεως και χωρίς συνεκτίμηση της ουσίας και της ποιότητας της κάθε υποθέσεως, λαμβανομένης υπόψιν και της ολοένα αυξανόμενης νομικής πολυπλοκότητας των υποθέσεων; Με την κίνηση δε πειθαρχικών διώξεων αδιακρίτως έναντι δικαστικών λειτουργών που παραβαίνουν τις προβλεπόμενες συντομότατες προθεσμίες έκδοσης αποφάσεων, και πλέον των άλλων νομικών κωλυμάτων που αναδείχθηκαν σε άλλα σχόλια από συναδέλφους (παραβίαση προσωπικών δεδομένων των υπηρετούντων) παραβιάζεται εμμέσως και μια πτυχή της δικαστικής ανεξαρτησίας, και δη αυτή της ισοβιότητας τους, όπως αυτή θεσπίζεται από το Σύνταγμά μας στο άρθρο 88. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη και ως θεμελιώδης αρχή για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ισχύει η ισοβιότητα των δικαστών μέχρι τη συμπλήρωση της υποχρεωτικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ή μέχρι τη λήξη της θητείας τους (principle of irremovability of judges). Μάλιστα, η ισοβιότητα των δικαστών αποτελεί θεμελιώδη αρχή διεθνών πράξεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, στη σύναψη των οποίων συνέβαλαν τα κράτη μέλη, όπως το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Οι εν λόγω πράξεις έχουν προ πολλού αναγνωριστεί ως πηγές για το περιεχόμενο των γενικών αρχών της έννομης τάξης της Ένωσης [Βλ. λ.χ. Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, γενική παρατήρηση («General Comment») αριθ. 32 σχετικά με το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, CCPR/C/GC/32, δημοσιευθείσα στις 23 Αυγούστου 2007, σημείο 19, καθώς και γνωμοδότηση αριθ. 1 (2001) του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου των Ευρωπαίων Δικαστών, της 23ης Νοεμβρίου 2001 [CCJE (2001) OP No 1, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην υπόθεση K και B (C‑380/17, ECLI:EU:C:2018:504, σημείο 44), και, μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Dynamic Medien (C‑244/06, ECLI:EU:C:2008:85, σκέψη 39, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, C-619/18, ECLI:EU:C:2019:531)]. Η απαίτηση περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχή η οποία συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης κι απορρέει από τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, κατοχυρωμένη επίσης στα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ, η οποία σαφώς συμπεριλαμβάνει και την έννοια της έγκαιρης απονομής της), τυγχάνει κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης και της διαφύλαξης των κοινών αξιών των κρατών μελών οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου. Ωστόσο τα παραπάνω δε σημαίνουν αυτομάτως ότι το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, θα πρέπει να παραμείνει δυσλειτουργικό, ως έχει σήμερα. Λύσεις πάντα υπάρχουν κι όλως ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν: 1) πρόβλεψη τηλεδιάσκεψης πολυμελών συνθέσεων, 2) απαλοιφή αιτιολογιών σε δικονομικές ενστάσεις- πρόβλεψη αιτιολόγησης μόνο στην ουσία της υπόθεσης και για την απάντηση επί των προβαλλομένων ουσιαστικών ενστάσεων (σε περίπτωση περίπλοκων δικονομικών ζητημάτων πρόβλεψη καταβολής από το διάδικο επιπλέον παραβόλου για την απάντηση και ειδική αιτιολόγηση τους από το δικαστήριο), 3) περιορισμός της έκτασης των δικογράφων ανά κατηγορία υποθέσεων (πρόβλεψη περί καταβολής παραβόλου σε περίπτωση υπέρβασης της προβλεφθείσας ανά κατηγορία έκτασης με ειδική αιτιολόγηση της υπέρβασης), 4) επιβολή διοικητικού προστίμου από το δικαστήριο σε περίπτωση πολυσέλιδων προφανώς απαράδεκτων και ακατάληπτων κατά περιεχόμενο ενδίκων βοηθημάτων, 5) εισαγωγή του θεσμού του «βοηθού δικαστή» ήτοι των νομικών βοηθών, αν όχι ανά δικαστή, τουλάχιστον ανά σύνθεση Πολυμελούς, οι οποίοι θα είναι πρόσωπα με νομική πανεπιστημιακή εκπαίδευση, και θα τυγχάνουν επιφορτισμένοι με το έργο της υποστήριξης του έργου των εισηγητών δικαστών ερευνώντας επί παραδείγματι αρθρογραφία, νομολογιακά δεδομένα κλπ, 6) οργάνωση ψηφιακών συστημάτων με τέτοιο τρόπο, ώστε ο κάθε δικαστής κατέχοντας δικούς του προσωπικούς κωδικούς να έχει πρόσβαση στις υποθέσεις τις οποίες έχει χρεωθεί και από δικό του προσωπικό υπολογιστή και διασύνδεση των ψηφιακών υπηρεσιών με τη γραμματεία προς υποστήριξη του έργου του, αγορά επιπλέον ηλεκτρονικών υπολογιστών στη βιβλιοθήκη των δικαστών του Πρωτοδικείου Αθηνών και δωρεάν πρόσβαση σε νομικές πλατφόρμες εύρεσης αρθρογραφίας και νομολογίας τουλάχιστον στους υπολογιστές της βιβλιοθήκης, 7) απομαγνητοφώνηση των πρακτικών όλων των διαδικασιών και παράδοση των πρακτικών από τις εταιρείες απομαγνητοφώνησης χωρίς καθυστερήσεις (σε αντίθεση με την σημερινή δικαστηριακή πραγματικότητα) και πρόβλεψη εκκίνησης προθεσμίας έκδοσης απόφασης από την ημερομηνία παράδοσης των πρακτικών στο δικαστή. Επίσης, για τη βελτίωση της ποιότητας και τη διαφύλαξη του κύρους της δικαιοσύνης, σκόπιμο θα ήταν οι λειτουργοί της να επιμορφώνονται συνεχώς και σε θέματα δεοντολογίας. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών διοργανώνει- κατά τα τελευταία έτη- συνεχώς σεμινάρια επιμόρφωσης για τους δικαστικούς της λειτουργούς, καταβάλλοντας σημαντική προσπάθεια για την βελτίωση του δικαστικού έργου. Το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν και οι κατά τόπους δικηγορικοί σύλλογοι της χώρας μας. Κλείνοντας το παρόν σχόλιο μου, θα ήθελα να εκφράσω την πεποίθησή μου ότι με την αλλαγή της σχετικής νομοθεσίας, επιδίωξη όλων των παραγόντων και του υπουργείου εν προκειμένω, είναι η βελτίωση της νομοθεσίας προς τον εξορθολογισμό των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης. Μάλιστα, η εν λόγω στόχευση αποτελεί επιδίωξη ενός ευνομούμενου κράτους αλλά και κυρίως των λειτουργών της δικαιοσύνης (δικαστών και δικηγόρων), οι οποίοι υπηρετώντας την, διαφυλάσσουν (ο καθένας κατά τη συνταγματική αποστολή του) τα δικαιώματα των πολιτών, επιθυμώντας παράλληλα να απολαύουν αξιοπρεπών συνθηκών άσκησης του λειτουργήματός τους. Όμως, η επιδίωξη αυτή θα πρέπει να επιτευχθεί, θεμελιώνοντας τη σε σωστές εξ αρχής βάσεις με ειλικρινή πρόθεση για αποδοχή και συνειδητοποίηση των υφισταμένων δυσλειτουργιών και θεσμοθέτηση εκ βάθρων αλλαγών και όχι μέσω αλλεπάλληλων, αποσπασματικών, αντιφατικών και μη εφαρμόσιμων – εκ των πραγματικών συνθηκών- διατάξεων, οι οποίες θα έχουν ως αποτέλεσμα την χειροτέρευση του όλου συστήματος απονομής της αστικής δικαιοσύνης.